Πάντα όταν ζυγώνουν αυτές οι Άγιες μέρες, στο νου μου έρχονται ξανά και οι ξανά οι ίδιες νοσταλγικές εικόνες. Έτσι λοιπόν πήρα την απόφαση ν...
Πάντα όταν ζυγώνουν αυτές οι Άγιες μέρες, στο νου μου έρχονται ξανά και οι ξανά οι ίδιες νοσταλγικές εικόνες.
Έτσι λοιπόν πήρα την απόφαση να σεργιανίσω στις αδειανές πλέον γειτονιές της Γλώσσας, να κάνω στάση σε κάθε σπίτι κ μαγαζί που οι αναμνήσεις του με συνοδεύουν εδώ και 40 χρόνια και να ξαναζήσω έστω και νοερά εκείνες τις αλησμόνητες ημέρες του δωδεκαημέρου των παιδικών μου χρόνων!
Άραγε από που ν αρχίσω; Από το Τζάμπο φυσικά του χωριού μας, που δεν ήταν άλλο από το μαγαζί του μπαρμπα-Κωστή του Φάλκου, του οποίου ψυχή ήταν το συχωρεμένο το Μαγδαλνάκι με τα ολόξανθα μαλλιά και το πλατύ χαμόγελο. Εκεί ήταν η χαρά του παιδιού και όχι μόνο! Στο μικρό παράθυρο-βιτρίνα, έβλεπες τόσα πράγματα που θάμπωνε το μάτι κυριολεκτικά! Σαν μπαίναμε μέσα, μας έπιανε δέος! Οι πολύχρωμες γυάλινες μπάλες, κρεμασμένες σ' ένα σχοινί απ΄τη μια άκρη του μαγαζιού, ίσαμε την άλλη, στροβιλίζονταν πάνω απ΄τα μικρά μας κεφαλάκια! Τα πολύχρωμα φωτάκια, αναβόσβηναν σε κάθε ράφι μέσα σε κασετίνες και ακριβώς απέναντι από την πόρτα, οι κούκλες και μπροστά τα αυτοκινητάκια! Δεν ξέρω πόσες φορές πηγαίναμε μέχρι να αποφασίσουμε για το δώρο της Πρωτοχρονιάς που θα μας έκανε η γιαγιά μαζί με την κουλούρα, που η καημένη εντελώς ανυποψίαστη, δεν ήξερε τί δώρο να μας πάρει και << εντελώς τυχαία >> το Μαγδαλνάκι πρότεινε αυτό που ονειρευόμασταν...
Βγαίνω και κοντοστέκομαι... Παραμονή Χριστουγέννων! Νοιώθω το χέρι του αδερφού μου να με κρατά, και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε τα σκαλιά. Πάμε στους παππούδες να φιλήσουμε το χέρι τους , και να πάρουμε την ευχή τους (μαζί με ένα γενναιόδωρο χαρτζιλίκι)γιατί το πρωί θα μεταλάβουμε. Δεν γίνεται όμως να μην περάσουμε από τον Τρύφωνα για να αγοράσουμε χριστουγεννιάτικες λιχουδιές. Αυτό το μαγαζί ήταν πάντα ανοιχτό! Αχ εκείνα τα μαρκεζάκια με την κρέμα βουτύρου κατεβαίναν δυο-δυο! Ο Τρύφωνας με το άσπρο πλεχτό σκουφάκι, άσπρο πουκάμισο και παντελόνι με τιράντες, έρχεται να μας εξυπηρετήσει. Το ίδιο ευγενικός κάθε φορά, μας ομιλεί με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο. Η Χρυσάνθη με το διαχρονικό καρέ μαλλάκι, 'ισα που φαίνεται καθισμένη πίσω από τον πάγκο, τυλίγει με μικρές ζελατίνες τα γλυκάκια, ενώ η Ρούλα με το μαύρο σάλι, τυλίγει με ζάχαρη άχνη ένα βουνό από κουραμπιεδάκια... Βγαίνοντας είπα να πω μια καλησπέρα σ' αυτή τη γειτονιά, που έσφυζε από ζωή! Μάταιο έχουν φύγει όλοι...
Παραμονή Πρωτοχρονιάς! Από τα χαράματα η μάνα ζυμώνει τις κουλούρες, άρα πρέπει κι εμείς να είμαστε στο πόδι. Να πάρουμε λίγη ζύμη να παίξουμε και εν συνεχεία να αρχίσουμε τον καβγά για το ποιος θα πάει στο φούρνο τα ταψιά! Πάντα η μάνα έδινε τη λύση! Ο αδερφός μου θα τα πάει κι εγώ θα τα φέρω. Αχ αυτός ο φούρνος! Η μυρουδιά της φρεσκοψημένης κουλούρας ΄τρυπούσε τα ρουθούνια μας. Αμέτρητα τα ταψιά, κι ο μπαρμπα- Κωστής ο φουρνάρης πάντα γλυκός και ήρεμος, φούρνιζε και ξεφούρνιζε ακούραστα αφού πρώτα σε κάθε ταψί έγραφε τα αρχικά της κάθε νοικοκυράς.
Κατηφορίζω..πρέπει να πάρω δώρα για όλους! Πού αλλού; Στον Βασίλη το Ντάκη φυσικά που πάντα ήξερε τι είχε βάλει στο μάτι η μαμά!
Νωρίς το απόγευμα με τον Εσπερινό έπρεπε και οι δύο να είμαστε στο σπίτι για να πάμε στην εκκλησία. Εγώ κρατούσα την εικόνα του Αγίου Βασιλείου ενώ ο αδερφός μου τον δίσκο με την αρτοκλασία. Αμέσως μετά ερχόταν η ευλογημένη ώρα, που θα πηγαίναμε στους παππούδες μας τα δώρα και την κουλούρα για να πάρουμε τα δικά μας δώρα, που δεν βλέπαμε την ώρα να πάμε στο σπίτι και να τ' ανοίξουμε...
Το σπίτι ντυνόταν τόσο γιορτινά που δεν χόρταινα να το χαζεύω! Ένα υπέροχο υφαντό τραπεζομάντιλο, κεντημένο με φλος σε πορτοκαλί αποχρώσεις και μακρύ κρόσσι, στόλιζε το τραπέζι μας,ενώ δύο ίδια σεμέν κοσμούσαν το μπουφέ μας και το γύψινο ράφι πάνω από την φρεσκοβαμμένη ξυλόσομπα. Βέβαια δεν τολμούσαμε να τα πλησιάσουμε ούτε στο ένα μέτρο! Τα χαλιά έδιναν τη θέση τους σε δυο αφράτες φλοκάτες, πάνω στις οποίες κυλιόμασταν μέχρι να αλλάξει ο χρόνος και να κάνουμε τ' αποδιακό. Μια κανάτα με νερό, η εικόνα της Παναγίας και μια σιδερόπετρα είχε τοποθετήσει η μάνα μας από νωρίς το απόγευμα έξω, σε μια γωνιά της αυλής και με την αλλαγή του χρόνου έβγαινε, τα έπαιρνε και μπαίνοντας έλεγε: << όπως τρέχει το νερό στη βρύση να τρέχει και το καλό στο σπίτι κι όπως γερή είναι η σιδερόπετρα έτσι γεροί να είμαστε κι εμείς >>. ..
Όλες αυτές τις μέρες, όσο κι αν με φόβιζαν, πάντα έβαζα τη γιαγιά, να μας λέει τις ιστορίες με τα καλικαντζάρια και φυσικά ήταν η αφορμή να μαζευόμαστε με το βασίλεμα στο σπίτι, μπας και πάθουμε ότι και η καημένη η γριά της ιστορίας.
<< Αυτή με τη θειά του Σημινάκ' απ΄του Μαχαλά, που ξεκίνησε να ανεβεί στο Μύλο για να φουρνίσει. Όμως η δόλια, δεν κατάλαβε μιας και είχε “φιγγάρ' να γράψεις”, πως ήταν μεσάνυχτα και οι καλικάντζαροι έκοβαν ακόμα βόλτες. Με το που βγαίνει προς το ρέμα, νάσου τα καλικαντζάρια! Αλλού τα ψωμιά,αλλού η θειά. Άρχισαν να την τραβολογάνε μέχρι που φτάσανε στ' αλώνι'. -Τώρα θα μας πεις του λ'ναράκ' για να χουρέψουμι. Τί να κάνει η άμοιρη; Άρχισε λοιπόν : -Του λ'ναράκ του λ΄ναράκ' του λ'ναράκ' του σπέρνανει – του λ'ναρακ΄του σπέρνανοι, λέγαν κι οι καλικαντζάροι και δώστου χορό! Βλέποντας η γριά τον ενθουσιασμό τους, πού να τολμήσει να σταματήσει το τραγούδι! -Του λ'ναράκ' του πουτίζανει, του θιρίζανει ... και τελειωμό δεν είχε! Μέχρι που άρχισε να ξημερώνει.- Άντι να λαλήσ' ου πρώτους (σκεφτόταν η καημένη να τελειώσει το μαρτύριό της). Μα και που λάλησε, χαμπάρι δεν έπαιρναν οι καλικάντζαροι και δώστου το χορό τους. - Μαύρους είνει κι ας λαλεί έλεγαν. -Άντι να λαλής κι ου δεύτιρους, λάλησε κι ο τρίτος!- Τριχάτει να προυλάβουμι! φτάν' ου παπάς μι του σταυρό κι η παπαδιά μι Αγιασμό, τρέχα κ'τσε, να μη μας πιάσνει! Και δώστου τρεχάλα! Έμεινε κι η καημένη η θειά, μι σκισμένες τς' φστάνις και καταγδαρμένη απ΄τα τραβολογήματα λιπόθυμη στο αλώνι, μέχρι που την βρήκανε και τη μαζέψανε οι συχωριανοί μας κι από τότε δεν τόλμησε να κυκλοφορήσει ξανά βράδυ σαν πλησίαζε το Άγιο δωδεκαήμερο >>.
Όμως εδώ το ταξίδι πρέπει να τελειώσει με αυτές κι άλλες τόσες αναμνήσεις που πάντα θα είναι συνδεδεμένες με πρόσωπα αγαπημένα που έφυγαν ...
Ξημερώνουν Χριστούγεννα!!!
Β. Σ.
Έτσι λοιπόν πήρα την απόφαση να σεργιανίσω στις αδειανές πλέον γειτονιές της Γλώσσας, να κάνω στάση σε κάθε σπίτι κ μαγαζί που οι αναμνήσεις του με συνοδεύουν εδώ και 40 χρόνια και να ξαναζήσω έστω και νοερά εκείνες τις αλησμόνητες ημέρες του δωδεκαημέρου των παιδικών μου χρόνων!
Άραγε από που ν αρχίσω; Από το Τζάμπο φυσικά του χωριού μας, που δεν ήταν άλλο από το μαγαζί του μπαρμπα-Κωστή του Φάλκου, του οποίου ψυχή ήταν το συχωρεμένο το Μαγδαλνάκι με τα ολόξανθα μαλλιά και το πλατύ χαμόγελο. Εκεί ήταν η χαρά του παιδιού και όχι μόνο! Στο μικρό παράθυρο-βιτρίνα, έβλεπες τόσα πράγματα που θάμπωνε το μάτι κυριολεκτικά! Σαν μπαίναμε μέσα, μας έπιανε δέος! Οι πολύχρωμες γυάλινες μπάλες, κρεμασμένες σ' ένα σχοινί απ΄τη μια άκρη του μαγαζιού, ίσαμε την άλλη, στροβιλίζονταν πάνω απ΄τα μικρά μας κεφαλάκια! Τα πολύχρωμα φωτάκια, αναβόσβηναν σε κάθε ράφι μέσα σε κασετίνες και ακριβώς απέναντι από την πόρτα, οι κούκλες και μπροστά τα αυτοκινητάκια! Δεν ξέρω πόσες φορές πηγαίναμε μέχρι να αποφασίσουμε για το δώρο της Πρωτοχρονιάς που θα μας έκανε η γιαγιά μαζί με την κουλούρα, που η καημένη εντελώς ανυποψίαστη, δεν ήξερε τί δώρο να μας πάρει και << εντελώς τυχαία >> το Μαγδαλνάκι πρότεινε αυτό που ονειρευόμασταν...
Βγαίνω και κοντοστέκομαι... Παραμονή Χριστουγέννων! Νοιώθω το χέρι του αδερφού μου να με κρατά, και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε τα σκαλιά. Πάμε στους παππούδες να φιλήσουμε το χέρι τους , και να πάρουμε την ευχή τους (μαζί με ένα γενναιόδωρο χαρτζιλίκι)γιατί το πρωί θα μεταλάβουμε. Δεν γίνεται όμως να μην περάσουμε από τον Τρύφωνα για να αγοράσουμε χριστουγεννιάτικες λιχουδιές. Αυτό το μαγαζί ήταν πάντα ανοιχτό! Αχ εκείνα τα μαρκεζάκια με την κρέμα βουτύρου κατεβαίναν δυο-δυο! Ο Τρύφωνας με το άσπρο πλεχτό σκουφάκι, άσπρο πουκάμισο και παντελόνι με τιράντες, έρχεται να μας εξυπηρετήσει. Το ίδιο ευγενικός κάθε φορά, μας ομιλεί με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο. Η Χρυσάνθη με το διαχρονικό καρέ μαλλάκι, 'ισα που φαίνεται καθισμένη πίσω από τον πάγκο, τυλίγει με μικρές ζελατίνες τα γλυκάκια, ενώ η Ρούλα με το μαύρο σάλι, τυλίγει με ζάχαρη άχνη ένα βουνό από κουραμπιεδάκια... Βγαίνοντας είπα να πω μια καλησπέρα σ' αυτή τη γειτονιά, που έσφυζε από ζωή! Μάταιο έχουν φύγει όλοι...
Παραμονή Πρωτοχρονιάς! Από τα χαράματα η μάνα ζυμώνει τις κουλούρες, άρα πρέπει κι εμείς να είμαστε στο πόδι. Να πάρουμε λίγη ζύμη να παίξουμε και εν συνεχεία να αρχίσουμε τον καβγά για το ποιος θα πάει στο φούρνο τα ταψιά! Πάντα η μάνα έδινε τη λύση! Ο αδερφός μου θα τα πάει κι εγώ θα τα φέρω. Αχ αυτός ο φούρνος! Η μυρουδιά της φρεσκοψημένης κουλούρας ΄τρυπούσε τα ρουθούνια μας. Αμέτρητα τα ταψιά, κι ο μπαρμπα- Κωστής ο φουρνάρης πάντα γλυκός και ήρεμος, φούρνιζε και ξεφούρνιζε ακούραστα αφού πρώτα σε κάθε ταψί έγραφε τα αρχικά της κάθε νοικοκυράς.
Κατηφορίζω..πρέπει να πάρω δώρα για όλους! Πού αλλού; Στον Βασίλη το Ντάκη φυσικά που πάντα ήξερε τι είχε βάλει στο μάτι η μαμά!
Νωρίς το απόγευμα με τον Εσπερινό έπρεπε και οι δύο να είμαστε στο σπίτι για να πάμε στην εκκλησία. Εγώ κρατούσα την εικόνα του Αγίου Βασιλείου ενώ ο αδερφός μου τον δίσκο με την αρτοκλασία. Αμέσως μετά ερχόταν η ευλογημένη ώρα, που θα πηγαίναμε στους παππούδες μας τα δώρα και την κουλούρα για να πάρουμε τα δικά μας δώρα, που δεν βλέπαμε την ώρα να πάμε στο σπίτι και να τ' ανοίξουμε...
Το σπίτι ντυνόταν τόσο γιορτινά που δεν χόρταινα να το χαζεύω! Ένα υπέροχο υφαντό τραπεζομάντιλο, κεντημένο με φλος σε πορτοκαλί αποχρώσεις και μακρύ κρόσσι, στόλιζε το τραπέζι μας,ενώ δύο ίδια σεμέν κοσμούσαν το μπουφέ μας και το γύψινο ράφι πάνω από την φρεσκοβαμμένη ξυλόσομπα. Βέβαια δεν τολμούσαμε να τα πλησιάσουμε ούτε στο ένα μέτρο! Τα χαλιά έδιναν τη θέση τους σε δυο αφράτες φλοκάτες, πάνω στις οποίες κυλιόμασταν μέχρι να αλλάξει ο χρόνος και να κάνουμε τ' αποδιακό. Μια κανάτα με νερό, η εικόνα της Παναγίας και μια σιδερόπετρα είχε τοποθετήσει η μάνα μας από νωρίς το απόγευμα έξω, σε μια γωνιά της αυλής και με την αλλαγή του χρόνου έβγαινε, τα έπαιρνε και μπαίνοντας έλεγε: << όπως τρέχει το νερό στη βρύση να τρέχει και το καλό στο σπίτι κι όπως γερή είναι η σιδερόπετρα έτσι γεροί να είμαστε κι εμείς >>. ..
Όλες αυτές τις μέρες, όσο κι αν με φόβιζαν, πάντα έβαζα τη γιαγιά, να μας λέει τις ιστορίες με τα καλικαντζάρια και φυσικά ήταν η αφορμή να μαζευόμαστε με το βασίλεμα στο σπίτι, μπας και πάθουμε ότι και η καημένη η γριά της ιστορίας.
<< Αυτή με τη θειά του Σημινάκ' απ΄του Μαχαλά, που ξεκίνησε να ανεβεί στο Μύλο για να φουρνίσει. Όμως η δόλια, δεν κατάλαβε μιας και είχε “φιγγάρ' να γράψεις”, πως ήταν μεσάνυχτα και οι καλικάντζαροι έκοβαν ακόμα βόλτες. Με το που βγαίνει προς το ρέμα, νάσου τα καλικαντζάρια! Αλλού τα ψωμιά,αλλού η θειά. Άρχισαν να την τραβολογάνε μέχρι που φτάσανε στ' αλώνι'. -Τώρα θα μας πεις του λ'ναράκ' για να χουρέψουμι. Τί να κάνει η άμοιρη; Άρχισε λοιπόν : -Του λ'ναράκ του λ΄ναράκ' του λ'ναράκ' του σπέρνανει – του λ'ναρακ΄του σπέρνανοι, λέγαν κι οι καλικαντζάροι και δώστου χορό! Βλέποντας η γριά τον ενθουσιασμό τους, πού να τολμήσει να σταματήσει το τραγούδι! -Του λ'ναράκ' του πουτίζανει, του θιρίζανει ... και τελειωμό δεν είχε! Μέχρι που άρχισε να ξημερώνει.- Άντι να λαλήσ' ου πρώτους (σκεφτόταν η καημένη να τελειώσει το μαρτύριό της). Μα και που λάλησε, χαμπάρι δεν έπαιρναν οι καλικάντζαροι και δώστου το χορό τους. - Μαύρους είνει κι ας λαλεί έλεγαν. -Άντι να λαλής κι ου δεύτιρους, λάλησε κι ο τρίτος!- Τριχάτει να προυλάβουμι! φτάν' ου παπάς μι του σταυρό κι η παπαδιά μι Αγιασμό, τρέχα κ'τσε, να μη μας πιάσνει! Και δώστου τρεχάλα! Έμεινε κι η καημένη η θειά, μι σκισμένες τς' φστάνις και καταγδαρμένη απ΄τα τραβολογήματα λιπόθυμη στο αλώνι, μέχρι που την βρήκανε και τη μαζέψανε οι συχωριανοί μας κι από τότε δεν τόλμησε να κυκλοφορήσει ξανά βράδυ σαν πλησίαζε το Άγιο δωδεκαήμερο >>.
Όμως εδώ το ταξίδι πρέπει να τελειώσει με αυτές κι άλλες τόσες αναμνήσεις που πάντα θα είναι συνδεδεμένες με πρόσωπα αγαπημένα που έφυγαν ...
Ξημερώνουν Χριστούγεννα!!!
Β. Σ.
ΣΧΟΛΙΑ