Ἀπ’τὰ παχνιασμένα τὰ παράθυρα τοῦ Χρόνου ἀντικρύζεις πάλι…
Μνημόσυνο γιὰ τὶς ψυχές τους κι αὐτό…
Ἀνάμεσα στά πρόσωπα τῆς μικρῆς τοπικῆς μας κοινωνίας πού ἀγαπούσαμε ἰδιαίτερα ἐμεῖς τά παιδιά ἦταν ἐκεῖνο τοῦ μπαρπ᾿ Ἀνάργυρου τοῦ Κωνσταντάκη πού ἦταν ὁ κουρέας τοῦ χωριοῦ.
Τότε, λοιπόν, πού εἴμασταν μαθητές ἔπρεπε νά κουρευόμααστε συχνά. Ἔτσι, κάποι᾿ἀπογεύματα τοῦ Σαββάτου, πού δέν εἴχαμε Σχολεῖο, τότε πηγαίναμε στόν μπάρμ᾿ Ἀνάργυρο νὰ μᾶς «σάξει» τὰ μαλλιά μας μέ τήν "ψιλή" τή μηχανή. Ὁ κουρέας αὐτός ἦταν πολύ καλός μάστορας στή δουλιά του καί πρόσεχε πολύ. Κούρευε, λοιπόν, ὅλο τό κεφάλι καί μπροστά ἄφηνε λίγα μαλλιά τή λεγόμενη "γροῦντα", κι ὕστερα- αὐτή ἦταν ἄλλωστε ἡ μεγαλη μας χαρά, μᾶς ἔριχνε μπόλικη κολώνια. Ὅμως τόν ἀγαπούσαμε τόν μπαρμ᾿ Ἀνάργυρο καί γι᾿ ἄλλον λόγο. Τό καλοκαίρι πού πηγαίναμε γιά μπάνιο στοῦ "Κώστα", ὅπου εἶχε τό μποστάνι του, στό γυρισμό περνούσαμε ἀπό κεῖ κι ἡ θειά τό Σεραϊνώ, ἡ γυναίκα του, μᾶς φίλευε δροσερά ἀγγουράκια καί κάτι μοσχομυρισμένα ροδάκινα. Καί τότε, τή δεκαετία τοῦ 1950 καί 60, ποῦ νά βρεθεῖ στό χωριό ροδάκινο!
Στή μνήμη εἶναι ἐπίσης ἀποτυπωμένα ἐκεῖνα τά μισοφωτισμένα ἀπογεύματα, τότε πού ἐρχόταν στὸ κουρεῖο νά ξυριστεῖ κι ὁ "γραμματκός τ᾿ χωριοῦ", ὁ μπάρμπα- Κωστής ὁ Μπερδάνης μέ τό αἰώνιο τσιγάρο στό στόμα του καί τό δυσκίνητο τοῦ κορμιοῦ του. Καθόταν στήν καρέκλα μέ τρόπο ἡγεμονικό καί περίμενε τίς περιποιήσεις τοῦ κουρέα. Κάθε τόσο σταμάταγε καί τοὔλεγε: "πάρτα βρέ κιἄλλου"-ἐννοώντας νά τόν κουρέψει περισσότερο, λές κι εἶχε ὁ μπάρμπας ἐκεῖνος τά πολλά τά μαλλιά! Ἐμεῖς τά παιδιά κοιτούσαμε καί κάναμε χάζι, γιατί μᾶς ἄρεσε, τόσο ὁ τρὀπος πού μιλοῦσε ὀ μακαρίτης ὁ γραμματικός, τρόπος δωρικός, σκέτος, ἀνεπιτίδευτος καί ἡ ὑπακοή, χωρίς κανένα σχόλιο τοῦ κουρέα, πού χαμογελοῦσε μονάχα... Ὅταν τελείωνε ἔλεγε ὁ καϋμένος "ριαλό;" καλό δηλαδή, μιά καί εἶχε πρόβλημα στόν προφορικό του λόγο. Σήμερα κι οἱ δυό τους εἶναι ἀναπαμένοι στόν κόσμο τόν ἀληθινό....
Ἀλλά μιά καί ἔγινε λόγος γιά τόν γραμματικό τοῦ χωριοῦ, καλό εἶναι νά θυμηθοῦμε καί τήν ἄλλη του ἰδιότητα ἤ μᾶλλον ἰδιότητες.
Ὁ μπαρμπα Κωστὴς ὁ Μπερδάνης ἦταν παντοπώλης στό ἐπάγγελμα, ὅπως γράφτηκε τό βιβλίο. Γραμματικός διορίστηκε τή δεκαετία τοῦ 1940 στή Κοινότητα. Συνήθως ὅμως οἱ Κληματιανοί τόν ἔβρισκαν στό μαγαζί του, στό κέντρο τοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖ, πίσω ἀπό τόν πάγκο του, πού τόν ἐγκατέλειπε σπάνια,καθισμένος σέ μιά καρέκλα δίπλα στό παραθύρι πού κοίταζε κατά τή πλατεία, ἔγραφε συνεχῶς. Σπάνια σταματοῦσε, κι αὐτό γιά νά συζητήσει κάτι καί νά σέ κοιτάξει πάνω ἀπό τά αἰώνια γιαλιά, πού σχεδὸν δἐν τἄβγαζε . Δίπλα του ἦταν τό χειροκίνητο τηλέφωνο, πού λειτουργοῦσε μέ εἰδικό τρόπο, ἀφοῦ τοῦ γύριζαν πολλὲς φορὲς τὴ μικρὴ μανιβέλα. Τό τηλέφωνο αὐτό, λοιπὸν, πού ἕνωνε τό χωριό μέ τήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα καί τό ἐξωτερικό ἦταν μιά ἀπό τίς πολυτέλειες πού εἶχαν οἱ Κληματιανοί τῆς δεκαετίας τοῦ 50 καί τοῦ 60. Ἐκεῖ λοιπόν μαζεύονταν αὐτοί πού περίμεναν τηλέφωνο ἀπό τό ἐσωτερικό καί τό ἐξωτερικό. Καί περίμεναν ἀρκετά, γιά νά συνδιαλλαγοῦν μέ τό πρὀσωπο πού τοὐς καλοῦσε. Ἔτσι ἔβλεπες στό μαγαζί νά περιμένουν ἄντρες κυρίως καί λιγότερο γυναῖκες, ἄλλοι μέ συγκίνηση κι ἄλλοι μέ ἀγωνία. Ὅσο δέ γιά τήν ἐπικοινωνία αὐτή ἦταν τόσο κακή, ὥστε ἴσα-ἴσα πού ἀκουόταν ἡ φωνή. Ὅταν δέ τέλειωνε ἡ συνομιλία ἄκουγες νά ρωτᾶνε τί νέα ὑπάρχουν, ἔτσι γιά ν᾿ ἁλατιστεῖ λίγο ἡ μονοτονία τῆς καθημερινότητας στό χωριό.
Ὅσο γιά τό περιβάλλον τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ μπάρμπα Κωστή, ἰδιαίτερα στίς βροχερές τίς μέρες τοῦ χειμώνα, αὐτό ἔμοιαζε σά νά εἶχε ἀντιγραφεῖ ἀπό παπαδιαμαντική σελίδα. Μισοφωτισμένο, μέ τόν παλιό του τόν πάγκο, τή μυρωδιά τοῦ τσιγάρου ἀνακατεμένη μέ τή μυρωδιά τοῦ ρακιοῦ ἤ τοῦ οὔζου, τά λίγα τραπέζια μέ τούς θαμῶνες νά παίζουν πρέφα ἤ ἑξηνταέξη καί τίς συζητήσεις γιά τόν καιρό, τά μαξούλια, τά γεγονότα....
Τέλος, μιά ἄλλη ἐνασχόληση τοῦ μπάρμα Κωστή ἦταν ἡ ψαλτική. Ὄχι τόσο συχνά, ὅμως κατά καιρούς καί ἰδιαίτερα τίς καλές τίς μέρες ἀνέβαινε στό ψαλτήρι κι ἔψαλλε μέ τή βαρειά του τή φωνή, ἀγκομαχώντας πότε-πότε λόγω τῆς σωματικῆς του διαπλάσεως, γιατί ἦταν ἀρκετά εὐτραφής, ὅπως ὁ μακαριστός ὁ μπάρμ᾿ Ἀλέκος ὁ Ξανθούλης. Τὸ χαρακτηριστηκὸ μέλιστα ἦταν πὼς ὅταν ἔψαλλε τόνιζε μὲ στόμφο τὶς λέξεις , ἐνῶ κοιτοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ μεγάλα του γυαλιὰ καὶ γύρω του, σάζοντας πάντα τὸ κορμὶ του στὸ στασίδι μὲ προσοχὴ, ἀλλὰ καὶ κάποιο.... θόρυβο.
Ἄς εἶναι ἀναπαμένοι, Θεὲ μου......
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ