Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, Ἀπὸ τὶς γειτονικὲς μὲ τὸ Γριπονῆσι καὶ θαλασσόπληκτες αὐτὸν τὸν καιρὸ Β. Σποράδες, φθάνει στὴν ἀκοή σας, ἦχος λιτός καὶ μονότονος, ποὺ τὸν ἀφήνει τὸ βουητὸ τοῦ βορηᾶ καὶ ὁ παφλασμὸς τῶν κυμάτων ποὺ σείουν τὰ θεμέλια τοῦ νησιοῦ. Κι εἶναι ἱερὴ αὐτὴ ἡ ὥρα ἡ ποτισμένη ἡσυχία καὶ θεία μοναξιά, ὡστόσο συντροφευμένη ἀπὸ μιὰ πατρικὴ παρουσία. Μιὰ παρουσία ποὺ φανερώνεται μὲ λέξεις, οἱ ὁποῖες ἔχεις τὴν ἐντύπωση ὅτι τὶς ἀκοῦς, δὲν τὶς βλέπεις μονάχα τυπωμενες στὸ χαρτί. Εἶναι λέξεις ποὺ μεταβάλλονται σὲ θύρες στὴν ψυχή, γιὰ ν’ἀγναντέψεις, λ. χ.τὴν ἡλιόλουστη ἐκείνη ἡμέρα τῆς 12ης Ἰανουαρίου 2002, μὲ τὰ χιονισμένα περίχωρα τῆς Εὔβοιας ν’ ἀκτινοβολοῦν ἕνα γύρω τὸ πάλευκο καὶ στιλπνό τους στολίδι. Κι ἦταν ἐκείνη ἡ ἡμέρα μιὰν ἀρχὴ νέας ἱστορικῆς σελίδας, ποὺ γραφονταν γιὰ τὴν πάλαι ποτὲ Ἀρχιεπισκοπή Εὐβοίας καὶ σήμερα Μητρόπολη Χαλκίδος, Ἰστιαίας ( τέως Ξηροχωρίου) καὶ Βορείων Σποράδων καὶ εἰς διαδοχὴν τοῦ Γέροντος καὶ ἐντίμου καὶ πράου Πνευματικοὺ Πατρὸς καὶ ποιμενάχου μας κυροῦ Χρυσοστόμου (Βέργη) Τότε, λοιπόν, ἦταν ποὺ εἰπώθηκε ὁ ἱστορικὸς ἐπιβατήριος λόγος, τὸν ὁποῖο ἀκροάστηκε πλειάδα Ἀρχιερέων, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ἱερέων, μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἀρχῶν τοῦ τόπου καὶ πλῆθος πιστῶν. «Τὸ γεγονὸς ὅτι ἔρχομαι εἰς τὸν τόπον μου, εἰς τοὺς ἰδικούς μου ἀνθρώπους, παρὰ τὰ μεινοκτήματα τῆς προφητικῆς παρουσίας < εἰς τὴν ἰδίαν Πατρίδα Μτθ. 13, 57>, ἀποτελεῖ προνόμιον. Εἶναι ἔκδηλος καὶ μεγαλη ἡ ἀγαπη τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τῶν καλῶν μας Ἀρχόντων, μετὰ τῶν ὁποίων ὑφίστατι ἤδη ἀγαστὴ συνεργασία, καὶ τοῦ εὐσεβοῦς Λαοῦ πρὸς τὸ πρόσωπόν μου»( σελ. 23) θ’ἀκουστεῖ ἀπὸ τὸν νέο Ἀρχιερέα καὶ πηδαλιοῦχο τῆς Μητροπόλεώς μας, τὸν Χρυσοστομο Β΄( Τριανταφύλλου). Καὶ μ’αὐτὰ κατατέθηκε στὸ πλήρωμμα τῆς Ἐπισκοπῆς ὁ θεμελιος λίθος τῆς νέας πνευματικῆς οίκοδομῆς ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ν’ἀναγείρεται, συνεχίζοντας ἀσφαλῶς τὸ ἔργο πλειάδος ἁγίων προκατόχων του.
Τὰ ὡς ἄνω λόγια, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω, ὅτι εἶναι πλέον ταμιευμένα στὸ ἄρτι ἐκδοθὲν βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου, ποὺ φέρει τὸν ποιητικὸ τίτλο «20 χρόνια… μὲ τὴν αὔρα τοῦ Εὐρίπου», τὸ ὁποῖο μᾶς δώρησε ἡ Μητρόπολίς μας, ὕστερα ἀπὸ φροντίδα καὶ κόπους νἀ ἐκδοθεῖ (καὶ νὰ συγκεντρωθεῖ ὅλο τὸ ὑλικό), τοῦ εὐαίσθητου, φιλόκαλου καὶ ἄκρως φιλαδέλφου Ἁγίου Πρωτοσυγκέλλου τῆς θεοσώστου Ἐκκλησιαστικῆς μας Ἐπαρχίας παν. Ἀρχιμ. π. Νικοδήμου Εὐσταθίου: Ἐκείνου δηλ. ποὺ μετὰ τὸν Ἐπισκοπό μας διακρατεῖ σταθερῶς τὸ πηδαλιον τῆς νοητῆς νηὸς τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας. «Ἠ παροῦσα συλλογἠ-θὰ μᾶς ἐξομολογηθεῖ ὁ Ἅγ. Πρωτοσύγκελλος- δὲν εἶναι μιὰ ἐλλόγιμη ὁμιλητικὴ ἀλλὰ μιὰ εὐχάριστη καὶ ἐνδιαφέρουσα συγκομιδή, ἕνα καρπολόγημα ἀπὸ συγκεκριμένες περιπτώσεις, ποὺ συνδυάζει λιγότερο φορμαλισμὸ καὶ περισσότερη αὐθεντικότητα, λιγότερο ἀφηρημεένο λόγο καὶ περισσότερη συνταύτιση μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς καθημερινῆς ζωῆς» ( σελ. 12). Κι εἶναι πραγματικότητα αὐτό, γιατὶ ἄν ξεφυλλίσει κανεὶς μὲ προσοχὴ τὸ βιβλιο παρατηρεῖ, πὼς μέσα στὶς 336 σελίδες συνυπάρχουν οἱ χρήσιμες πραγματεῖες, (βλ. σελ. 29-208) ἀλλὰ καὶ οἱ λόγοι ἐκεῖνοι, ποὺ βεβαιώνουν τὸν βαθὺ ψυχισμὸ τοῦ συγγραφέα τους, ὁ ὁποῖος ἐμφορεῖται ἀπὸ λεπτά, ταπεινά, ἐναρετα καὶ θεοφιλῆ αἰσθήματα. Κορυφαῖο δὲ ἀπὸ αὐτὰ τὰ κέιμενα θεωρῶ ἐκεῖνο το, «Χριστὸς Ἀνέστη Παῦλε μου! Χριστὸς Ἀνέστη χαρά μου» ( σελ. 277-281). Κατατοπίζω ἐδῶ τὸν ἀναγνώστη μου πὼς ὁ λόγος αὐτὸς ἐκφωνήθηκε ἀπὸ στήθους, γιὰ τὸν ἀλησμόνητο π. Παῦλο Ἰωάννου, μετέπειτα ἄξιο Μητροπολίτη τῆς ἀκριτικῆς Ἐκκλ. Ἐπαρχίας Σισανίου καὶ Σιατίστης, γι’αὐτὸ καὶ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολυτιμότερα στολίδια ποὺ κοσμοῦν τὸ βιβλιο αὐτό «…μεριμνά σου ἦταν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες,-θὰ τοῦ πεῖ μὲ ἄφατη συγκίνηση ὁ Μητοπολίτης μας- γιατὶ…μὲ τὰ χαρίσματα τὰ πολλὰ[ποὺ εἶχες], τὶς σπάνιες ἰκανότητες καὶ τὸν λόγο τὸν ἐμπνευσμένο. ἔγινες γνωστὸς σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ στὸ ἐξωτερικὸ ἀκόμη. Ὅλοι σὲ προσκαλοῦσαν καὶ δὲν ἤξερες νὰ λές <ὄχι> , ἀλλὰ ἤξερες ν’ἀπαντᾶς <νὰ εἶναι εὐλογημένο>. <Ὄχι> εἶπες στὶς δικές σου τὶς ἀναγκες…< Ὄχι> εἶπες στὴν προστασία τῆς δικῆς σου ὑγείας. Καὶ ἡ καρδιά σου, εὐρύχωρη καὶ ζεστή, ἄντεξε νὰ χωρέσει πλῆθος ἀναρίθμητο ἀνθρώπων. Φαίνεται, ὡστόσο, ὅτι αὐτὴ ἡ καρδιὰ κουράστηκε, ἀλλὰ δὲν ἔπαψε ν’ἀγαπᾶ, ἐπειδὴ σταματησε νὰ χτυπᾶ. Γιατὶ ἡ ἀγαπη εἶναι κραταιὰ καὶ ὑρβαίνει αὐτὴ τὴ δύναμη….< Ἡ ἀγαπη οὐδέποτε ἐκπίπτει> ( Α΄Κορ. 13, 8)» ( σελ. 278-79).
Ὅμως ἐκεῖ ποὺ μυστικὰ διαφαίνεται ἡ τρυφερότητα τοῦ Ἐπισκόπου μας εἶναι κι ἕνα ἀκόμη κείμενο, αὐτὴ τὴ φορὰ γραμμένο μὲ μιὰν ἄλλη προοπτικὴ καὶ αἰτία: Πρόκειται γιὰ τὴν παρουσίαση ἑνὸς βαθύτατα ἐμβιωμένου συγγράμμτος τοῦ ἀειμνήστου καὶ μὲ μιὰ καρδιὰ πλημμυρισμένη τρυφερότητα καὶ καλωσύνη, Μητροπολίτη Λαρίσης κυροῦ Ἰγνατίου( Λάππα), μὲ τὸν ὁποῖο εἴχαμε τὴν εὐλογία νὰ συλλειτουργήσμαμε κατὰ τὴν Πανήγυρι τοῦ Ἁγίου μας Ρηγίνου, ὅταν τὸν προσκάλεσε ὁ Ἐπίσκοπός νὰ μᾶς τιμήσει μὲ τὴν φωτενή του παρουσία. Πρόκειται γιὰ τὸ χαρισματικὸ πόνημα τοῦ Ἁγίου Λαρίσης, ποὺ τιτλοφορεῖται, < Σὰν παραμύθι> . Κατὰ τὴν παρουσίαση, λοιπόν, τοῦ ἐν λόγῳ βιβλίου ὁ Ἅγιος Χαλκίδος ξεδίπλωσε μὲ φιλαδελφο γνησιότητα τὴν βιωματική του καταθεση, ποὺ εἶναι ἀναμφίβολα μιὰ ἐγκάρδια ὁμολογία: «Τὰ κείμενα τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἰγνατίου….ἀβίαστα μοῦ θυμίζουν διηγήματα Παπαδιαμαντικά»( σελ. 227-28). Κι ὄντως ἡ γραφίδα τοῦ μακαριστοῦ Λαρίσης ἔχει μιὰν ἁπλότητα, ποὺ ἀποπνέει μιὰν ἰδίοτυπο καλωσύνη, ἡμεμία καὶ παραμυθία. Γι’αὐτὸ σοφῶς ἀλλὰ καὶ δικαίως ὁ Χαλκίδος ὀνομασε τὸ γραφτό του < Ἡ παραμυθία τοῦ παραμυθιοῦ> Ἑνὸς παραμυθιοῦ ποὺ εἶναι δομημένο μὲ στοιχεῖα αὐτοβιογραφικά. «Ὁ δεσπότης μας προέρχεται ἀπὸ σπίτι!!!-θὰ μᾶς πεῖ ὁ Χαλκίδος-Ὄχι πλουσίοσπιτο, ἀλλὰ συγκροτημένο σπίτι, δηλαδή, οἰκογένεια ποὺ ἔχει ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἐννοεῖ ὁ σοφὸς λαός< πᾶρε ἄνθρωπο ἀπὸ σπίτι> . ( σε. 229) Μακαριοι ὅσοι τὸ διαβασαν. Πολλά πιστεύω θὰ ώφελήθηκαν.
Δὲ λέω νὰ γραψω περισσότερα, ἄν καὶ θὰ τὸ ἤθελα, γιατὶ ἄφησα ἀσχολίαστα καποια ζωντανὰ γραφτά, ὅπως π. χ. το, «Μετὰ βουλῆς πάντα ποίει», ποὺ εἶναι Κατηχητήριος καὶ συμβουλευτικὴ παραίνεσις στὸν Παν Ἀρχιμ, π. Γαβριήλ, τὸ νέο ἡγούμενο τῆς περιπύστου καὶ ἁγιοτρόφου Ἱ. Μ. Ὅσιου Δαυῒδ τοῦ Γέροντος ( σελ. 237-245). Κι αὐτὸ τὸ κάνω, γιατὶ δὲν θέλω νὰ κουράσω τὸν ἀναγνώστη μου, ἀντίθετα, ἐπιθυμῶ νὰ τὸν προτέψω νὰ ἐπισκεφτεῖ αὐτὲς τὶς θεοφώτιστες σελίδες τοῦ ὡς ἄνω πονήματος τοῦ Ἁγίου Χαλκίδος.
Κλείνοντας αὐτὸ τὸ γραφτό, θὰ ἤθελα νὰ ἐξομολογηθῶ, πὼς αὐτὰ ποὺ ἔγραψα, δὲν εἶναι βιβλιοπαρουσίαση, γιατὶ «νέωτερος ἐγὼ εἰμι» ( Ψαλμ.118, 141 )-μεταφορικὰ πάντα- , ἀλλὰ υἱκὴ καταθεση εὐγνωμοσύνης γιὰ τὸ πρόσφορο τῆς πατρικῆς ἀγάπης, ποὺ τὴ σφραγίζει ἡ φωτεινή του ἀφιέρωση.
Ταπεινὰ καὶ συνειδητὰ εὔχομαι νὰ ἔχει πανευλόγητη συνέχεια αὐτὴ ἡ ἔκδοση, γιατὶ γνωρίζω πολὺ καλά, πὼς στὸ συρτάρι τοῦ Ἁγίου Πρωτοσυγκέλλλου μας ὑπάρχουν κι ἄλλα γραφτά τοῦ Ἐπισκόπου μας.Πρόχειρα μνημονέυω ἐκεῖνο γιὰ τὸν Παπαδιαμαντη, δημοσιευμένο στὸ περ. «Θεολόγία» ( βλ. τ. ΠΒ (2011), τεῦχ, 4ο σελ. 9-24, ὅπου ἡ μελετη «Ἡ Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα καὶ ὁ Παπαδιαμαντης).
π. κ. ν. κ.
υ. γ. Δημοσιεύω τὸ κειμενό μου αὐτό σήμερα, 20 Δεκ. 2021, γιατὶ στὴν ἕδρα τῆς Μητροπόλεώς μας πραγματοποιεῖται ἐκδήλωση παρουσίασης τοῦ ὡς ἄνω βιβλίου. Ἄς εἶναι δὲ τοῦτο τὸ γραφτό, μιὰ συμβολικὴ παρουσία τοῦ ὑποφαινομένου στὴν ὥς ἄνω εὐλογημένη τελετή.
ΣΧΟΛΙΑ