ἤ Γύρω ἀπὸ μιὰ πρώτη ἀναγνωση τοῦ βιβλιου του Δικηγόρου κ. Κων. Ν. Κοσμᾶ, Σκοπέλου Μνῆμες Σκόπελος 2021σ. σ. 311
Ἀδελφοὶ καὶ πατερες, ἀξ. κ. Δήμαρχε καὶ ἐκλεκτοὶ κ. Δημ Σύμβουλοι, προφιλεῖς μου Σκοπελίτες καὶ φίλοι τοῦ νησιοῦ μας, Θὰ ἤθελα νὰ ξεκινήσω μὲ μιὰν ἐξομολογηση, ἡ ὁποία-καθὼς θὰ δεῖτε-ἔχει ἄμεση σχεση μὲ τὴν ἀποψινή μου παρουσία, ἡ ὁποία καὶ ἐλπίζω νὰ φανεῖ χρήσιμη
Στὶς πρῶτες μέρες, λοιπόν, τοῦ χρόνου που διανύουμε, βρέθηκα στὸ ἰατρεῖο τοῦ προσφιλοῦς μου ζεύγους Μαρίας Σάββα καὶ Λευτέρη Γκολια. Ἐκεῖ, λοιπόν, πρωτοεῖδα τὸ βιβλιο αὐτό τοῦ κ. Κοσμᾶ, τὸ ὁποῖο καὶ εὐχαρίστως μοῦ δανεισε ἡ κ. Μαρία Σάββα-στὴν ὁποία καὶ ἦταν κι ἀφιερωμένο, ἐνῶ ἀργότερα μοῦ τὸ χάρισε κι ὁ συγγραφέας του
Μὲ ἐμφανῆ περιέργεια τὸ ξεφύλλισα, λοιπόν, διαπιστώνοντας μὲ μεγαλη μου συγκίνηση τὴ συναντησή μου μὲ τὸν συγγραφέα, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας, Καὶ ἀναφέρω τὴ λέξη συναντηση, γιατὶ καθὼς διαβασα τὴν περιγραφή του «Στὴν Ἁγία Μονή» ἀναρρίγησα. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ μαζὶ ζησαμε κάποιες κορυφαῖες καὶ λησμονημένες σήμερα, ἤ ἀφημένες στὸ περιθώριο, στιγμὲς ἀπὸ τὸ παλιὸ γνήσιο Σκοπελίτικο πανηγύρι. Τὸ πανηγύρι ποὺ τὸ στολίζουν οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, ἀλλὰ καὶ ἡ γνήσια φροντίδα τῶν έπιτελούντων, ὤστε νὰ δώσουν κομμάτια τῆς καρδιακῆς τους προσφορᾶς καὶ φιλοξενίας, ὅπως ὁ παππᾶς μοιραζει τὸν ἄρτο καὶ τὸ ἀντίδωρο. Κι εὐχαριστῶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὴν τιμημένη οἰκογένεια τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ συγγραφέως, δηλ. τὸν ἀειμνηστο Γιῶργο Κοσμᾶ καὶ τὴν σύζυγό του Εὐλαλία Κοσμᾶ, γιὰ τὰ ἀθανατα βιωματικὰ νάματα μὲ τὰ ὀποῖα καὶ πότισαν τὴν ψυχή μου, τὴν ἱερατική μου ψυχή, ποὺ πρωτοβημάτιζε στὸ χῶρο καὶ τὸ χορὸ τῆς ἱερωσύνης.
Ἑπομένως τὸ ἀφήγημά του «Στὴν Ἁγία Μονή», μὲ σήμάδεψε καὶ μὲ μὲ ἐπέστρεψε σὲ ὄμορφες, ταπεινές, ἀλλὰ καὶ ἀρχοντικὰ φορτισμένες μέρες, ὅπου ἡ γνησιότητα, ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ φιλοτιμία δὲν εἶχαν χαθεῖ. Δὲν θὰ Σᾶς πῶ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μὲ εύγλωττία καὶ πειθαρχημένο ὕφος ἀναφέρει ὁ συγγραφέας, μόνο θὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ τὸ πόσο συγκινοῦμαι ὅταν θυμηθῶ τὸ τραπέζι ἀπολείτουργα στὸ κελλὶ μὲ τὰ πλούσια καὶ καλομαγειρεμένα ἐδέσματα, ἀλλὰ καὶ τὸν συγχωρεμένο τὸν μπάρπα Νίκο τὸν Κοσμᾶ νὰ «κονταστέρνει» μὲ τὸν ψάλτη, τὸν Μῆτσο τὸν Βλάχάκη, τὸ ποιὸς θὰ πεῖ καλύτερα τὸν ἀμανέ….Φυσικὰ εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀπαραίτητος, κατὰ τὸν μεγαλο μας Παπαδιαμαντη-ποὺ ἀπὸ κεῖ ποὺ βρίσκεται μὰς παρακολουθοῦσε- οἰνοποσία, ποὺ ραντίζει μὲ σταγόνες εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς αὐτὲς τὶς συνεστιάσεις. Προσωπικὰ εὐχαριστῶ τὸν σ. ποὺ μὲ ἐπεστρεψε σὲ κεῖνες τὶς ἄχραντες στιγμές. Γι’αὐτὸ καὶ δὲν εἶπα τίποτε ἄλλο γιὰ τὸ ἀφήγημα αὐτό, περιμένοντας ἀπὸ τὸν ποτισμένο μὲ ἀειδύνητο νοσταλγία ἀναγνώστη νὰ τὸ διαβάσει προσεχτικά καὶ νὰ δεηθεῖ-ὅποιος τὸ ἐπιθυμεῖ -γιὰ πολλὰ πρόσωπα ποὺ ἀναχώρησαν καὶ σήμερα μᾶς ἀντικρύζουν ἀπὸ τὸν εὑρὺ φεγγίτη τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγα νὰ μὴ συνεχίσω νὰ πῶ περισσότερα, γιατὶ ὅ, τι σὲ ἀναπάυει, σοῦ φτανει, σοῦ ἀρκεῖ. Ὅπως στὰ μεγαλα δεῖπνα: σὲ ἰκανοποιεῖ ὅ, τι γεύεσαι καὶ σ’ευχαριστεῖ. Ὅμως μὲ ἐντυπωσίασαν πολὺ, δύο ἀκόμα ἀφηγήματα τοῦ ἐν λόγω βιβλιου καὶ λέω νὰ σταθῶ δ’ὀλίγον καὶ σ’αὐτὰ μὴ περιφρονώντας, φυσικά, τὰ ὑπόλοιπα, γιὰ τὰ ὁποῖα θ’ἀναφερθῶ στὸν ἐπιλόγό μου
Συζητώντας, λοιπόν, πρὶν ἀπὸ 4 δεκαετίες μὲ τὸ σοφό καὶ φιλίστορα συνάδελφο τοῦ κ. Κοσμᾶ, τὸν ἀείμνηστο Δικηγόρο Σωτήριο ἤ Σῶτο Δημτριάδη γιὰ τὰ ὅσα ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς διαφόρους ἱστοριογραφους, περιηγητές κ. λ. π. περὶ τῆς ἐρημώσεως τῆς Σκοπέλου τὸ 1538 ἀπὸ τὸν Μπαρμαρόσα, ἐκεῖνος πολὺ σωστὰ καὶ εὐστροφα μοῦ εἶπε, πὼς εἶναι λάθος αὐτό, γιατὶ σώθηκαν τὰ τοπωνύμια π. χ Σταφυλος, Ἀγνωντας, Πανορμος, Σελινουντα κ. α ἀσφαλῶς. Κι ἐδῶ θέλω νὰ ἐπιμείνω καὶ νὰ πῶ, τὸ πόσο χρήσιμη εἶναι αὐτὴ ἡ ἔκδοση τοῦ βιβλιου τοῦ κ. Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος μᾶς διασώζει ἕνα πλῆθος τοπωνυμίων, τῶν ὁποίων ἡ ὀνομασία ποὺ τοὺς πρωτοδόθηκε χάνεται μέσα στὶς στοιβαδες τοῦ χρόνου. Ὡστὸσο, πρέπει νὰ παρατηρήσουμε, πὼς αἰῶνες τώρα ἐπιμένουν νὰ μνημονεύονται Καὶ μάρτυρας ὅλων αὐτῶν εἶναι τὰ ὅσα δικαιοπρακτικὰ ἔγγραφα σώθηκαν ἀπὸ τὸν 17ο αἰ. ἴσαμε σήμερα.
Μὲ μεγαλη προσοχὴ διαβασα, τὸ συναξαρι-ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὁ ὄρος-, τῶν τοπωνυμίων ποὺ θησαυρίζονται στὰ ἀφηγήματα ὁδοιπόρος τῆς Νύχτας-μιὰ καθαρὰ παιδικὴ καὶ περιπετιώδης αὐτοβιογραφικὴ καταθεση τοῦ σ. μιὰν ἀνοιξιάτικη νύχτα τοῦ Μάη. Ἐκεῖ, λοιπόν, ὁ ἀναγνώστης θὰ βρεῖ πληροφορίες, ποὺ μήτε τὶς ἔχει ἀκουστά ἤ ἐλαχιστοι τὶς γνωρίζουν. Ἔτσι, ἀφοῦ καταγράφονται στὸ ἀφήγημα ὅλα σχεδὸν τὰ τοπωνύμια ἀπὸ τὸν Καλόγερο ἴσαμε τὴ Χώρα, συνάμα ἀναφέρονται καὶ κάποιες παραδόσεις, ὅπως τὸ βρυκολάκιασμα τῆς Μπελαβράταινας-γόνου παλιᾶς σκοπελίτικης ναυτικῆς οἰγογένειας- ἡ αὐτοκτονία τοῦ Γερο-Δουκα, ποὺ κρεμαστηκε, ἀλλὰ καὶ οἱ Νεράϊδες ποὺ ἔβγαιναν τὴ νύχτα. Ὅμως οἱ ὀνομασίες τῶν τόπων ἔχουν μιὰν ἄλλη χάρη, γιατὶ διακρατοῦν μέσα τους ἱστορικὲς ἤ ἄλλες μνῆμες. Μνῆμες ἐξαπαντως πολὺ χρήσιμες. Ἔστι, ἡ ἀναφορὰ τῶν τοπωνυμίων, «Καραγιαννέϊκα», «στὶς κολοκυθιές στὸ Ρέμα», «Παρλιαρέϊκα», «Παραστἰτσις», «Κεντριᾶς», «τ’Φραγκλάκ’ ἡ λάκα», «τ’Παπποῦ», «Τσκαλὰ ἡ βρύσ’» κ. ἄ ἀκόμη ἀποτελοῦν καὶ εἶναι ἕνας γλωσσικὸς θησαυρός. Τὸ πλέον δὲ σημαντικὸ σ’αὐτὸ τὸ ἀφήγημα εἶναι τὰ βιώματα ποὺ συναξε-μικρὸ παιδὶ καθὼς ἦταν- ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁδοιπορία. Περριγραφὴ ποὺ ἀσφαλῶς θυμίζει Ππδ. «Ὁ ἥλιος ἦτον ὣς δύο καλαμιὲς ὑψηλά, ὅταν ἐξῆλθον εἰς τοῦ Γιατροῦ τ᾽ Ἀμπέλι, εἶτα ἔφθασαν εἰς τὰ Βουρλίδια, εἶτα ἀνῆλθον ἀσθμαίνοντες εἰς τοῦ Ματαρώνα τὸν Πεῦκον, ὅστις ἵστατο τότε ἀκόμη ἐκεῖ καὶ εὐηργέτει τοὺς ὁδοιπόρους μὲ τὴν παρήγορον σκιάν του εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὑψώματος,
Ἐκεῖθεν ἀνῆλθον εἰς τὸ Πετράλωνον καὶ εἰς τοῦ Σταμέλου τὴν Βρυσούλαν, καὶ ἀνέβησαν δι᾽ ἀνωφεροῦς ὁδοῦ εἰς τοῦ Κανάκη τὴν Βρύσιν καὶ διὰ τῆς Κλινιᾶς κατῆλθον εἰς τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα…Ἀλήθεια, πόση συγγένεια κρυβουν τὰ παραπανω παπαδιαμαντικὰ λογια μὲ τὰ ὅσα μᾶς φιλέυει κι ἡ χαριτωμενη πένα τοῦ σ. ὅπως π. χ. αὐτὸ τὸ ἐλαχιστο ποὺ παραθέτω: «Καὶ γύρισε δεξιὰ παίρνοντας τὸν κατήφορο πρὸς τὰ καλλιεργημένα πλέον μέρη τὰ Στεφανια…κατεβαίνοντας τὸ ματι του ἔπεσε πρῶτα στὸν ἀσημόκορφο ἐλαιῶνα τοῦ Γλυστεριοῦ κι ἄρχισε νὰ τὸν διατρεχει…ἀνηφορίζει…καὶ τὸ μάτι του πέφτει πάνω στὸ κάτασπρο καλύβι, τὸ κτισμένο σχεδον πάνω στὸ βραχο , ἐνῶ λίγο πιὸ πέρα στὴ γωνιὰ τῆς κορυφῆς ἑνὸς τεραστιου καλλιεργημένου τετράγωνου στὸ κάτασπρο ξωκκλῆσι τ’Ἁη Γιαννιοῦ στὸ Νησί….καὶ χωρὶς νὰ τὸ κατλάβει ἔφτασε πάνω «ἀπ’τσ΄καλὰ τὴ βρύσ».
Ὄμως ἐκεῖ ποὺ διακρίνει κανεὶς μὲ λεπτομερεια θαυμαστὴ, τὸν θησαυρὸ τῶν τοπονυμίων μας εἶναι στὸ διαλεχτὸ ἀφήγημα «Ὁδοιπορικὸ στὸ βουνὸ τῆς Σκοπέλου», ὄπου καὶ ταμιεύονται μὲ ἀληθικὴ ἀγαπη καὶ μὲ βιωματικὴ ἐμπειρία, μιὰ σειρὰ ἀφάνταστων σὲ ἀξία Σκοπελίτικων τοπωνυμίων, ποὺ ἐξαπαντως ἀποτελοῦν καὶ εἶναι ἡ ἀσφαλὴς ταυτότητα, τὴν ὁποία, αἰῶνες τώρα, διακρατεῖ, ὡς ἄλλο οἰκοσημο, τὸ νησί αὐτό. Ἀναφερω μερικά «Ρεβυθι», «Στεφανια», «Τζιλαλὴ τού ρέμα». «Τζιλαλὴ ἡ βρυσ’», «Τ’Ρεμπακ’ἡ βρύσ’», «Κακιὰ πλευριά», «Κότσικας», «Βέτζα», «Ντιμένικα», «Λαγούδι», «Τ’Πακιᾶ οἱ λακες», «Καματερό», «Πηγάδια», «Καγκέλια τ’Ἁη Λιᾶ» κ. α. Καὶ θυμίζω ἐδῶ πὼς κάποια ἀπὸ τοπωνύμια αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ὀνομασία τους ἀπὸ λησμονημένες παλιὲς σκοπελίτικες οἰκογένειες, ὅπως ἡ οἰκογένεια Ντιμενικα, ποὺ τὸ σπίτι της ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ἀρχοντικὸ Βακράτσα ἤ τὰ Πηγαδια ποὺ μαρτυροῦνται ἀπὸ τὸν 18ο αἰ. ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τοῦ Ρεμπάκη
Τέλος θὰ ἤθελα νὰ πῶ καὶ δυὸ λόγια γιὰ τὰ παρωνύμια , τὰ παρατσούλια δηλ. ποὺ θησαυρίζονται στὸ βιβλιο αὐτό
Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ππδ. τὰ χρησιμοποιεῖ στὰ διηγηματά του, βλ. π. χ Σκέυω Σαβουρόκοφα, Σταχομαζώχτρα, Ζμαροχαφτης κ. ἄ καὶ μάλιστα ἔχει γραφεῖ εἰδικὴ μελετη πάνω σ’αὐτά. Ἑπομένως αὐτὰ τὰ παρωνύμια, ποὺ θησαυρίζονται στὰ διηγηματα τοῦ βιβλιου αὐτοῦ εἶναι ἄξια προσοχῆς, ἀφοῦ τὸ καθενα ἀπὸ αὐτὰ διακρατεῖ τὴ δική του ἱστορία. Ἔτσι, ὅταν ἀναφέρονται τὰ παρωνύμια Φανιᾶς, Ζεμπίλης, Μαντρικός, Μαυρίλας, Γιανναρος, Γαλιαντρα, Πλασένιος ἤ Μπερουλίνας, τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἀνακαλεῖ στὴ μνημη μας προσωπα, συμπεριφορές καὶ πρακτικὲς ἀπὸ τὸ βίο τους. Παράλληλα, δὲν παύουν ν’ἀποτελοῦν καὶ μιὰ ἰδίοτυπη πινακοθηκη σκοπελίτικων προσωπογραφιῶν. Κι ἄς μὴ ξεχνᾶμε, πὼς ἀρκετὰ σημερινὰ παρωνύμια ἔχουν γίνει ἐπίθετα, ὅπως τὰ Ξαφτάκης, Μπούμης, Ντελαρόκας, κ. α.
Καὶ ἀποσώνοντας αὐτὴ τὴν ὀχληρή μου παρουσίαση θὰ ἤθελα νὰ καταθεσω, πὼς μεγαλη ἐντύπωση προκαλοῦν στὸν ἀναγνώστη, τόσο τὸ εὐκατανυκο ἀφήγημα « Μιὰ λειτουργία ἀλλιωτικη ἀπὸ τὶς ἄλλες», ποὺ ἀφορᾶ μιὰν ἐπισκεψη στὸν Ἄθωνα τοῦ σ. , ἐνῶ πολὺ ἐντυπωσιακὸ εἶναι καὶ τὸ χρονικὸ τῆς ἐπισκέψέως του στὴν Κυρα-Παναγιὰ, στὸ γειτονικὸ Μετόχι τῆς Λάυρας, μὲ ἀφορμὴ τὴν πανήγυρι τοῦ ἐκεί ἡσυχαστηρίου
Θὰ ἦταν μεγαλη ἡ ταλαιπωρία σας ἄν στεκόμουν μὲ δέουσα λεπτομέραια σὲ αὐτὲς τὶς σελίδες μοὺ εὐωδιαζουν μοσχολίβανο, ἁπλότητα καὶ εὐφρόσυνο τραπεζα πανηγυρική.
Θὰ κλείσω μὲ ἕνα παράθεμα τοῦ σ. ποὺ θυμίζει σελίδες ἀπὸ τὰ ἐξαισια Παγανὰ, μιᾶς νουβέλας δηλ. τοῦ Μυριβήλη, καὶ ἰχνογραφεῖ μὲ ζωντανὰ χρώματα τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἀμαχη τῶν παλιῶν Σκοπελίτῶν ἀγροτῶν. Εἶναι κάποια ἀπὸ τὰ ἀθανατα καὶ ἁγιασμένα βιώματα τοῦ σ. ποὺ τὸν τιμοῦν, πιστεύω, δεόντως.
«Βλέπω μέσα στὰ σύνεφα τῆς μνήμης μου ἀνθρώπους ἀγαπημένους, ποὺ πολλοὶ ἀπ’αὐτοὺς δὲ βρίσκονται πλέον στὴ ζωή. Βλέπω τὶς φλασκες μὲ τὸ κρύο τὸ νερὸ καὶ τὸ κρασί καὶ τοὺς ντροβαδες μὲ τὸ λιγοστὸ φαγητὸ τῶν γεωργῶν…Ἀκούω τὶς φωνὲς τοῦ μπάρμπα –Κωστή, ποὺ μὲ μαεστρία κατευθύνει τὰ δύο καματερά του στὸ ὄργωμα τῆς λάκας ἤ τὶς φωνὲς τῶν θεριστάδων τὸ καλοκάιρι…βλέπω ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους καθισμένους κάτω ἀπ’τὸν ἴσκιο τῆς μπαμπακιᾶς νὰ κολατσίζουν…» Εἰκόνες δηλ. ποὺ δὲ λησμονᾶς εὔκολα, ἀλλὰ τὶς τιμᾶς. Γι’αὐτὸ καὶ μὲ ἐμφανῆ συγκίνηση, ἀλλὰ καὶ εἰλικρίνεια, μᾶς ἐξομολογεῖται στὸν προλόγο του ὁ σ. «Ἡ ἀγαπη [γιὰ τὴ Σκόπελο]ὑπῆρχε ἀπ τὴν ἀρχήΜεγάλωνε καθὼς μεγάλωνε ὁ ἄνθρωπος. Ἐμπλουτίστηκε ἀπὸ οἰκογενειακὲς διδαχές, παραστάσεις, πρακτικές….Γιγαντώθηκε ὅμως ὅταν ἦλθε ὁ χωρισμὸς κι ἔμειναν οἱ θύμησες, Θύμησες γιὰ ὀμορφιές ἀνυπέρβλητες, γιὰ δράσεις καὶ πράξεις σκοπέλίτικες μοναδικές, Γιὰ ἀκούσματα. Γιὰ μύθους»
Ἐπισημαίνω δὲ ἐδῶ, πὼς ὄλα τὰ κέιμενα τοῦ βιβλιου αὐτοῦ γραφτηκαν στὴν Ἀθήνα. Σᾶς λέει, ἄραγε, τίποτε αὐτό; Τὰ συμερασματα δικα σας.
Σᾶς εὐχαριστῶ καὶ ζητῶ τὴν ἐπιέικειά σας γιὰ τὸ ἄτεχνο καὶ κουραστικὸ τῆς ὁμιλίας μου.
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ