Ἀκόμα νομίζεις ὅτι θ᾿ ἀνασάνεις τὴν εὐωδία, ποὺ ἀναδίνουν τὰ ξεραμένα φύλλα τῶν μαγιάτικων τριαντάφυλλων. Ἐκείνων, δηλαδή, ποὺ ἔβαζαν οἱ παλ...
Ἀκόμα νομίζεις ὅτι θ᾿ ἀνασάνεις τὴν εὐωδία, ποὺ ἀναδίνουν τὰ ξεραμένα φύλλα τῶν μαγιάτικων τριαντάφυλλων. Ἐκείνων, δηλαδή, ποὺ ἔβαζαν οἱ παλιὲς νοικοκυρὲς πίσω ἀπὸ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν τους, ὥστε ν’ἀνασαίνει ὅλος ὁ χῶρος τὴν θεϊκὴ τὴ μοσχοβολιά τῶν ρόδων.
Ἀλήθεια, τὶ θυμᾶται κανείς !!! Ναί, τέτοιες μέρες, τί θυμᾶται κανείς, ὅταν βάλει στὸ νοῦ του ἐκεῖνον τὸν ὑπέροχο ροδόσταμο ποὺ φτιάχνανε οἱ παλιὲς οἱ νοικοκυρὲς στὸ χωριό μας. Ροδόσταμο ἀπὸ τὰ εὔοσμα μαγιάτικα τριαντάφυλλα, ποὺ οἱ τριανταφυλλιές τους στὀλιζαν τὶς μικρὲς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν ἤ τὶς ἄκρες τῶν κήπων τῶν παλιῶν Κληματιανῶν.
Ἔτσι, μόλις ἄρχιζαν νὰ ἀνοίγουν τὰ ἄνθη τῆς τριανταφυλλιᾶς οἱ νοικοκυρὲς τὰ ἔκοβαν καὶ στὴ συνέχεια μαδοῦσαν τὰ ροδόχρωμα φύλλα τους. Φύλλα, ποὺ «μπελόνιαζαν», δηλαδή, τὰ περνοῦσαν ἀπὸ μιὰ κλωστὴ τρυπώντας τα μὲ βελόνα πάνω σὲ ἔνα μαξιλάρι. Τὰ κάνανε, λοιπόν, τὰ φύλλα αὐτὰ «ἀρμάθις», ἀρμαθιές, δηλαδή, καὶ μετὰ τὰ τοποθετοῦσαν μὲ προσοχὴ μέσα σὲ μεγάλες «τζάρες», (γυάλλες) καὶ τὰ βάζανε στὸ μπαλκόνι νὰ τὰ βλέπει ὁ ἥλιος, ὥστε τὸ ἵδρωμα τοῦ φύλλου κι ἡ ἀνάσα του ἡ εὐωδιαστὴ νὰ γίνουν μικρὲς σταγόνες, γιὰ νὰ παρασκευαστῖ ὁ εὐώδης ροδόσταμος.
Τὰ μαραμένα φύλλα, ποὺ βγάζανε ἀπὸ τὴ γυάλα δὲν τὰ πετοῦσαν, ἀλλὰ τὰ βάζανε πίσω ἀπὸ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν, ὅπως προαναφέρθηκε, ὥστε ὅλο τὸ σπίτι νὰ ἔχει τῆς ἀνοίξεως τὴν εὐωδιὰ καὶ τὴν αἰσιοδοξία... Μετά, μάλιστα, ἀπὸ μακρὺ χειμώνα. Κλειστὸ χειμώνα!!!
Ἤθελε δὲ πολλὲς ἀρμαθιὲς νὰ λιαστοῦν, γιὰ νὰ γίνει ἕνα μικρὸ μπουκαλάκι ροδόσταμου, ποὺ τὸν εἶχαν γιὰ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεςι, ὅπως νὰ ἀρωματίσουν τὰ ἐπίσημα τὰ χαμαλιὰ γιὰ τοὺς ἀρραβῶνες ἤ τὸ γάμο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ Μ. Παρασκευή, στὸν Ἐπιτάφιο. Ἔτσι, τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔλεγε ὁ ἱερέας τὀ «Ἔρραναν τὸν τάφο, αἱ Μυροφόραι μῦρα...» παραλληλα ράντιζε μὲ ροδόσταμο τὸ ἱ. Κουβούκλιο. Κι εὐδίαζε ἄνοιξη ὅλη ἡ ἐκκλησιά κι ἦταν ἡ συγκίνηση ἀμέτρητη...
Μὲ τὰ χρόνια ξεράθηκαν ἤ παραιτήθηκαν οἱ παλιὲς τριανταφυλλιές. Τώρα μάλιστα μὲ τὰ ροδόνερα τοῦ ἐμπορίου καὶ τὰ διάφορα ἀρώματα λησμονήθηκε κι ὁ ροδόσταμος, ὅπως τόσα καὶ τόσα....
π. κ. ν. κ.
Ἀλήθεια, τὶ θυμᾶται κανείς !!! Ναί, τέτοιες μέρες, τί θυμᾶται κανείς, ὅταν βάλει στὸ νοῦ του ἐκεῖνον τὸν ὑπέροχο ροδόσταμο ποὺ φτιάχνανε οἱ παλιὲς οἱ νοικοκυρὲς στὸ χωριό μας. Ροδόσταμο ἀπὸ τὰ εὔοσμα μαγιάτικα τριαντάφυλλα, ποὺ οἱ τριανταφυλλιές τους στὀλιζαν τὶς μικρὲς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν ἤ τὶς ἄκρες τῶν κήπων τῶν παλιῶν Κληματιανῶν.
Ἔτσι, μόλις ἄρχιζαν νὰ ἀνοίγουν τὰ ἄνθη τῆς τριανταφυλλιᾶς οἱ νοικοκυρὲς τὰ ἔκοβαν καὶ στὴ συνέχεια μαδοῦσαν τὰ ροδόχρωμα φύλλα τους. Φύλλα, ποὺ «μπελόνιαζαν», δηλαδή, τὰ περνοῦσαν ἀπὸ μιὰ κλωστὴ τρυπώντας τα μὲ βελόνα πάνω σὲ ἔνα μαξιλάρι. Τὰ κάνανε, λοιπόν, τὰ φύλλα αὐτὰ «ἀρμάθις», ἀρμαθιές, δηλαδή, καὶ μετὰ τὰ τοποθετοῦσαν μὲ προσοχὴ μέσα σὲ μεγάλες «τζάρες», (γυάλλες) καὶ τὰ βάζανε στὸ μπαλκόνι νὰ τὰ βλέπει ὁ ἥλιος, ὥστε τὸ ἵδρωμα τοῦ φύλλου κι ἡ ἀνάσα του ἡ εὐωδιαστὴ νὰ γίνουν μικρὲς σταγόνες, γιὰ νὰ παρασκευαστῖ ὁ εὐώδης ροδόσταμος.
Τὰ μαραμένα φύλλα, ποὺ βγάζανε ἀπὸ τὴ γυάλα δὲν τὰ πετοῦσαν, ἀλλὰ τὰ βάζανε πίσω ἀπὸ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν, ὅπως προαναφέρθηκε, ὥστε ὅλο τὸ σπίτι νὰ ἔχει τῆς ἀνοίξεως τὴν εὐωδιὰ καὶ τὴν αἰσιοδοξία... Μετά, μάλιστα, ἀπὸ μακρὺ χειμώνα. Κλειστὸ χειμώνα!!!
Ἤθελε δὲ πολλὲς ἀρμαθιὲς νὰ λιαστοῦν, γιὰ νὰ γίνει ἕνα μικρὸ μπουκαλάκι ροδόσταμου, ποὺ τὸν εἶχαν γιὰ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεςι, ὅπως νὰ ἀρωματίσουν τὰ ἐπίσημα τὰ χαμαλιὰ γιὰ τοὺς ἀρραβῶνες ἤ τὸ γάμο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ Μ. Παρασκευή, στὸν Ἐπιτάφιο. Ἔτσι, τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔλεγε ὁ ἱερέας τὀ «Ἔρραναν τὸν τάφο, αἱ Μυροφόραι μῦρα...» παραλληλα ράντιζε μὲ ροδόσταμο τὸ ἱ. Κουβούκλιο. Κι εὐδίαζε ἄνοιξη ὅλη ἡ ἐκκλησιά κι ἦταν ἡ συγκίνηση ἀμέτρητη...
Μὲ τὰ χρόνια ξεράθηκαν ἤ παραιτήθηκαν οἱ παλιὲς τριανταφυλλιές. Τώρα μάλιστα μὲ τὰ ροδόνερα τοῦ ἐμπορίου καὶ τὰ διάφορα ἀρώματα λησμονήθηκε κι ὁ ροδόσταμος, ὅπως τόσα καὶ τόσα....
π. κ. ν. κ.
ΣΧΟΛΙΑ