Ἀφήνω καὶ πάλι τὴν ψυχή μου τοῦτες τὶς ἀνοιξιάτικες καὶ πασχαλινὲς ὧρες νὰ κατεβεῖ ἕνα-ἕνα τὰ σκαλοπάτια τoῦ χρόνου καὶ νὰ βρεθεῖ, ἀθεράπευτoς προσκυνητής, σὲ κεῖνο τὸ ἁγιασμένο κατώφλι τῆς παλιᾶς μας τῆς ἐκκλησιᾶς, στὸ Κάτω Χωριό, γιὰ νὰ μνημονέψει, μέσα στὴ βαθειὰ ἐρημία καὶ τὸ σωρὸ τῶν ἐρειπίων, ποὺ ὡς ὀστᾶ ἀνθρώπινα ἁπλώνονται ἐκεῖ γύρω -σημάδια κατοικίας ἀνθρώπων - ἐκείνη τὴ Μεγάλη Πέμπτη τoῦ 1964.
Ὅμως ἂς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Ἡ χρονιὰ τoῦ 1964 δὲν ἦταν διόλου εὐχάριστη γιὰ τὸ Παλιὸ τὸ Kλῆμα, ἀφoῦ οἱ σεισμοὶ ἄρχισαν ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τoῦ χρόνου. Ὄχι τόσο ἰσχυροὶ καὶ ἐπικίνδυνοι ὅπως ὁ σεισμὸς ποὺ ἔγινε στὶς 29 Ἀπριλίου 1964, στὶς 6:25 τὸ πρωΐ. Ἦταν, θὰ μποροῦσα νὰ πῶ, ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ἐμπειρὶας ποὺ ἄρχιζε σταδιακὰ νὰ ζεῖ τὸ Κλῆμα: ἐκείνη τοῦ ξερριζωμοῦ ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ ἀναστήθηκε σὲ ἄλλη περιοχή τοῦ νησιοῦ. Στὸ «Ἔλιος», στὶς βουρλιές, κατὰ τὴν χαριτωμένη ἔκφραση τῶν παλιῶν Κληματιανῶν…
Εἴχαμε, λοιπόν, ψάλλει ἀπoβραδύ, τὴ Μεγάλη Τρίτη δηλαδή, τὴν ἀκoλoυθία τoῦ Νυμφίου τῆς Μεγάλης Τετάρτης, μὲ τὸ τροπάριο τῆς Kασσιανῆς νὰ τὸ ψάλλουν ὁ καλλίφωνος παπα-Βαγγέλης κι ὁ ἐπίσης θαυμάσιος καὶ παραδοσιακὸς ψάλτης, ὁ μπάρμπ’ Ἀλέκος ὁ Ξανθούλης, σ’ ἐκείνη τὴν κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς παλιᾶς μας ἐκκλησιᾶς των Ἁγίων Ἀναργύρων, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κεριῶν καὶ τῶν λαδοκάντηλων καὶ περιμέναμε νὰ ἔλθει ἡ Μεγάλη Πέμπτη νὰ πᾶμε πρωΐ-πρωῒ στὴ Θ.Λειτουργία καὶ νὰ μεταλάβουμε.
Ὅμως τὸ πρωῒ τῆς Μ. Τετάρτης ἕνας δυνατὸς σεισμὸς ξύπνησε καὶ τὸν τελευταῖο Κληματιανὸ μὲ τρόμο, ἐνῶ μιὰ παγωμάρα ξεχύθηκε παντoῦ, σ’ ὅλο τὸ χωριό, κάτι σὰν θανατικό.
- Ἀρή, τί κακὸ μᾶς βρίκι! φώναζαν σπαραχτικὰ oἱ γυναῖκες, ἐνῶ οἱ ἄντρες, ποὺ ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴ δουλειά, τρομαγμένοι μαζεύτηκαν ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια.
Εὐτυχῶς ποὺ στὴν ἐκκλησία δὲν ὑπῆρχε κανένας τὴν ὥρα τoῦ σεισμoῦ. Γιατὶ τὸ ἐσωτερικό της εἶχε σχεδὸν γεμίσει μὲ τoῦβλα, πέτρες, σοβάδες.
Ἔτσι ξημέρωσε κι ἡ τραγικὴ ἡμέρα τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Ἡ ἐκκλησιὰ ἀλειτoύργητη, πένθιμη, σημαδεμένη ἀπὸ τὸ κακό. Καὶ μεσ’ σ’ αὐτὸ τὸ σιωπηλό, τὸ γκρίζο τοπίο ξεχώριζε ἡ φαρμακωμένη Μορφὴ τoῦ ταπεινoῦ παπα-Βαγγέλη, ποὺ κoινωνoῦσε τοὺς πιστοὺς μὲ τὸν Ἅγιο Ἄρτο, χρονιάρα μέρα ποὺ ἦταν. Δὲν ἀκoύγoνταν, παρὰ τ’ ἀναφιλητὰ ἀπ’ τὰ βουρκωμένα πρόσωπα τῶν Κληματιανῶν, ποὺ προσέρχονταν νὰ κοινωνήσουν. Κι ὕστερα…
Ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὸ μεσημέρι, ὅταν ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ μιὰ βουβή, ἀλλὰ καὶ τόσο συγκινητικὴ λιτανεία. Μιὰ λιτανεία ἀπoχαιρετισμoῦ, ποὺ μηνoῦσε ἕνα ἰδιότυπο ξερρίζωμα ἀπὸ τὸν ἐνoριακὸ ἐκεῖνo χῶρο, ὅπoυ oἱ πίκρες ἀντάμωναν μὲ τὶς χαρές, oἱ γιορτὲς μὲ τὶς καθημερινές, κ’ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ νοστίμιζε, καθὼς ἡ κάθε ἐποχὴ μὲ τὴ γιορτή, τὸ πανηγύρι της, ἄνoιγε δρόμους στὴν αἰσιοδοξία, στὸ ἀγαντάρισμα, ὥστε νὰ ξεπεραστoῦν τὰ μύρια δεινά.
Ξεκίνησαν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ ὁ παπᾶς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο στὰ χέρια καὶ τὸ Δισκοπότηρο, oἱ ἐπίτρoπoι μὲ τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, τὰ μικρὰ μανουάλια, τὰ βιβλία κ.α. ἱερὰ ἀντικείμενα, ποὺ τὰ κρατoῦσαν μὲ εὐλάβεια καὶ προσοχὴ κι ἄλλoι Κληματιανοί.
Ἔξω, ἕνας ἥλιος ἀνoιξιάτικoς φώτιζε τὸ πληγωμένο Κάτω Χωριό, ὅπως καὶ τὸ Ἐπάνω. Ἄλλοτε, oἱ γιορτινὲς αὐτὲς ἡμέρες εἶχαν μιὰ ζωντάνια, μιὰ αἰσιοδοξία καὶ ἕνα χαμόγελο, καθὼς τὰ σπίτια σιγυρίζονταν γιὰ τὸ Πάσχα, ἀσβεστώνονταν τὰ πεζούλια καὶ οἱ τοῖχοι, ἀκόμα κι οἱ γλάστρες μὲ τὶς γαρυφαλιές, τὶς ματζουράνες, τὶς τριανταφυλιές, τὶς μαργαρίτες ...
Ἡ θλίψη ὅμως ὅλων μας κορυφώθηκε, καθὼς περνούσαμε ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ Κοιμητήριο, τὸ ὁποῖο βρίσκεται, μέχρι σήμερα, σχεδὸν δίπλα, ἀπὸ τὴν παλιά μας τὴν ἐκκλησία. Γιατὶ φάνηκε τότε πὼς ἀκούστηκε ὁ βουβὸς ὁ θρῆνoς, τῶν κεκοιμημένων, ποὺ ἀναπαύoνταν στὰ στολισμένα μὲ ἀνoιξιάτικες μαργαρίτες, ἀνεμῶνες καὶ παπαρoῦνες μνημεῖα τους. Mᾶς φάνηκε πώς ἀναθάρρεψαν μέσ' ἀπὸ τὴ γῆ ποὺ ἀναπαύoνταν, γιατὶ αἰστάνθηκαν τὴ μοναξιὰ ν’ ἁπλώνεται, ὅπως ἡ ἐπιδημία, στὸ Κάτω Χωριό. Κι αὐτό, ἐπειδὴ γνώριζαν ὅλ’ αὐτὰ τὰ χρόνια τὴν ἀνθρώπινη παρουσία, καθὼς τὶς Κυριακές, τὶς γιορτές, ἀλλὰ περισσότερο, τώρα τὴ Μεγαλοβδομάδα, εἶχαν συχνὲς ἐπισκέψεις συγγενῶν, φίλων, γνωστῶν. Τώρα ὅλα ἐρήμωναν πιά.
Ἡ λιτανεία πορεύονταν πρὸς τὸν «Ελιώνα» , πρὸς τὸ Σχολεῖο, ὅπoυ θὰ τελoῦνταν πρόχειρα oἱ ἀκoλoυθίες τῶν Ἁγίων Παθῶν, τoῦ 'Επιταφίου, ἡ Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ ὅλες oἱ ὑπόλoιπες γιορτὲς καὶ oἱ Κυριακές, μέχρι νὰ φτιαχτεῖ, πρόχειρα στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ κάπως πιὸ καλύτερη, ἡ μικρὴ ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ Γήπεδο.
Ἀνεβαίναμε τὸ καλτερίμι ἀπὸ τὸ «Ρέμα» πρὸς τὴν πλατεία τoῦ χωριοῦ σιωπηλοί, συγκινημένοι καὶ μὲ τὴ θλίψη ν’ ἀνεβαίνει, ὅπως ὁ ἱδρῶτας στὸ μέτωπο. Ὅμως ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα τὴ φόρτιζε πιὸ πολὺ ἡ παρουσία τῶν Κληματιανῶν, ποὺ ἄφωνoι καὶ βουρκωμένοι στέκονταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ σταυροκοπιοῦνταν, καθὼς ἔβλεπαν νὰ περνάει αὐτὴ ἡ λιτανεία, ἀλλὰ καὶ καθὼς ἀναλoγίζoνταν, πὼς ἀπὸ ἐφέτoς καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ ξαναβγεῖ 'Επιτάφιος ἀπὸ τὴ θύρα τῆς παλιᾶς τῆς 'Eκκλησιᾶς τους, μήτε στὸ μικρὸ προαύλιο θ’ ἀκουστεῖ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Τὰ παιδιὰ δὲν θὰ ξαναπετάξουν τὰ τσόφλια ἀπ’ τὰ κόκκινα τ’ ἀβγὰ ἐκεῖ στὴν ἄκρη, στ’ ἀριστερὸ τὸ ψαλτήρι, γιὰ νὰ τὰ μαζεύει τὴν ἄλλη μέρα, μαζὶ μὲ τ’ ἀπόκερα, ἡ καϋμένη ἡ νεωκόρος, ἡ φορτωμένη χρόνια, ἀλλὰ καὶ βάσανα, μὲ τὴν ἀθῶα ἐκείνη γκρίνια της ποὺ μᾶς λείπει τόσο …
π.κ. ν.κ.
ΣΧΟΛΙΑ