(Μὲ φτωχὰ μέσα, μὲ λιτὸ φωτισμό, ἀλλὰ μὲ τὴ συνείδηση τοῦ χρέους ἄγρυπνη κι ἀμείωτη, τιμούσαμε τὶς Ἐθνικὲς Ἐπετείους μας…Ὅπως τὸ 1960, στὶς 25 τοῦ Μαρτίου, στὸ ξεχασμένο σήμερα Σχολεῖο μας, στὸ Κλῆμα).
Στὸν παλιό μου συμμαθητὴ καὶ φίλο τὸν Δῆμο Εὐ. Εὐαγγελινό, τιμὴ καὶ εὐχαριστία
Ἐκείνη τὴν ϊστορικὴ χρονιὰ τοῦ 1960, καθὼς τὸ χωριὸ μυροβολοῦσε ἀπὸ τὰ πρῶτα, τὰ χλωρὰ ἀκόμα τῆς ἄνοιξης άρώματα, ποὺ ξεχύνονταν ἀπὸ τ’ἀνθισμένα δέντρα καὶ λουλούδια, μιὰ ὅμορφη ἀπόβραδη ὥρα, στὴν μεγάλη αἴθουσα τοῦ ἀλησμόνητου ἐκείνου Δημοτικοῦ μας Σχολείου τοῦ παλιοῦ μας χωριοῦ-Σχολικοῦ κτίσματος ποὺ καλώπιζε καὶ συνάμα κοσμοῦσε τὸ χωριό μας- γραφτηκε μιὰ περίεργη σελίδα τιμῆς καὶ σεβασμοῦ στὴν 25η Μαρτίου 1821: Μιὰ κορυφαία γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ἅγια ἡμέρα «ποὺ τὸ Γένος ὀλακερο χαιρετᾶ γονατιστό»
Καθιερωμένο δὲ ἦταν, ὅπως στὶς μεγαλες ἐπετείους αύτές, τῆς 25ης Μαρτίου καὶ 28ης Ὀκτωβρίου νὰ διοργανώνονται γιορτὲς στὸ Σχολεῖο, τὶς ὁποῖες μὲ μεγάλη συγκίνηση καὶ καμάρι παρακολουθοῦσν οἱ Κληματιανοί. Γιατὶ ἔνοιωθαν, πὼς μέσω αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων κάτι τὸ χρήσιμο θὰ πάρουν, ἐκτὸς τῆς ἀναψυχῆς. Ἔτσι,λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ ἀπογευμα τῆς Ἐθνικῆς Γιορτῆς οἱ ἁπλοὶ χωρικοί, ἀφοῦ βολεύονταν-βἀζανε δηλαδή, τὰ καλά τους- κινοῦσαν γιὰ τὸν Ἐλιώνα, ὅπου βρίκσεται τὸ Σχολεῖο. Συνάζονταν, λοιπόν, μέσα στὴν αἴθουσα καὶ περίμεναν ν’ἀκούσουν ἀπὸ τὰ μικρὰ παιαδάκια τῆς Α, Β αὶ Γ΄τάξης τὰ ποιήματα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἔδιναν ἀπὸ νωρίς, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ Μαρτίου, οἱ δάσκαλοι ν’ἀποστηθησουν. Κι ὅταν τελείωναν αὐτά, ἄρχιζαν τὰ τραγούδια «ὅλη δόξα.ὅλη χάρη, ἅγια μέρα ξημερώνει…», «Κατω στοῦ Βάλτου τὰ χωριά» κ. ἄ. Κι ὕστρα ἐρχότανε ἡ μεγαλη ὥρα τῆς παρουσίασης ἑνὸς θεατρικοῦ ἔργου, γραμμένου πάνω στὸ νόημα τῆς ἡμέρας.
Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ προσπάθεια τῶν δασκάλων ἦταν ἡ πρώτη διδασκαλία ὑποκριτικῆς ἤ τῆς τέχνης τοῦ ἠθοποιοῦ, ποὺ ἔπαιρνε ὁ κάθε μαθητής, τὴν ὁποία ἄν ἤθελε μποροῦσε καὶ νὰ τὴν ἀξιοποιήσει κάποτε. Γι’αὐτὸ καὶ παιδευόμασταν ἀρκετὲς μέρες νὰ μάθουμε τὸ ρόλο μας, νὰ τὸν ἀποστιθησουμε , νὰ κάνουμ ε τὶν ἀπαραίτητες πρόβες πάνω στὴ σκηνή, νὰ μὴν μπερδευόμαστε καὶ νὰ εἴμαστε αὐστηρὰ συγκρατημένοι, ὥστε νὰ παρουσιαστεῖ ἕνα ὑπέροχο σύνολο, φυσικά, σύμφωνα μὲ τὰ μέσα ποὺ διαθέταμε. Γιατὶ ἠλεκτρικὸ φῶς δὲν εἴχαμε. Μὲ λάμπες καὶ λούξ φωτίζονταν ὁ χῶρος. Μήτε καὶ τὸ πλέον ὑποτυπωδες «βεστιάριο» ὑπῆρχε. Ἄς εἶναι ἀναπαμένες οἱ μαναδες μας καὶ κάποες μοδίστρες τοῦ χωριοῦ, πού, μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ δασκαλου μᾶς ἔφτιαχαν λιτὲς φουστανέλες ἤ παραποιοῦσαν κάποια ροῦχα μας, γιὰ βγεῖ πέρα ἡ παράσταση. ( Ἐδῶ, μάλιστα, θυμᾶμαι τὸν καλό μου Ζαχαρία Φιλ. Χήρα, πού, ὅταν κληθηκε νὰ πάιξει τὸ ρόλο τοῦ Σουλιώτη καλόγερου ποὺ ἀνατίναξε τὸ Κούγκι, δανείστηκε ἕνα φτωχικὸ καὶ τριμμένο ράσο ἀπὸ τὸν πάμφτωχο τότε παπα-Βαγγελη, τὸν παπᾶ τοῦ χωριοῦ μας κι ἔπαιξε τὸ ρόλο του, ὑπέροχα κι ἀλησμόνητα).
Ἐκείνη τὴ χρονιά, λοιπόν, τοῦ 1960, στὴν τιμητικὴ γιὰ τῆν 25η Μαρτίου Σχολικὴ γιορτή, ὁ δάσκαλός μας, ὁ μακαρίτης Ἀνέστης Κούκουρας διάλεξε τὸ θεατρικὸ ἔργο «ὁ Γέρο-Δῆμος». Τὸν κεντρικὸ δὲ ρόλο τοῦ Γέρο-Δήμου τὸν ἔπαιξε, μὲ πολὺ μεγαλη ἐπιτυχία, ὁ συμμαθητής μας ὁ Δῆμος Εὐ. Εὐαγγελινός. Κι ἦταν τόσο συγκινητικὴ ἡ ὅλη ὑπόθεση τοῦ ἔργου, ἀλλὰ καὶ πολύ ζωντανὸ τὸ παίξιμο τοῦ Δήμου, ὥστε ὅλο σχεδὸν τὸ ἀκροατήριο σιωπηρὰ βούρκωσε. «Ἔγερασα μωρὲ παιδιά…» ἄκουγες τὸ Δῆμο νὰ λέει μὲ τρεμάμενη φωνή, ποὺ πργματικὰ καθἠλωνε, ἐντυπωσίαζε, συγκλόνιζε τοὺς ταπεινοὺς χωρικούς. Ἀλλησμόνητη δὲ θὰ μείνει ἡ στιγμή, ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι- οἱ ὁποῖοι καὶ συμμετεἰχαμε στὴν παράσταση- λέγαμε τραγουδιστὰ τὴ φράση «ὁ Γέρος Δῆμος πέθανε, ὁ Γέρο Δῆμος πάει…», τότε, λοιπόν, ὁ Δῆμος μὲ μεγαλη ἐπιτυχία λύγιζε τὸ κορμί του καὶ σιγὰ-σιγὰ ἔπεφτε κάτω, παριστάνοντας τὸ πεθαμένο γέροντα. Κι ἐδῶ θυμᾶμαι τὸν μακαρίτη τὸν πατέρα του, τὸν μπάρμπα Βαγγέλη, νὰ σκουπίζει τὰ μάτια του, ποὺ εἶχαν γεμίσει δάκρυα…
Τὰ χρόνια πέρασαν. Ἑξήντα χρόνια βλέπεις ἀπὸ τότε..Κι ὅμως μέσα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς ἀπομένουν φωτεινές, ἀρυτἰδωτες, εὐλογημένες καὶ ἁγιασμένες αὐτὲς οἱ μαθητικὲς μνῆμες , γιατὶ εἶναι ἀπὸ τὶς πλέον κορυφαῖες στιγμὲς τοῦ βίου μας, ποὺ τὸν βαραίνουν τὀσα καὶ τόσα συννεφα…
(Εὐχαριστῶ τὸν Ἀντών Ε. Εὐαγγελινό, ἀδελφὸ τοῦ Δήμου γιὰ τὴ φωτογραφία, ἡ ὁποία εἰκονίζει τοὺς δύο ἀείμνηστους δασκάλους μας τὴν Ἑλένη Κορδίστα-Δένδη καὶ τὸν Ἀνέστη Κούκουρα. Ὁ πρῶτος ἀριστερὰ τσολιᾶς, δίπλα στὴ δασκάλα μας, εἶναι ὁ Δῆμος)
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ