Στὰ σιωπηλὰ σήμερα σοκκάκια, στὰ κλειστὰ τὰ σπίτια μὲ τὶς κάμαρες γεμάτες κάλαντα…
Χριστουγεννιάτικη περιήγηση στὸ Παλιὸ τὸ Κλήμα
(Στὸν Παναγιωτη τὸ Γιατρό, στὸν Σταθη τὸν μουσικό, στὸν Γιαννη τὸ Δασκαλο, στὴ Μάγδα τὴν έξαδέλφη, νοερὰ ἑορτιος ἐκδρομὴ Μνήμης ἔνεκεν…)
Ὁλόφωτες οἰ μέρες τῶν Γιορτῶν ποὺ ἔρχονται. Μὲ τὰ στολισμένα Χριστουγεννιάτικὰ δέντρα να στολίζουν τὰ παράθυρα τῶν σπιτιῶν, τὰ πολύχρωμα λαμπιόνια νὰ χαρίζουν μιὰ ζεστασιὰ στὴν κρύα νύχτα, μὲ τὶς εὐωδιὲς ἀπὸ φαγητὰ καὶ γλυκὰ νὰ σκορπίζονται γύρω μας, μὲ τὴν ἀτμόσφαιρὰ τὴ γιορταστικὴ ν’ἀκτινοβολεῖ πάντοῦ…
Κι ὅμως μέσα σὲ τούτη τὴν χαρμόσυνη ὁμορφιά, ποὺ ξεπροβάλλει αὐτὲς τὶς χρονιάρες μέρες, κάτι κεντάει τὴν ψυχή. Εἶναι ἡ Μνήμη ποὺ ἀνατέλει αὐτὸν τὸ καιρό. Τὸν καιρὸ αὐτὸν τὸν γιοστινό, ποὺ στοργικὰ ἀγκαλίαζει μιὰν ἄλλη τρυφερότητα κ’ἕνα δέος ἰδαίτερο. Μυστικὸ δέος, ποὺ ἀφήνει τὸ νοῦ νὰ σεγιανᾶ ἐκεῖ ὅπου ἀναπαύονται οἱ κορυφαῖες βιωματικὲς ἐνατενίσεις κάποιων ἡμερῶν, ἀρχαίων ἡμερῶν, ὡστόσο τόσο ἀρυτίδωτων καὶ φωτεινῶν. Ὅπως οἱ ἡλίολουστες χειμωνιάτικες μέρες.
Χριστούγεννα ξημερώνουν, λοιπόν, κι ἐφέτος. Μὲ ὅλη τους τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἁβρότητα πλουμισμένα. Μὲ τοὺς δρόμους νὰ τοὺς σεργινοῦν τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ σὲ ὤρα ἀπόβραδη ξεχύνονται στὰ σπίτια νὰ ποὺν τὰ κάλαντα. Κι ἀνοίγουν, ὡς ἀλλα χαμόγελα, τότε οἱ φωτισμένες θύρες κι ἀρχίζουν τὸ γιορταστικό τους τὸ τραγούδι τὰ παιδιά, ἀφήνοντας τὰ λογια τους νὰ ραντίσουν τὸ σπίτι μὲ αἰσιοδοξία, χαρὰ κι ὁμορφιά.
Μόνο ποὺ στὸ παλιό μας τὸ χωριό, αὐτὲς οἱ ἑόρτιες ὦρες διαβαίνουν σιωπηλές, μελαγχολικές, δίχως χαμόγελα.καὶ φωνὲς παιδιῶν. Γιατὶ ἐκεῖ δὲν θὰ ξανακουστοῦν τὰ καλαντα στὶς ἔρημες τὶς γειτονιές, στὰ κλειστὰ τὰ σπίτια, στοὺς σιωπηλοὺς τοὺς δρόμους. Καμμιὰ πόρτα δὲν θ’ἀνοίξει μέρες χρονιάρες ποὺ ἔρχονται. Καὶ τὰ μόνα στολίδια ποὺ ἀπομένουν σ’αὐτὸν τὸν τόπο εἶναι κάποιες ἄχαρες, ξερὲς γλάστρες, λέιψανα ἑνὸς καιροῦ κατοικίας ἀνθρώπων. Κι ἄν προχωρήσεις περισσότερο, τότε θ’ἀνταμώσεις καὶ ἐρειπωμένς αὐλές, σκεβρωμένες θύρες, παράθυρα ἐφτασφράγιστα, ποὺ κάποτε ἦταν στολισμένα μὲ λιτά, καταλευκα κουρτινάκια καὶ στόρια. Ὅλα τὰ καταπίνει ἡ ἐρημιὰ καὶ ἡ ἀπουσία ἀνθρώπινων.
Κι ἐμεῖς οἱ παλιότεροι, ποὺ ζήσαμε χρόνια καὶ χρόνια στὸ χωριό μας αὐτό, σήμερα, καθὼς διαβήκαμε τὸ μισὸ τοῦ αἰῶνα, μέσ’ ἀπό τὸ σύθαμπο τῶν χρόνων ποὺ πέρασαν ξανα ζοῦμε ἀθάνατες στιγμές, καθὼς περιδιαβάινουμε νοερὰ σὲ ὥρα ἀπόβραδη, κρύα, νοτισμένη ἀπὸ τὴν ὑγρασία τὰ σπίτια τοῦ Κάτω πρῶτα Χωριοῦ, γιὰ ν’ἀνεβοῦμε μετὰ στὸ ἐπάνω μὲ τὸ ραβδὶ στὸ χέρι, ἀλλὰ καὶ τὴν πάνινη τὴ σακκούλα γιὰ τὰ φιλέματα-ξεχνιούνται τὰ χρυσοκίτρινα μεγάλα πορτοκάλια, «τὰ μέρλιν» ποὺ μᾶς φίλευε ἡ σχωρμένη ἡ θειὰ τὸ Σεραϊνώ, μαζὶ μὲ λίγα ἀφράτα μανταρίνια! Ὄχι δὲ ξεχνιοῦνται καὶ κάθε χρόνο θαρρεῖς πὼς θὰ πάρεις τὸ φίλεμα, τὸ λιτὸ γιὰ κάποιους, ὅμως τόσο πλούσιο γιὰ μᾶς καὶ πολύτιμο. Γιατὶ πρωτίστως ἦταν στολισμένο μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὸ φιλότιμο.
Τώρα ποὺ τὰ ραβδιὰ σάπισαν καὶ πετάχτηκαν οἱ σακκοῦλες, τώρα ποὺ οἱ πορτες τῶν σπιτῶν εἶναι κλειστές, οἱ γειτονιές σιωπηλές καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀκούγεται εἶναι τὸ ἀνεμόβροχο ποὺ ἀφήνει τὸν δικό του τὸν μονότονο, ἀλλὰ καὶ τόσο νοσταλγικό του ἦχο, καθὼς στάζει πάνω στοὺς τσίγκους-ὅσοι ἀπομειναν-καὶ στὰ ἐρείπια, ψάλλοντας τὰ δικά του τὰ κάλαντα, ἔτσι γιὰ νὰ ἡσυχάζει ἡ ψυχή μας, εἴμαστε βέβαιοι, πὼς οἱ σκιὲς τῶν προγόνων μας τοὺς ἀφουγκράζονται κι ἐφέτος καὶ ἀναπάυονται κ’ εὐφραίνονται… Ὅπως κι ἐμεῖς κάποτε, ὅταν θὰ βρεθοῦμε στὴ θέση τους. Καθὼς μακραίνει ὁ νοερός σου ἀπὸ τὸ γενέθλιο τόπο σου δὲν σοὺρχεται νὰ πεῖς «καληνύχτα…»
Παραμονή Χριστουγέννων 2019 π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ