"Ἐπιστρέφουμε στά Κοιμητήρια γιά ν᾿ ἀναμνησθοῦμε καί νά τιμήσουμε τούς Νεκρούς"
Ἔζησες τά πρῶτα σου χρόνια σ᾿ ἕνα χωριό, στό ὁποῖο τό Κοιμητήριο ἦταν, ὅπως παλαιότερα, δίπλα στόν ἐνοριακό ναό. Ἔτσι, πηγαίνοντας γιά ἐκκλησιασμό, ἔπρεπε ἐξάπαντος νά περάσεις ἀπό τό δρομάκι πού ἦταν πάνω ἀπ' αὐτό, τό ὁποῖο σ᾿ ὅλες τίς ἐποχές εἶχε πάντα κάτι τό διαφορετικό νά δείξει, νά σοῦ φανερώσει. Μιά μελαγχολική ἔκφραση τό φθινόπωρο καί τό χειμώνα, ἀντίθετα μέ τήν ἄνοιξη πού μοσχοβολοῦσε ὁ τόπος ἀπό τά λουλούδια, ἐνῶ τό καλοκαίρι τό μοσχοθυμίαμα, μέ τό ὁποῖο θυμίαζαν τούς τάφους, ἐσερνε μαζί του καί τήν ἰδιότυπη εὐωδία τοῦ ξεραμμένου χορταριοῦ.
Τά χρόνια πέρασαν· μαζί μ᾿ αὐτά καί μιά μεγάλη μερίδα ἀνθρώπων τοῦ χωριοῦ, πού θάφτηκαν σ᾿ ἐκεῖνα τά ἀργιλώδη σκουρόχρωμα καφετιά χώματα. Ὡστόσο, σήμερα, Ψυχοσάββατο, πού τούς θυμᾶσαι, σκέφτεσαι πώς ὁ καθένας ἀπ᾿ αὐτούς πῆρε μαζί του κι ἔνα κόσμο δικό του, κόσμο ἱστορημένο μέ γεγονότα, λέξεις καί δάκρυα, πού στό ἀναμεταξύτους φανερώνονταν, ὠς ἐκεῖνα τά ταπεινά βουνίσια λουλουδάκια, ἴχνη χαρᾶς.......Μιᾶς χαρᾶς πού γιά νά βγεῖ στήν ἐπιφάνεια, χρειαζόταν προσευχή, ὑπομονή, ἀγωνία καί σιωπή.
Ἀντικρύζεις σήμερα πού διαβάζεις τά ὀνόματα τῶν γνωστῶν σου Κεκοιμημένων, τά σκαμένα τους πρόσωπα, ὅπου μέσα στ᾿ αὐλάκια τοῦ μετώπου ὁ ἰδρώτας ἦταν, χειμώνα καλοκαίρι, ἀσταμάτητος· ὅπως ἀσταμάτητη μέσα στήν καρδιά ἦταν ἡ πληγή πού ἄφηνε τό αἷμα νά ποτίζειτήν ψυχή, γιά νά ξεδιψάει ἀπό τή συνεχή τήν ἀμάχη.
Ψυχοσάββατο· μιά λέξη πού ἔχει γι᾿ ἄλλους τόν τρόμο τοῦ θανάτου, γιά ἄλλους ὅμως εἶναι τό πανηγύρι πού ἑνώνει ζῶντες καί κεκοιμημένους. Τούς ἐνώνει γιά νά κουβεντιάσουν μυστικά, καθώς ἀπαγγέλονται τά ὀνόματα τῶν δευτέρων, γιά συναντηθῦν μέσα στό χῶρο ἐκεῖνο τῆς ἐκκλησιᾶς ὅπου βαπτίστηκαν, στεφανώθηκαν, πάντρεψαν τά παιδιά τους καί, τέλος, κηδεύτηκαν. Γι᾿αὐτό καί τοῦτο τό πανηγύρι ἔχει τόν κορυφαῖο, τόν χαρμολυπικό του χαρακτήρα, πού μεταθέτει ἐξάπαντος τό κέντρο βάρους γιά τόν κάθε πιστό ἀπό τήν ἔναγχο καθημερινότητα στό φῶς καί στήν ὀμορφιά τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού στέκει σιμά μας καί εὐλογεῖ. Παρ᾿ ὄλες τίς ἀταξίες καί τά μάταια πράγματα πού προσδοκοῦμε ἤ διακονοῦμε, οἱ ἀδαεῖς.....
Ἄν, τώρα, βρεθεῖς στό Κοιμητήριο σέ ὥρα δειλινή καί ἥσυχη, τότε εἶναι δυνατό νά καταλάβεις πολύ καλά γιατί οἱ προγονοί μας, ἀπό τόν Πλάτωνα μέχρι καί τούς νηπτικούς Πατέρες ἀποκαλοῦσαν τή φιλοσοφία "Μελέτη θανάτου". Γιατί μονάχα ἄν προσεγγίσεις μέ ὅλες τίς κεραῖες τῆς ψυχῆς σου τό μυστήριο τοῦ θανάτου καί κατανοήσεις τό βάθος καί τό περιεχόμενο πού κρύβουν οἱ λέξεις, τότε ἀσφαλῶς ἔχεις μελετήσει τό ὄντως μέγιστον μάθημα: αὐτό τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου κι ἔχεις ἀσφαλῶς καταφέρει νά συλλαβἰσεις τό ἀλφαβητάρι τους. Μέ προνόμιο ἰκανό τήν εὐθυγράμμιση τοῦ βίου σου πάνω στόν κανόνα τῆς ἐφημερίας, στήν ὁποία πορευόμαστε, κατά τό λόγιο τοῦ ἱεροῦ Ψαλτῆρος: "Ἄνθρωπος ὡσεί χόρτος αἱ ἠμέραι αὐτοῦ· ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ οθτως ἐξανθήσει"(Ψαλμ.102, 15)
Στό Κοιμητήριο ὅμως ἔχεις καί ἕνα ἄλλο προνόμιο: τό νά ἀποκρυπτογραφεῖς τή σιωπή τῶν νεκρῶν, καθώς στά μάρμαρα άρχίζει νά κατεβαίνει ἡ ἀπόβραδη δροσιά, ὥστε νά νομίζεις ὅτι εἶναι τά δάκρυά τους· δάκρυα, γιά ὅσα δέν προφτασαν νά πράξουν γιά τήν ψυχή τους. Καί τούς συνερίζεσαι γι᾿ αὐτό, καί προσεύχεσαι, ὤστε νά ταχθοῦν οἱ ψυχές τους "μετά τῶν ἀγίων", καί "ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου"(Ἀπ.9, 1)· μέ λίγα λόγια ν᾿ ἀναπαυτοῦν, ἀφοῦ στόν ἐγκόσμιο βίο τους πολλά ἦταν ἐκεῖνα πού τούς φαρμάκωσαν καί ἐλάχιστα, μετρημένα στά δάκτυλα, ἐκεῖνα πού τούς χάρισαν στιγμές χαμογελαστές.
Ψυχοσάββατο σήμερα, λοιπόν· ἡμέρα μνήμης καί σιωπῆς πού ἔρχεται ἀπό μακρυά μαζί μέ τίς Μορφές τῶν "φίλων, γνωστῶν καί συγγενῶν" νά ἀποθέσει στήν ψυχή τήν ἐλπίδα ὅτι θά ξανανταμώσετε, ὅτι θά ὑπάρξει συνάντηση στό χῶρο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό τό καταλαβαίνεις, τό βιώνεις καί τό συνειδητοποιεῖς στό Κοιμητήριο, ὅπου ἀναπαύονται τά σώματα, ἀλλά καί, εὐτυχῶς, διακρατεῖται τόσο ζωντανή ἡ μνήμη.
π. Κων. Ν. Καλλιανὸς
ΣΧΟΛΙΑ