Στοχασμοὶ καὶ σχόλια: Ἑόρτια,φυσικά.
Πρωτοχρονιὰ τῆς μοναξιᾶς ή φετεινή. Μὲ τὴ σιωπὴ νὰ συμμαζεύει γύρω μου σκιὲς καὶ ἤχους ξεχασμένους: ἀπ᾿ τὸ χθὲς ἔρχονται ὅλα᾿ αὐτὰ τὴν περιούσια αὐτὴ νύχτα, νὰ σταθοῦν σιμά μου νὰ μὲ παρηγορήσουν, νὰ μοῦ κρατήσουν συντροφιά. Γιατὶ ἄν ἔξω ὀ κόσμος ξιπάζεται, ἄν ἀκούγονται μουσικὲς καὶ κροτίδες ἑορταστικὲς, αὐτὰ συμβαίνουν γιατὶ ὅλοι αὐτοὶ ἐπιμένουν στὸ νὰ ξυπνήσουν τὸ διαφορετικό μέσα τους, τὴν ἐλπίδα δηλαδή, ποὺ νομίζουν ὅτι δὲν ἔχει ἀκόμα χαντακωθεῖ. Ὅπως ἐπίσης τὸ φῶς, ποὺ θαροῦν πὼς δὲν ἔσβυσε καὶ τὴ φωτιὰ ποὺ ζεῖ ἀκόμα μέσα στὶς στάχτες ποὺ σωρεύουν στὴ ζωή μας τὰ γεγονότα τῆς σκληρῆς καθημερινότητας. Ὡστόσο, κάποια στιγμή, φωτεινὴ κι εὐλογημένη στιγμή, ἔρχεται ἡ εὐλογία τῆς γιορτῆς καὶ σκορπάει γύρω μας καὶ μέσα μας τὰ εὔοσμα τὰ ἄνθη τῆς ἀληθινῆς παραμυθίας καὶ τῆς θεοφίλευτης εἰρήνης. Γιὰ νὰ ὐψωθεῖ λίγο ἡ ψυχή, νὰ μὴν ἀποκάμει δηλαδή, ἀπὸ τὸν φριχτὸ καὶ ἀπαίσιο βασανισμό. τὸν ὁποῖο ὐφίσταται μὲ τὴ δέουσα ἐξαπαντος ὐπομονή, ἀλλὰ καὶ καρτερία: καρτερία νὰ ἔλθουν οἱ Γιορτάδες, ὄπως λέει κι ὁ ποιητής, νὰ συμμαζευτεῖ τὸ εἶναι, νὰ χαρεῖ κι αὐτὸ στὸ ἀνανεωτικὸ διάλειμμα ποὺ τοῦ δόθηκε.
Ἀπομένεις, λοιπόν, μόνος τούτη τὴ Νύχτα κι ἀφουγράζεσαι, εὐεγερτικοὺς ἤχους, παλιοὺς ἤχους καὶ καὶ φωνές, μαζὶ καὶ βηματισμοὺς ἀπό τὸ χθὲς κι ὕστερα ἀναγαλλιάζεις. Γιατὶ ξέρεις πολύ καλὰ ὅτι σὲ σκέφτονται οἱ δικοί σου ἄνθρωποι, ἔστω κι ἄν σήμερα πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι μέσα στὸ χῶμα καὶ ὑπνοῦν περιμένοντας τὴ σάλπιγγα τὴν Ἀρχαγγελικὴ γιὰ νὰ ἐγερθοῦν Ὅπως περιμένουμε τὸ χτύπημα τοῦ ρολογιοῦ νὰ ἐγερθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ νὰ πορευθοῦμε γιὰ τὸ ἔργο μας.
Ὡστόσο, μέσα σὲ τούτη τὴ χαλαλοή, αὐτὸ ποὺ ὑψώνει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἀνασηκώνει ἀπὸ τὰ ὅποια ἐρείπια-τὰ κάθε εἴδους ἐρείπια ποὺ σωρεύονται γύρω μας-εἶναι ἀκριβῶς τὸ μέγιστο τὸ γεγονὸς τῆς Γιορτῆς, ὄχι μιᾶς οἰαδήποτε Γιορτῆς, ἀλλὰ έκείνης τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τοῦ καχεκτικοῦ καὶ ἀσθενικοῦ ἐκείνου Ἁγίου, ποὺ μὲ τὴν παρουσία Του αὐτή, τούτη τὴν ἀρχοντικὴ τὴν ἡμέρα, προσπορίζει στὶς ψυχές μας δύναμη, ἐλπίδα καὶ φῶς Θεοῦ. Γιατὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ σήμερα εἶναι παραχωμένοι μέσα στὴ γῆς, αὐτὸ μονάχα βίωναν: ὅτι, δηλαδή, «Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται», καὶ θὰ ἔρχεται κάθε χρόνο, νὰ κομίσει τὴν ἀρχιμηνιὰ καὶ τὴν ἀρχιχρονιά, ὄχι στολισμένη μὲ κοσμικὰ καὶ πρόχειρα «τζιβαϊρικά», ἀλλὰ μὲ τὴν πλούσια φιλανθρωπία Του, μὲ τὴν ἀνόθευτη διδαχή του-γιατὶ Τὸν θέλουμε νὰ κρατάει χαρτὶ καὶ καλαμάρι καὶ παράλληλα μὲ αὐτὰ καὶ μὲ τὴν ἀταλάντευτη πίστη Του νὰ μᾶς δασκαλέυει.Ναί, νὰ μᾶς νουθετεῖ αὐτὴ ἡ «θεία καὶ ἱερὰ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας μέλισσα..» Αὐτὰ εἶναι τὰ δῶρα Του, λοιπόν, ποὺ δὲν τὰ φέρνει κρυφά, γιατὶ δὲν «μπαίνει στὸ σπίτι μας» ἀπὸ καμμιὰ καμινάδα, ἀλλὰ τὰ μοιράζει στὴν ἐκκλησιὰ μαζὺ μὲ τὸ ἀντίδωρο καὶ συνάμα «χαίρει». Μάλιστα, χαίρει «ὁ τοῦ Κτίστου Ἱεράρχης καὶ φωσφόρος ὁ θεῖος μύστης τοῦ Χριστοῦ Βασίλειος». Καὶ χαίρει, γιατὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κοσμικό, ἀταίριαστο καὶ κουραστικὸ ἑορταστικὸ τοπίο τῆς λεγομένης Πρωτοχρονιᾶς, κάποιοι ἀποδράσανε ἀπὸ τὰ στεγνὰ καὶ ἀνήλιαγα σοκάκια τῆς καθημερινότητας. Ἐκεῖ δηλαδή, ὅπου κλείσανε ἐρμητικὰ τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς τους οἱ περισσότεροι, ὥστε νὰ μὴν εἰσέλθει τὸ φῶς τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, ἐπειδὴ θέώρησαν σωστὸ νὰ ἑορτάσουν τὶς μέρες αὐτὲς κοσμικὰ κι ὄχι κόσμια, μὲ τράπεζες πληθωρικὲς ἐδεσματων, ἀλλὰ χωρὶς τὴν Ἁγία Τράπεζα, ποὺ καλεῖ μονάχα τοὺς «ἠλιωμένους τῷ θείῳ Του ἔρωτι» Ἀποδράσανε, λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ τὴν τοῦ Χριστοῦ εὐωδία ἐπιζητοῦντες, ἀλλὰ καὶ «τῆς ὀσμῆς τῆς γνώσεως αὐτοῦ» κάτοχοι ὄντες, εὐωδία ποὺ τὴν οἰκουμένην ἐπλήρωσε. Γιατί; Μὰ γιὰ νὰ καταφύγουν στὰ ἱερὰ τῆς Πίστεως σεμνώματα, τὶς ἐκκλησιές, ὅπου ξέρουν ὅτι ἐκεῖ θὰ τοὺς δοθεῖ τὸ κλειδί, ἁγιασμένο, εὐλογημένο, θεοφίλευτο κλειδί, ὥστε ν᾿ ἀνοίξουν τὴ θύρα γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὸ νέο χρόνο. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν πουλιεται ἤ χαρίζεται αὐτό τὸ κλειδί.
π. κ. ν. κ.
ΣΧΟΛΙΑ