ΝΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ KAI THΣ ΑΘΗΝΑΣ
...για τη Γλώσσα ο Βασίλ΄ς ¨ο πανάς...
Γεννημένος στις 12 0κτώβρη 1933, στην βλάχικη γειτονιά της Αγ. Παρασκευής Βόλου, ήταν ο δευτερος γιος του Γιώργου Ντάκη και της Αθηνάς το γένος Κλείτσα.
Το βλάχικο αίμα και η ανατροφή του, με τις αξίες της βλάχικης φυλής, ήταν αυτά που καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία του.
Στην ηλικία των 8 ετών χάνει τον, έφεδρο αξιωματικό, πατέρα του, ο οποίος όντας τραυματίας στο αλβανικό μέτωπο δε τα καταφέρνει. Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής στη πόλη του , η ορφάνια αλλά και η σκληρότητα των Γερμανών στρατιωτών , πλάθουν ένα χαρακτήρα μαχητικό και ευρηματικό, πρωτοστατεί στο ¨πλιάτσικο¨ που οι έφηβοι αντιστασιακοί διοργανώνουν εκείνα τα χρόνια, στις αποθήκες τροφίμων των Γερμανών στο γερμανοκρατούμενο Βόλο. Το 1945 στέλνετε εξορία στο νησί των Τρικέρων η μητέρα του. Η στήριξή της στις αντιστασιακές οργανώσεις και η συγγένειά της με το Γιάννη Κορδάτο, είναι οι αιτίες που βάζουν στο στόχαστρο την κυρά Αθηνά και με αφορμή ένα καυγά με το νοικάρη της, βρίσκετε εξόριστη αφήνοντας τα 4 αγόρια της ολομόναχα στη φιλευσπλαχνία των συγγενών. Και πράγματι η βλάχικη αλληλεγγύη ανταποκρίνεται κι αγκαλιάζει τα παιδιά και βρίσκει δουλειά στον 13χρονο Βασίλη, σ ένα απ τα πρώτα γαλακτοπωλεία που ανθούν στο Βόλο , στου Μαλακασιώτη , στη Δημητριάδος.
Το 1950 ξεκινά τη πορεία του στον εμπορικό δρόμο, ως παιδί για τα θελήματα, στο κεντρικό εμπορικό κατάστημα του Κοεν.
1960 και ο νεαρός Βασίλης αποφασίζει ν ανοίξει τα δικά του φτερά... ως πλανόδιος έμπορος στα χωριά του Πηλίου δημιουργεί το δικό του κομπόδεμα κι αποφασίζει να δοκιμάσει τη τύχη του στα γειτονικά νησιά των Βορείων Σποράδων
1962 φτάνει στη Σκόπελο , παρέα με το Γιώργο Κουτσελίνη, κι ενώ ο Γιώργος ανοίγει κατάστημα στη χώρα Σκοπέλου, ο Βασίλης συνεχίζει τη πλανόδια περιπλάνησή του στο νησί. Έχει έδρα τη Χώρα της Σκοπέλου αλλά γυρνά στα χωριά της Γλώσσας και του Κλήματος για να φέρει τα προικιά και τα πανιά στα σπιτικά των Γλωσσωτών και των Κληματιανών πελατισσών του. Γίνετε ιδιαίτερα αγαπητός, μιας και ο εύθυμος, ανοικτός αλλά και ευγενικός του χαρακτήρας κατακτά τους νησιώτες, και η προσεκτικά επιλεγμένη ποιότητα των εμπορευμάτων του αναγνωρίζετε και εκτιμάται από τις πελάτισσες του. Μη ξεχνάμε ότι οι ναυτικοί έχουν συνηθίσει τις γυναίκες, μητέρες και κόρες σε πολύ καλή ποιότητα υφασμάτων και ρούχων που φέρνουν, οπότε και είναι απαιτητικές.... τα πανιά του ,λοιπόν ήταν διαλεχτά ( πανάς...!!!)
1963 ανοίγει το πρώτο εμπορικό κατάστημα στη περιοχή ¨Λούκι¨ της Γλώσσα <<ΤΟ ΑΘΗΝΑ΄Ί΄ΚΟ ΠΑΝΥΓΗΡΙ>>, από εκείνο το Μάρτιο και μετά το Λούκι είναι το εμπορικό του στέκι και η Γλώσσα γίνετε ο τόπος του.
Δένετε με τους ανθρώπους, με τη φύση και κυρίως με τη θάλασσα του νησιού, είναι άλλωστε δεινός ψαροντουφεκάς, δημιουργεί δυνατές φιλίες με τους ντόπιους αλλά και τους ξένους δημόσιους υπαλλήλους του χωριού και ερωτεύεται τη Μάχη Θεολόγου με την οποία και αποφασίζει νε δέσει τη ζωή του, κάνοντας τη Γλώσσα δεύτερη του πατρίδα.
Παντρεύονται με τη Μάχη, στις 26 Ιουλίου του 1964 στη Αγ. Παρασκευή, στο Βόλο, το είχε τάξει άλλωστε στη κυρά Αθηνά, τη μάνα του (τη ρίζα του όπως την έλεγε), κι ακολουθεί ένα μεγάλο γλέντι στη πλατεία της εκκλησίας γλέντι βλάχικό και νησιώτικο μαζί ( το 1993 όταν η κόρη του η Αθηνά μετακόμισε στη γειτονιά κοντά στην Αγία Παρασκευή, ακόμα και τότε, για δυο πράγματα της μιλούσαν οι φίλοι του μπαμπά της... για το πόσο όμορφη ήταν η νησιώτισσα νύφη και για το 3μερο γλέντι του γάμου τους...). Στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, στο Βόλο βάφτισε και τα τρία παιδιά του, την Αθηνά, το Γιώργο και τον Αλέξανδρο... είπαμε , η υπόσχεση στη ¨ρίζα του¨ ήταν ακλόνητη...
Στη Γλώσσα λοιπόν, ρίχνει άγκυρα και δημιουργεί.
Το μαγαζί, του πάντα στο ¨Λούκι¨, σημείο αναφοράς για τους Γλωσσώτες, τους Κληματιανούς αλλά και για πολλούς Σκοπελίτες, φέρνει ότι καλύτερο ...εδώ έρχεται και η πρώτη τηλεόραση το 1968 , όπου και θα μαζευτούν πολλοί φίλοι του αλλά και συγχωριανοί για να παρακολουθήσουν το Παναθηναίκο στη πορεία του στην Ευρώπη αλλά και τον <<Άγνωστο πόλεμο>> ...
Φύση ανήσυχος και δημιουργικός, αφήνει τη διαχείριση του μαγαζιού στη Μάχη και καταπιάνεται με πολλές εργασίες... Πρώτα απ όλα εμπορεύεται και τοποθετεί, σε αποκλειστικότητα με την URANIA τηλεοράσεις σε όλο το νησί για τουλάχιστον 2 χρόνια, και στη συνέχεια και σε συνεργασία με παιδικό του φίλο από το Βόλο εμπορεύεται και τοποθετεί πλαστικά δάπεδα και ταπετσαρίες στα σπίτια του νησιού που έκαναν ανακαίνιση, τοποθετεί και επισκευάζει σόμπες πετρελαίου και γενικά ότι καινούριο ανακαλύπτει στο Βόλο, το φέρνει στο νησί, το φέρνει στη Γλώσσα του... Εμπορεύεται μαζί με το πεθερό του, τον Αδάμ, δαμάσκηνα και αμύγδαλα, προμηθεύοντας καταστήματα σε Βόλο και Αθήνα.
Η οικογένεια μεγαλώνει και μαζί οι ανάγκες της, έτσι αποφασίζει ν αφήσει ξανά το μαγαζί στη Μάχη και δουλεύει ως σερβιτόρος σε μαγαζιά κυρίως στο Λουτράκι. Το κέφι του, το έμφυτο ταλέντο του στην επικοινωνία και η εξωστρέφεια του χαρακτήρα του τον κάνουν περιζήτητο, συνεργάζεται με τον Ηλία Σπύρου και κάνουν τη ταβέρνα <<ΤΟ ΣΤΕΚΙ >> σημείο αναφοράς για το νησί... ένα μαγαζί που ανάβει, κυριολεκτικά φωτιές στη διασκέδαση των ντόπιων και των τουριστών, με γλέντι που όλοι όσοι πέρασαν από εκεί έχουν να τα θυμούνται...
Αξιοποιεί το ταλέντο του στη ζωγραφική και δημιουργεί πινακίδες και ταμπέλες για τα μαγαζιά σχεδόν σε όλο το νησί…
Στα τρία του παιδιά, την Αθηνά, το Γιώργο και τον Αλέξανδρο, τις αδυναμίες του (¨ποτέ δε μας μάλωσε, ποτέ δε σήκωσε χέρι πάνω μας¨ λέει ο Γιώργος ¨ποτέ¨ ...¨έβαζε καμιά φωνή όταν αναστατώναμε το κόσμο¨ λέει ο Αλέκος ¨αλλά ως εκεί¨) μιλούσε για την Αγ. Παρασκευή, τους Βλάχους και κυρίως την αξία της γνώσης και της μάθησης. Δεν είχε καταφέρει, λόγω πολέμου και κατοχής να τελειώσει το δημοτικό σχολείο και το έφερνε βαρέως ( πήρε το απολυτήριο του δημοτικού το 1974 με μια ειδική ρύθμιση του Υπ. Παιδείας). Ήθελε, λοιπόν τα παιδιά του να σπουδάσουν, ν αγαπήσουν τη μάθηση... ν ανοίξει το μυαλό τους... και τα κατάφερε και τα τρία του παιδιά σπούδασαν. Στο δημοτικό σχολείο της Γλώσσας κάθε φορά που είχε κάποια ανάγκη , ήταν παρών, μέλος του πρωτοποριακού για τις μέρες του, Συλλόγου Γονέων ( ήταν άλλωστε και η μόνη εμπλοκή του στα κοινά, παρότι πάντα νοιαζόταν και πρόσφερε στη κοινωνία της Γλώσσας)... μαζί με το δάσκαλο Χρ. Παπαίώάννου, έφτιαξαν τη θεατρική σκηνή που υπάρχει ως σήμερα , για να ανεβάζουν τις παραστάσεις τους οι μικροί πρωταγωνιστές.
Με τη γυναίκα του και τα παιδιά του έκαναν ταξίδια κι εκδρομές σε κάθε τους ευκαιρία. Πρώτα απ όλα στο Βόλο, όπου και οι σχέσεις του με την οικογένεια και τους φίλους του ήταν ισχυρές και καλλιέργησε αυτές τις σχέσεις μυώντας και τα παιδιά του ως συνεχιστές ή ακόμα φιλοξενώντας πάρα πολλούς συγγενείς, φίλου και συνεργάτες στου στο σπίτι του στη Γλώσσα ( ΄΄ τα καλοκαίρια, σχεδόν πάντα, είχα κόσμο¨ λέει η κυρία Μάχη ¨φίλους και συγγενείς απ το Βόλο, συνεργάτες μας στο μαγαζί, νομίζω ότι με αυτό το τρόπο ο Βασίλης κρατούσε τους δεσμούς του με το Βόλο και τη βλάχική φυλή του... όταν πηγαίναμε εκεί μιλούσε βλάχικα με την οικογένεια και τους φίλους του... στην αρχή θύμωνα γιατί νόμιζα ότι το έκανε για να μην καταλαβαίνω τι λένε, ειδικά με τη μητέρα του, όμως αργότερα κατάλαβα ότι αυτό ήταν η ανάγκη του να γυρνάει στη ρίζα του αφού ήταν μακριά..
Κομμάτι του χαρακτήρα του και η φιλοξενία...( ¨δεν υπήρχε δάσκαλος, αστυνομικός, γιατρός ή άλλος υπάλληλος ή δημόσιος λειτουργός που να μην είχε κάνει το σπίτι μας σπίτι του,¨ λέει η Αθηνά, ¨θυμάμαι να λέει η μαμά μου τ απογεύματα, ¨πήγαινε στο μαγαζί κι αν ο μπαμπάς πει ότι θα έρθει με παρέα το βράδυ έλα να μου το πεις να μαγειρέψω, μη γίνουμε και ρεζίλι !!!)
Ήταν γλεντζές , όλη η Γλώσσα αλλά και το Κλήμα και η Σκόπελος έχουν να λένε για τα γλέντια που διοργάνωνε ...Μαζί με το Γιώργο Πολύζο, το Χρήστο Παπαίώάννου, το Νίκο Κωνσταντίνου τον Αλέκο Κρασσά , το Νίκο Ορφανο(Νερουλά), το Πελάγιο Κοντό και πολλούς άλλους φίλους του, μαζευόνταν σε σπίτι ή σε κάποιο ανοιχτό χώρο και γλεντούσαν με τη ψυχή τους... γλέντια τρικούβερτα... Ήταν άλλωστε και πολύ καλός χορευτής, ειδικά στο ζεϊμπέκικο είχε μυηθεί άλλωστε στη Σκάλα του Μιλάνου και τ άλλα ρεμπέτικα στέκια του Βόλου.
Στο Βόλο μυήθηκε και σε μια ακόμα αδυναμία της ζωής του, τις μηχανές... Αγαπούσε με πάθος τις μηχανές, ήταν δεινός αναβάτης και η θρυλική μηχανή του με το καλάθι της δίπλα είχε γίνει μέσω μεταφοράς για πολλούς Γλωσσώτες , που ήθελαν να πάνε Σκόπελο και ειδικά σε δύσκολες στιγμές. Με τη θρυλική μηχανή του η BMW μεταφέρθηκαν έγκυες και μικρoτραυματίες στους γιατρούς στη Σκόπελο , όταν στο χωριό δεν ήταν ο αγροτικός γιατρός. Δίδασκε στους μικρούς Γλωσσώτες αναβάτες το σωστό τρόπο οδήγησης μηχανής, τους μάθαινε πρώτα να σέβονται τη μηχανή και μετά να προσέχουν τον εαυτό τους... Είναι πάρα πολλά τα νέα παιδιά που έμαθαν να οδηγούν <<απ΄ το μπάρμπα το Βασίλ΄>>. Είχε άλλωστε μεγάλη αγάπη για τα παιδιά, μαζεύονταν στο Λούκι τα μικρά της γειτονιάς κι είχε πάντα καραμέλες <<σαν σεν>> κόκκινες και πράσινες να τα κεράσει, μέχρι και μπάλα έπαιζε μαζί τους... Χρόνια αργότερα, όταν τα δύο του εγγόνια , ο Κωνσταντίνος κι ο Βασίλης κατεύθυναν, τα καλοκαίρια, στη Γλώσσα , τότε το Λούκι θύμιζε πιο πολύ με παιδότοπο, είχε παγωτά στο μαγαζί για να τα πουλάει, αλλά τα περισσότερα τα κερνούσε στα πιτσιρίκια...
Μεγάλη του αγάπη και η θάλασσα, ήταν δεινός ψαροντουφεκάς και δεν έχανε ευκαιρία να ψαρεύει και να γεμίζει τα ψυγεία τα δικά του και των φίλων του με ψάρια. Δεν είχε βάρκα αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα, οι φίλοι του έβαζαν τη βάρκα κι εκείνος το ψαροντούφεκο και πάντα η ψαρία ήταν πλούσια.. .Δίδυμο θαλασσινό με το Γιώργο Φηύγα, έφερναν τις καλύτερες ψαριές στη Γλώσσα.
Ευτύχησε να χαρεί τους γάμους και των τριών παιδιών του και να μεγαλώσει τα δυό από τα πέντε του εγγόνια.
Έφυγε χτυπημένος απ το καρκίνο του πνεύμονα, στις 31 Οκτωβρίου 1999 μετά από τρίμηνη μάχη, χωρίς να χάσει στιγμή το χιούμορ του, ακόμα και στις δύσκολες στιγμές της νοσηλείας του συνέχιζε να είναι το πειραχτήρι που ήταν πάντα και να έχει αστείρευτο χιούμορ.
Η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής στο Βόλο, το είχε ζητήσει ο ίδιος από τη Μάχη του, λίγο πριν φύγει, να ¨γυρίσει στη κοντά στη ¨ρίζα του¨…
ΣΧΟΛΙΑ