ἤ Ξεφυλλίζοντας τὸ βιβλίο τῆς Μαρίας Δελήτσικου- Παπαχρίστου, Στὴ Σκόπελο.... (Ἑόρτιος χαιρετισμὸς στὶς κυρίες Μαρία Κοτοπούλη καὶ Ἀνθούλα Δ...
ἤ Ξεφυλλίζοντας τὸ βιβλίο τῆς Μαρίας Δελήτσικου- Παπαχρίστου, Στὴ Σκόπελο....
(Ἑόρτιος χαιρετισμὸς στὶς κυρίες Μαρία Κοτοπούλη καὶ Ἀνθούλα Δανιήλ.)
Πρὶν ἀπὸ ἕναν αἰῶνα καὶ παρπάνω - δηλ. ἐδῶ καὶ 134 χρόνια γιὰ τὴν ἀκρίβεια -, ὀ ἀθεράπευτα νοσταλγὸς καὶ εὐαίσθητος Σκιαθίτης λόγιος, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει στὴν περίφημη ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη τὶς θαυμάσιες «Εἰκονες» του. Δηλαδή, τὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ παλιὰ Χριστούγεννα, τὰ ὁποῖα ἔζησε στὴ πατρίδα του, τὴ Σκιάθο. Κι εἶναι τόσο ποιητικές, χαριτωμένες καὶ συγκινητικὲς αὐτὲς οἱ «Εἰκόνες», ὥστε νὰ χαρίζουν στὸν ἀναγνώστη μιὰν εὐλογημένη παραμυθία καὶ ὁμορφιά, μοναδικὴ θὰ τὴν ἔλεγα. Μέρες ποὺ εἶναι, μάλιστα....
Ἀρκετὰ χρόνια μετά, μιὰ Σκοπελίτισσα, συντονισμένη κι αὐτὴ στὴν ἴδια τὴν πνευματικὴ συχνότητα μὲ ἐκείνη τῆς εὐαισθησίας τοῦ γείτονά της, τοῦ Μωραϊτίδη, μᾶς παραδίνει κάποιες παρόμοιες εἰκόνες, ἀπὸ τὰ παλιά, ὅμορφα, λιτὰ καὶ χωρὶς φῶτα καὶ γιρλάντες, Σκοπελίτικα Χριστούγεννα. Εἰκόνες ποὺ συγκινοῦν τὸν κάθε Σκοπελίτη ποὺ ἀναζητεῖ τὸ γνήσιο καὶ παραδοσιακὸ πνεῦμα καὶ νόημα τῆς Γιορτῆς, χωρὶς ξενόφερτα καὶ ἄχρηστα στολίσματα, ποὺ θολώνουν τὸ καθάριο κι εὐλογημένο τοπίο τῆς Γιορτῆς. Ἔτσι διαβάζοντας τὸ τόσο τρυφερὸ καὶ χαριτωμένο βιβλιο τῆς Μαρίας Δελήτσικου, «Στὴ Σκόπελο, ὅπως τὰ πεῦκα», εἶναι ὡσὰν νὰ ἀνοίγουμε τὴ κλειστὴ τὴ θύρα τῆς Μνήμης, ποὺ θὰ μᾶς φέρνει σιμὰ σἒ τόσο πολύτιμες, ὡστόσο θλιβερὰ ξεχασμένες, Χριστουγεννιάτικες εἰκόνες. Εἰκόνες, ποὺ ὅσο κι ἄν ἐπιχειρήσουν κάποιοι νὰ τὶς ἐξαφανίσουν, αὐτὲς θὰ συνεχίζουν νὰ ὑπάρχουν. Γιὰ νὰ μᾶς παραμυθοῦν. Τί ἄλλο;
Ἀνοίγοντας, λοιπόν, τὸ παραπάνω βιβλίο τῆς Σκοπελίτισσας λογίου, μὲ συγκίνηση ἱερὴ ξαναγυρίζουμε, οἱ ὅσοι πιστοί, σὲ χρόνια παλιότερα, μισοφωτισμένα χρόνια καὶ νοτισμένα ἀπὸ τὴν πάχνη καὶ τὰ δάκρυα ποὺ ἀνεβαίνουν μέσα μας στολισμένα μὲ μνῆμες πολλές....
«Ἀργὰ τ᾿ ἀπόγιομα-θὰ μᾶς θυμίσει ἡ σ.-σὰν ἔπεφτε τὸ σούρουπο, βγαίναμε στὸ δρόμο γιὰ τὰ κάλαντα. Παίρναμε στὸ ‘να χέρι μεσάλι καὶ δένοντας διαγώνια τὶς τσοῦντες του σὲ κόμπο τὸ κάναμε σακούλι, γιὰ νὰ μᾶς ρίχνουν μέσα τὰ φιλέματα, κι ἕνα ραβδὶ τὸ ἄλλο, γιὰ νὰ κρατάμε τὸ ρυθμὸ καὶ ἕτοιμοι γιὰ τὴ μεγαλη ἔξοδο. Ἕνας ἀπὸ τὴν παρέα κρατοῦσε κι ἕνα λαδοφάναρο νὰ βλέπουμε, ὅταν θὰ νύχτωνε, στὸ δρόμο. Χτυπούσαμε τὶς πόρτες πάντοτε μὲ τὴν ἴδια ἐρώτηση: < Νὰ σᾶς τὰ ποῦμε; > κι ἄν ἡ ἀπαντηση ἦταν καταφατικὴ μπαίναμε στὸ σπίτι κι ἀρχινούσαμε:
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα
Πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου.
Γιὰ βγέστε δέτε μάθετε
Ποῦ ὁ Χριστὸς γενᾶται.
Παίρναμε τὰ φιλέματα, καρύδια, σύκα, μύγδαλα, μήλα, πορτοκάλια καὶ γλυκά-πολλοὶ μᾶς ἔδιναν καὶ χρήματα-εὐχαριστούσαμε, εὐχόμασταν , < χρόνια πολλά> , καληνυχτίζαμε...
Μέσα σ’ ὅλα τὰ σπίτια ἄκουγε κανεὶς τὸν ξερὸ καὶ μονότονο ἦχο τῶν ραβδιῶν, καθὼς χτυποῦσαν ρυθμικὰ πάνω στὰ ξύλινα πατώματα συνοδεύοντας τὶς λεπτὲς, τὶς πιὸ πολλὲς χαριτωμένα παράφωνες, φωνοῦλες τῶν παιδιῶν...
Θυμᾶμαι κάποιες νύχτες μὲ ἀστροφεγγιά, ἐκείνη τὴ μοναδικὴ τῆς πατρίδας μου ἀστροφεγγιά, νὰ τρέχουμε νὰ γλιτώσουμε ἀπὸ τὸ κρύο τὸ τσουχτερὸ καὶ τὴν ὑγρασία καὶ ἄλλες πάλι μὲ ἀνεμόβροχο γερό, ποὺ, ἐπειδὴ μᾶς περόνιαζε ἕως τὰ κόκαλα, βιάζόμασταν νὰ μποῦμε μέσα στὰ σπίτια νὰ ζεσταθοῦμε γιὰ λίγο!
Γυρίζαμε ὅλες τὶς συνοικίες φτάνοντας ὡς τὸ Κάστρο, τὸ χτισμένο στὸ πιὸ ἀπρόσιτο σημεῖο τῆς πόλης μας....[μὲ τὰ] πέτρινα καὶ μὲ σχιστόλιθο σκεπασμένα τὰ μικρὰ σπιτάκια του...Χτισμένα τὸ ἔνα δίπλα στὸ ἄλλο τὰ σπίτια, σφιχταγκαλιασμένα, ἀσπρισμένα καὶ μὲ ἀγαπαή φροντισμένα ἀποτελοῦν δείγματα ἀρχιτεκτονικῆς μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, ποὺ πέρασε...
Περπατούσαμε στὰ σιωπηλὰ καὶ σκοτεινὰ δρομάκια. Μόνο ἀπὸ τὰ τζάμια τῶν παραθυριῶν τῶν ἰσογείων τῶν σπιτιῶν, ποὺ ἀντὶ γιὰ παραθυρόφυλλα τὰ προφύλαγαν στρογγυλὲς σιδερόβεργες βαμμένες μαῦρες, ξεγλυστροῦσε τὸ λιγοστὸ φῶς τῆς λάμπας ἤ τῶν ὀλίγων κηρίων ἠλεκτρικοῦ λαμπτήρα....
Μόλις τελειώναμε... καὶ πρὶν πάρουμε τὸν κατήφορο νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ σπίτι, προχωροῦσα στὴν ἄκρη πρὸς τὸ τεῖχος καὶ κοίταζα πρὸς τὴ θάλασσα ποὺ κατω ἀπὸ τὸ συννεφιασμένο χειμωνιάτικο οὐρανὸ φαινόταν κατάμαυρη κι ἀφουγκραζόμουν τὸν ἀχὸ τοῦ κύματος κάθὼς ἔσκαγε στοὺς βράχους θυμωμένα παρασύροντας ὅ, τι ἔβρισκε μπροστά του...Ἔφτανε ἠ μαγεία στ᾿ ἀποκορύφωμα σὰν τύχαινε να’χει ὁ οὐρανὸς φεγγάρι! Γλυστροῦσε ἐκείνο ἀναμεσα στὶς τοῦφες ἀπ᾿ τὰ σύννεφα που᾿ τρεχαν σὰν τρελὰ καθὼς τὰ ἔσπρωχνε ὁ ἀγέρας...
Ὅταν βεβαιονόμασταν ὅτι δὲν εἴχαμε ἀφήσει κανέναν < παραπονεμένο > γυρίζαμε στὸ σπίτι..... ἀδειάζαμε πάνω στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας τὸ περιεχόμενο τοῦ μεσαλιοῦ... ἀκολουθοῦσε ἡ ταξινόμηση καὶ ἡ δίκαιη μοιρασιά....
Νωρὶς πηγαίναμε γιὰ ὕπνο στὸ κρεβάτι. Φοβόμασταν μὴ μᾶς προφτάσουν τὰ Καλικατζάρια στὴν κουζίνα, ὅπου ἦταν τὸ τζάκι, καὶ μᾶς πειράξουν, γιατὶ μᾶς ἔλεγε ἡ μητέρα ὅτι κατέβαιναν τὰ μεσάνυχτα ἀπὸ τὶς καμινάδες καὶ ἔκαναν τοῦ κόσμου τὶς σκανταλιές!.....
Χαράματα γλυκοχτυποῦσαν οἱ καμπανες γιὰ τὴ χριστουγεννιάτικη τὴ λειτουργία. Χαράματα ξυπνούσαμε κι ἐμεῖς νὰ τρέξουμε στὴν ἐκκλησιά, ν᾿ ἀκούσουμε τοὺς ὕμνους τοὺς χριστουγεννιάτικους καὶ νὰ γεμίσει ἡ ψυχή μας ἀπὸ ἀγαπη, εὐφροσύνη καὶ γαλήνη. Ἄστραφτε ὅλη ἡ ἐκκλησιὰ καί, μόλις ἄρχιζε ὁ ἐξαρχων τοῦ χοροῦ νὰ ψάλλει τὸν ἐξαλισιο ὕμνο τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, νόμιζα ὅτι ἔβλεπα νὰ σκύβει μ᾿ ἀκόμα περισσότερη στοργὴ πάνω ἀπὸ τὸ νεογέννητοΠαιδί Της ἠ Παναγιὰ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ θαυμασιοο εἰκόνισμα τῆς Γέννησης στὸ τέμπλο τῆς ἐκκλησίας μας.
Στὸ σπίτι στρωμένο μᾶς περίμενε τὸ τραπέζι, εἶχε ἀπὸ πρὶν φροντίσει ἡ μάνα γι᾿ αὐτό...
Ἔξω ἄς ἀνταριαζόταν ἡ φύση, ἄς λυσσομανοπυσε ὀ γραιγολεβαντες καὶ ὁ μαΐστρος κι ἄς ἔσπαγαν τὰ κύματα τῆς θάλασσας, ἀνήμερα θεριὰ, στὴν προκυμαία...Μέσ’ στὶς ψυχές μας βασίλευε γαλήνη, εὐτυχία καὶ χαρά! Ὅμορφα χρόνια παιδικὰ ὅπου μετρᾶς κι εἶναι ὅλοι παρόντες ἐκεῖ γύρω σου!...»
Καὶ στ᾿ ἀλήθεια εἶναι παρόντες, ἀφοῦ δὲν τοὺς διαγράφουμε ἀπὸ μέσα μας, δὲν τοὺς ἀποχωριζόμαστε ποτέ.Εἶναι, βλέπεις ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχουμε Γιατὶ διαφορετικὰ θὰ πρέπει νὰ διαγραψουμε, ν᾿ ἀφανίσουμε, νὰ θάψουμε καὶ τὶς ἰερότερες στιγμὲς τοῦ βίου μας, τοῦ καιροῦ δηλαδή, ἐκείνου ὅπου ἄνθιζε ἠ παιδικότητα, ἡ ἀθωότητα ἡ τρυφερότητα κι ἡ ἀθανατη ἡ ὁμορφιά τους.... Ὅμως εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Ἄς τὸ σκεφτοῦμε καλυτερα χρονιάρες μέρες ποὺ εἶναι...
π. κ. ν. κ.
(Ἑόρτιος χαιρετισμὸς στὶς κυρίες Μαρία Κοτοπούλη καὶ Ἀνθούλα Δανιήλ.)
Πρὶν ἀπὸ ἕναν αἰῶνα καὶ παρπάνω - δηλ. ἐδῶ καὶ 134 χρόνια γιὰ τὴν ἀκρίβεια -, ὀ ἀθεράπευτα νοσταλγὸς καὶ εὐαίσθητος Σκιαθίτης λόγιος, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει στὴν περίφημη ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη τὶς θαυμάσιες «Εἰκονες» του. Δηλαδή, τὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ παλιὰ Χριστούγεννα, τὰ ὁποῖα ἔζησε στὴ πατρίδα του, τὴ Σκιάθο. Κι εἶναι τόσο ποιητικές, χαριτωμένες καὶ συγκινητικὲς αὐτὲς οἱ «Εἰκόνες», ὥστε νὰ χαρίζουν στὸν ἀναγνώστη μιὰν εὐλογημένη παραμυθία καὶ ὁμορφιά, μοναδικὴ θὰ τὴν ἔλεγα. Μέρες ποὺ εἶναι, μάλιστα....
Ἀρκετὰ χρόνια μετά, μιὰ Σκοπελίτισσα, συντονισμένη κι αὐτὴ στὴν ἴδια τὴν πνευματικὴ συχνότητα μὲ ἐκείνη τῆς εὐαισθησίας τοῦ γείτονά της, τοῦ Μωραϊτίδη, μᾶς παραδίνει κάποιες παρόμοιες εἰκόνες, ἀπὸ τὰ παλιά, ὅμορφα, λιτὰ καὶ χωρὶς φῶτα καὶ γιρλάντες, Σκοπελίτικα Χριστούγεννα. Εἰκόνες ποὺ συγκινοῦν τὸν κάθε Σκοπελίτη ποὺ ἀναζητεῖ τὸ γνήσιο καὶ παραδοσιακὸ πνεῦμα καὶ νόημα τῆς Γιορτῆς, χωρὶς ξενόφερτα καὶ ἄχρηστα στολίσματα, ποὺ θολώνουν τὸ καθάριο κι εὐλογημένο τοπίο τῆς Γιορτῆς. Ἔτσι διαβάζοντας τὸ τόσο τρυφερὸ καὶ χαριτωμένο βιβλιο τῆς Μαρίας Δελήτσικου, «Στὴ Σκόπελο, ὅπως τὰ πεῦκα», εἶναι ὡσὰν νὰ ἀνοίγουμε τὴ κλειστὴ τὴ θύρα τῆς Μνήμης, ποὺ θὰ μᾶς φέρνει σιμὰ σἒ τόσο πολύτιμες, ὡστόσο θλιβερὰ ξεχασμένες, Χριστουγεννιάτικες εἰκόνες. Εἰκόνες, ποὺ ὅσο κι ἄν ἐπιχειρήσουν κάποιοι νὰ τὶς ἐξαφανίσουν, αὐτὲς θὰ συνεχίζουν νὰ ὑπάρχουν. Γιὰ νὰ μᾶς παραμυθοῦν. Τί ἄλλο;
Ἀνοίγοντας, λοιπόν, τὸ παραπάνω βιβλίο τῆς Σκοπελίτισσας λογίου, μὲ συγκίνηση ἱερὴ ξαναγυρίζουμε, οἱ ὅσοι πιστοί, σὲ χρόνια παλιότερα, μισοφωτισμένα χρόνια καὶ νοτισμένα ἀπὸ τὴν πάχνη καὶ τὰ δάκρυα ποὺ ἀνεβαίνουν μέσα μας στολισμένα μὲ μνῆμες πολλές....
«Ἀργὰ τ᾿ ἀπόγιομα-θὰ μᾶς θυμίσει ἡ σ.-σὰν ἔπεφτε τὸ σούρουπο, βγαίναμε στὸ δρόμο γιὰ τὰ κάλαντα. Παίρναμε στὸ ‘να χέρι μεσάλι καὶ δένοντας διαγώνια τὶς τσοῦντες του σὲ κόμπο τὸ κάναμε σακούλι, γιὰ νὰ μᾶς ρίχνουν μέσα τὰ φιλέματα, κι ἕνα ραβδὶ τὸ ἄλλο, γιὰ νὰ κρατάμε τὸ ρυθμὸ καὶ ἕτοιμοι γιὰ τὴ μεγαλη ἔξοδο. Ἕνας ἀπὸ τὴν παρέα κρατοῦσε κι ἕνα λαδοφάναρο νὰ βλέπουμε, ὅταν θὰ νύχτωνε, στὸ δρόμο. Χτυπούσαμε τὶς πόρτες πάντοτε μὲ τὴν ἴδια ἐρώτηση: < Νὰ σᾶς τὰ ποῦμε; > κι ἄν ἡ ἀπαντηση ἦταν καταφατικὴ μπαίναμε στὸ σπίτι κι ἀρχινούσαμε:
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα
Πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου.
Γιὰ βγέστε δέτε μάθετε
Ποῦ ὁ Χριστὸς γενᾶται.
Παίρναμε τὰ φιλέματα, καρύδια, σύκα, μύγδαλα, μήλα, πορτοκάλια καὶ γλυκά-πολλοὶ μᾶς ἔδιναν καὶ χρήματα-εὐχαριστούσαμε, εὐχόμασταν , < χρόνια πολλά> , καληνυχτίζαμε...
Μέσα σ’ ὅλα τὰ σπίτια ἄκουγε κανεὶς τὸν ξερὸ καὶ μονότονο ἦχο τῶν ραβδιῶν, καθὼς χτυποῦσαν ρυθμικὰ πάνω στὰ ξύλινα πατώματα συνοδεύοντας τὶς λεπτὲς, τὶς πιὸ πολλὲς χαριτωμένα παράφωνες, φωνοῦλες τῶν παιδιῶν...
Θυμᾶμαι κάποιες νύχτες μὲ ἀστροφεγγιά, ἐκείνη τὴ μοναδικὴ τῆς πατρίδας μου ἀστροφεγγιά, νὰ τρέχουμε νὰ γλιτώσουμε ἀπὸ τὸ κρύο τὸ τσουχτερὸ καὶ τὴν ὑγρασία καὶ ἄλλες πάλι μὲ ἀνεμόβροχο γερό, ποὺ, ἐπειδὴ μᾶς περόνιαζε ἕως τὰ κόκαλα, βιάζόμασταν νὰ μποῦμε μέσα στὰ σπίτια νὰ ζεσταθοῦμε γιὰ λίγο!
Γυρίζαμε ὅλες τὶς συνοικίες φτάνοντας ὡς τὸ Κάστρο, τὸ χτισμένο στὸ πιὸ ἀπρόσιτο σημεῖο τῆς πόλης μας....[μὲ τὰ] πέτρινα καὶ μὲ σχιστόλιθο σκεπασμένα τὰ μικρὰ σπιτάκια του...Χτισμένα τὸ ἔνα δίπλα στὸ ἄλλο τὰ σπίτια, σφιχταγκαλιασμένα, ἀσπρισμένα καὶ μὲ ἀγαπαή φροντισμένα ἀποτελοῦν δείγματα ἀρχιτεκτονικῆς μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, ποὺ πέρασε...
Περπατούσαμε στὰ σιωπηλὰ καὶ σκοτεινὰ δρομάκια. Μόνο ἀπὸ τὰ τζάμια τῶν παραθυριῶν τῶν ἰσογείων τῶν σπιτιῶν, ποὺ ἀντὶ γιὰ παραθυρόφυλλα τὰ προφύλαγαν στρογγυλὲς σιδερόβεργες βαμμένες μαῦρες, ξεγλυστροῦσε τὸ λιγοστὸ φῶς τῆς λάμπας ἤ τῶν ὀλίγων κηρίων ἠλεκτρικοῦ λαμπτήρα....
Μόλις τελειώναμε... καὶ πρὶν πάρουμε τὸν κατήφορο νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ σπίτι, προχωροῦσα στὴν ἄκρη πρὸς τὸ τεῖχος καὶ κοίταζα πρὸς τὴ θάλασσα ποὺ κατω ἀπὸ τὸ συννεφιασμένο χειμωνιάτικο οὐρανὸ φαινόταν κατάμαυρη κι ἀφουγκραζόμουν τὸν ἀχὸ τοῦ κύματος κάθὼς ἔσκαγε στοὺς βράχους θυμωμένα παρασύροντας ὅ, τι ἔβρισκε μπροστά του...Ἔφτανε ἠ μαγεία στ᾿ ἀποκορύφωμα σὰν τύχαινε να’χει ὁ οὐρανὸς φεγγάρι! Γλυστροῦσε ἐκείνο ἀναμεσα στὶς τοῦφες ἀπ᾿ τὰ σύννεφα που᾿ τρεχαν σὰν τρελὰ καθὼς τὰ ἔσπρωχνε ὁ ἀγέρας...
Ὅταν βεβαιονόμασταν ὅτι δὲν εἴχαμε ἀφήσει κανέναν < παραπονεμένο > γυρίζαμε στὸ σπίτι..... ἀδειάζαμε πάνω στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας τὸ περιεχόμενο τοῦ μεσαλιοῦ... ἀκολουθοῦσε ἡ ταξινόμηση καὶ ἡ δίκαιη μοιρασιά....
Νωρὶς πηγαίναμε γιὰ ὕπνο στὸ κρεβάτι. Φοβόμασταν μὴ μᾶς προφτάσουν τὰ Καλικατζάρια στὴν κουζίνα, ὅπου ἦταν τὸ τζάκι, καὶ μᾶς πειράξουν, γιατὶ μᾶς ἔλεγε ἡ μητέρα ὅτι κατέβαιναν τὰ μεσάνυχτα ἀπὸ τὶς καμινάδες καὶ ἔκαναν τοῦ κόσμου τὶς σκανταλιές!.....
Χαράματα γλυκοχτυποῦσαν οἱ καμπανες γιὰ τὴ χριστουγεννιάτικη τὴ λειτουργία. Χαράματα ξυπνούσαμε κι ἐμεῖς νὰ τρέξουμε στὴν ἐκκλησιά, ν᾿ ἀκούσουμε τοὺς ὕμνους τοὺς χριστουγεννιάτικους καὶ νὰ γεμίσει ἡ ψυχή μας ἀπὸ ἀγαπη, εὐφροσύνη καὶ γαλήνη. Ἄστραφτε ὅλη ἡ ἐκκλησιὰ καί, μόλις ἄρχιζε ὁ ἐξαρχων τοῦ χοροῦ νὰ ψάλλει τὸν ἐξαλισιο ὕμνο τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, νόμιζα ὅτι ἔβλεπα νὰ σκύβει μ᾿ ἀκόμα περισσότερη στοργὴ πάνω ἀπὸ τὸ νεογέννητοΠαιδί Της ἠ Παναγιὰ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ θαυμασιοο εἰκόνισμα τῆς Γέννησης στὸ τέμπλο τῆς ἐκκλησίας μας.
Στὸ σπίτι στρωμένο μᾶς περίμενε τὸ τραπέζι, εἶχε ἀπὸ πρὶν φροντίσει ἡ μάνα γι᾿ αὐτό...
Ἔξω ἄς ἀνταριαζόταν ἡ φύση, ἄς λυσσομανοπυσε ὀ γραιγολεβαντες καὶ ὁ μαΐστρος κι ἄς ἔσπαγαν τὰ κύματα τῆς θάλασσας, ἀνήμερα θεριὰ, στὴν προκυμαία...Μέσ’ στὶς ψυχές μας βασίλευε γαλήνη, εὐτυχία καὶ χαρά! Ὅμορφα χρόνια παιδικὰ ὅπου μετρᾶς κι εἶναι ὅλοι παρόντες ἐκεῖ γύρω σου!...»
Καὶ στ᾿ ἀλήθεια εἶναι παρόντες, ἀφοῦ δὲν τοὺς διαγράφουμε ἀπὸ μέσα μας, δὲν τοὺς ἀποχωριζόμαστε ποτέ.Εἶναι, βλέπεις ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχουμε Γιατὶ διαφορετικὰ θὰ πρέπει νὰ διαγραψουμε, ν᾿ ἀφανίσουμε, νὰ θάψουμε καὶ τὶς ἰερότερες στιγμὲς τοῦ βίου μας, τοῦ καιροῦ δηλαδή, ἐκείνου ὅπου ἄνθιζε ἠ παιδικότητα, ἡ ἀθωότητα ἡ τρυφερότητα κι ἡ ἀθανατη ἡ ὁμορφιά τους.... Ὅμως εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Ἄς τὸ σκεφτοῦμε καλυτερα χρονιάρες μέρες ποὺ εἶναι...
π. κ. ν. κ.
ΣΧΟΛΙΑ