Καὶ πάλι φέτος ἡ ἴδια ἡ διαδρομή: Ἀπὸ τὸν «Τσιτσίραφλο» στὸν «Πεῦκο» Ἑόρτιος χαιρετισμὸς στοὺς Παναγιώτη, Στάθη, Γιάννη καὶ ὅλους τοὺς Κλημα...
Καὶ πάλι φέτος ἡ ἴδια ἡ διαδρομή: Ἀπὸ τὸν «Τσιτσίραφλο» στὸν «Πεῦκο»
Ἑόρτιος χαιρετισμὸς στοὺς Παναγιώτη, Στάθη, Γιάννη καὶ ὅλους τοὺς Κληματιανοὺς ποὺ συνεχίζουν νὰ θυμοῦνται...
«Νεκρωθεὶς ἀπὸ τῆς συγχρόνου γενενᾶς, ἀνέζησα εἰς ἄλλους, παλαιοὺς χρόνους, χρόνους ποθεινούς, χρόνους γλυκεῖς, ἀλησμονήτους χρόνους τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοὺς χρυσοῦς καιρούς» Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Ναί, δὲν εἶναι ὑπερβολή, μήτε κρίση εὐαισθησίας νὰ θυμᾶσαι. Νὰ θυμᾶσαι μέρες καὶ γεγονότα ἑνὸς καιροῦ , ποὺ τὸν ἔχει ράνει μὲ τὸ ἄρωμά της ἡ παιδικὴ ἡλικία. Τότε, δηλαδή, ποὺ ὅλα ἦταν θεοσφράγιστα μὲ τὸ ἀθάνατο τὸ ἀποτύπωμα τῆς ἀθωότητας. Ἀθωότητας, ποὺ τὸ μεγαλεῖο της κορυφώνεται τὶς ἁγιασμένες στιγμὲς τοῦ Δωδεκαημέρου, τῶν Χριστουγέννων παναπεῖ, τοῦ Ἁγίου Βασιλέιου καὶ τῶν Φώτων. Αὐτά, λοιπόν, ζεῖ κι ὁ κάθε ἡλικιωμένος αὐτὸν τὸν πάντιμο ἑόρτιο καιρὸ ποὺ σιμώνει πιά. Γι’αὐτό, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ὅσο δηλαδή, μακραίνει ἐκεῖνος ὁ καιρός, τόσο αὐτὲς οἱ πολύτιμες στιγμὲς ἀποκτοῦν ἀξία, τυλίγονται μέσα στὴν πάχνη τοῦ Χρόνου καὶ μεταβάλλονται σὲ παραμύθι, δηλαδή, σὲ παρηγοριά.
Ἐπιστρέφω,λοιπόν. Ναί, ἐπιστρέφω σὲ ἕνα χωριὸ μὲ δυὸ μαχαλάδες, τὸν Κάτω καὶ τὸν Πάνω. Σὲ μιὰ ξεχασμένη πιὰ Παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, σὲ ὥρα ἀπογευματινή, πότε μὲ γκριζομέλανο οὐρανό, πότε μὲ τὶς στερνὲς τὶς ἡλιαχτίδες νὰ βιάζονται νὰ κρυφτοῦν πίσω ἀπὸ τὴ Σκιάθο. Μιὰ ἀλλόκοτη, παχνιασμένη παγωνιὰ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸ Ρέμα καὶ τυλίγει τὴ μυρωδιὰ τῶν ὑγρῶν τῶν φύλλων ποῦ εἶναι καταγῆς μαζῖ μὲ τὴ «λαδιὰ», ποὺ ἀναδίνουν οἱ καλιάγριες.
Τὸ δρομολόγιο, σὰ φτάναμε στὸ Κάτω χωριό, ἦταν πάντα τὸ ἴδιο: Ἀρχίζαμε ἀπὸ τὰ λίγα τὰ σπίτια ποὺ ἦταν τότε στὸν «Τσιτσίραφλο». Ποὺ ἦταν τοῦ μπάρμπα Βαγγελη τοῦ Καραστάθη, τῶν κοριτσιῶν Λαζαρίδη, τῆς θειᾶς Λενιῶς τῆς Ράπαινας, τῶν κοριτσιῶν Ἀναστασίας καὶ Μαγδαληνῆς Κωνσταντάκη καὶ μετὰ προχωρούσαμε γιὰ τοῦ Γέρο Ζησιμή, τοῦ μπάρμα-Γιωργάκη, τῆς θειᾶς Ἄννας, τῆς θειᾶς Μαριγούλας, τοῦ μπάρμπα- Χρυσόστομου, τοῦ μπάρμπα-Κωνσταντῆς, τῆς θειᾶς Οὐρανίας τῆς Τσακμάκαινας,τοῦ μπάρμπα-Μιλτή, τῆς θειᾶς Ἀναργυρῆς τῆς Κουτρούλαινας, γιὰ νὰ κατεβοῦμε στῆς θειᾶς Ἀρχοντοῦς καὶ τοῦ μπάρμα-Νικου τοῦ Λαρυγκάκη κι ὕστερα ν᾿ ἀρχίσουμε ν᾿ ἀνεβαίνουμε στὸ Ἐπάνω τὸ χωριό.Ἀπὸ τῆς θειᾶς τῆς Μαγδαληνῆς τῆς Θωμάδαινας καὶ τοῦ καπετὰν Χρήστου, μέχρι νὰ φτάσουμε στὸν «Πεῦκο», στὰ σπίτια τοῦ μπάρμπα Γιαννη τοῦ Σταματάκη καὶ τοῦ μπάρμπα Βαρσαμᾶ τοῦ Τρακόσα, τὰ σπίτια ἦταν περισσότερα. Καὶ πιό πυκνά. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ βιαστοῦμε, γιατὶ φῶτα δὲν εἶχε στοὺς δρόμους τότε καὶ τὸ κρύο περόνιαζε στὴν κυριολεξία. Ὅμως αὐτὸ τὸ δρομολόγιο, ὅσο καὶ κουραστικὸ καὶ νὰ ἦταν, εἶχε τὸν χαρακτήρα τῆς ἐπικοινωνίας ἀπὸ τὴ μιά, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη χαροποιοῦσε τὴν παιδικὴ ψυχή, ποὺ πρώτη ἐκείνη χάριζε στὰ σπίτια τὴν εὐλογια καὶ τὴ χαρὰ τῶν Χριστουγέννων. Καὶ πόσο, στ᾿ ἀλήθεια, τρυφερὰ ἦταν ἐκεῖνα τὰ λόγια,
«Καληνεσπέρα ἀρχοντες, κι ἄν εἶναι ὁ ὁρισμός σας/Χριστοῦ τὴν θείαν Γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας»
Λόγια κοινότυπα γιὰ κάποιους, γιὰ ὅσους μετροῦν τὰ πράγματα καὶ τὴ ζωὴ μὲ τὸν ὁρθολογισμό. Ὅμως ἐδῶ ἔχουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς λειτουργίας τῆς κοινότητας, μέσα στὴν ὁποία ὁ καθένας εἶναι κι ἄρχοντας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀλλοσεβασμός, αὐτὴ ἡ δυνατότητα ἐπικοινωνίας καὶ ἀλληλοβοήθειας-στὸ μέτρο πάντοτε τοῦ δυνατοῦ-γίνεται ὁ συνεκτικὸς κρῖκος, ποὺ ἑνώνει, ἔστω κι ἄν καταμεσὺ μπαίνει πότε-ποτε ἡ σκιερὴ πραγματικότητα τῶν ὅποιων ἐντάσεων... Αὐτά, δηλαδή, ποὺ πάντα συμβαίνουν στὶς γειτονιές, στὶς συνοικίες κ.λ.π., ὡστόσο στὶς κορυφαῖες τοῦ βίου ὧρες σχεδὸν ὅλη ἡ μικρὴ κοινωνία συμμετεῖχε. Καί, μάλιστα, συμμετεῖχε μὲ ἄδολο τρόπο καὶ μὲ αὐθορμητισμό, ποὺ σήμερα συγκινεῖ καθὼς ὅλο καὶ ξεχνιέται.
Ἀπὸ τὸ δρομολόγιο ἐκεῖνο, λοιπὸν, τῆς Παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ἀπόμεινε καὶ κάτι ἀκόμα, ποὺ ἀντέχει περισσότερο ἀπὸ τὸ κάθε φίλεμα ποὺ μᾶς δίνονταν. Κι αὐτὸ εἶναι οἱ σεμνὲς εἰκόνες τῆς ἁπλότητας, τὴς νοικοκυρωσύνης καὶ τῆς ὁμορφιᾶς, ποὺ εἶχαν ἐκεῖνα τὰ ἁπλᾶ τὰ σπίτια. Ὄχι σπίτια μὲ πολλὰ δωμάτια καὶ ἁπλοσύνες, ἀλλὰ σπίτια μικρά, καλοφτιαγμένα ὅμως καὶ σημαδεμένα πάντα μὲ τὸ ἀστέρι τὸ φωτεινὸ τῆς ἀρχοντιᾶς καὶ τῆς ὅλο σοφία καὶ χάρη ἁπλότητας. Αὐτὲς οἱ εἰκόνες λοιπόν, συνοδεύουν κάθε χρόνο καὶ τα δικά μου Χριστούγεννα... Καὶ κάθε χρόνο συντροφεύουν τὸ ἱερό Δωδεκαήμερο: προσμονάιοι, λές, ποὺ συντροφεύουν καὶ συνάμα χρωματίζουν τὶς μέρες τὶς ἑόρτιες μὲ τὰ ἀνεξίτηλα καὶ πολύτιμα τῆς Νοσταλγίας χρώματα.
π κ. ν.κ.
Ἑόρτιος χαιρετισμὸς στοὺς Παναγιώτη, Στάθη, Γιάννη καὶ ὅλους τοὺς Κληματιανοὺς ποὺ συνεχίζουν νὰ θυμοῦνται...
«Νεκρωθεὶς ἀπὸ τῆς συγχρόνου γενενᾶς, ἀνέζησα εἰς ἄλλους, παλαιοὺς χρόνους, χρόνους ποθεινούς, χρόνους γλυκεῖς, ἀλησμονήτους χρόνους τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοὺς χρυσοῦς καιρούς» Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Ναί, δὲν εἶναι ὑπερβολή, μήτε κρίση εὐαισθησίας νὰ θυμᾶσαι. Νὰ θυμᾶσαι μέρες καὶ γεγονότα ἑνὸς καιροῦ , ποὺ τὸν ἔχει ράνει μὲ τὸ ἄρωμά της ἡ παιδικὴ ἡλικία. Τότε, δηλαδή, ποὺ ὅλα ἦταν θεοσφράγιστα μὲ τὸ ἀθάνατο τὸ ἀποτύπωμα τῆς ἀθωότητας. Ἀθωότητας, ποὺ τὸ μεγαλεῖο της κορυφώνεται τὶς ἁγιασμένες στιγμὲς τοῦ Δωδεκαημέρου, τῶν Χριστουγέννων παναπεῖ, τοῦ Ἁγίου Βασιλέιου καὶ τῶν Φώτων. Αὐτά, λοιπόν, ζεῖ κι ὁ κάθε ἡλικιωμένος αὐτὸν τὸν πάντιμο ἑόρτιο καιρὸ ποὺ σιμώνει πιά. Γι’αὐτό, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ὅσο δηλαδή, μακραίνει ἐκεῖνος ὁ καιρός, τόσο αὐτὲς οἱ πολύτιμες στιγμὲς ἀποκτοῦν ἀξία, τυλίγονται μέσα στὴν πάχνη τοῦ Χρόνου καὶ μεταβάλλονται σὲ παραμύθι, δηλαδή, σὲ παρηγοριά.
Ἐπιστρέφω,λοιπόν. Ναί, ἐπιστρέφω σὲ ἕνα χωριὸ μὲ δυὸ μαχαλάδες, τὸν Κάτω καὶ τὸν Πάνω. Σὲ μιὰ ξεχασμένη πιὰ Παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, σὲ ὥρα ἀπογευματινή, πότε μὲ γκριζομέλανο οὐρανό, πότε μὲ τὶς στερνὲς τὶς ἡλιαχτίδες νὰ βιάζονται νὰ κρυφτοῦν πίσω ἀπὸ τὴ Σκιάθο. Μιὰ ἀλλόκοτη, παχνιασμένη παγωνιὰ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸ Ρέμα καὶ τυλίγει τὴ μυρωδιὰ τῶν ὑγρῶν τῶν φύλλων ποῦ εἶναι καταγῆς μαζῖ μὲ τὴ «λαδιὰ», ποὺ ἀναδίνουν οἱ καλιάγριες.
Τὸ δρομολόγιο, σὰ φτάναμε στὸ Κάτω χωριό, ἦταν πάντα τὸ ἴδιο: Ἀρχίζαμε ἀπὸ τὰ λίγα τὰ σπίτια ποὺ ἦταν τότε στὸν «Τσιτσίραφλο». Ποὺ ἦταν τοῦ μπάρμπα Βαγγελη τοῦ Καραστάθη, τῶν κοριτσιῶν Λαζαρίδη, τῆς θειᾶς Λενιῶς τῆς Ράπαινας, τῶν κοριτσιῶν Ἀναστασίας καὶ Μαγδαληνῆς Κωνσταντάκη καὶ μετὰ προχωρούσαμε γιὰ τοῦ Γέρο Ζησιμή, τοῦ μπάρμα-Γιωργάκη, τῆς θειᾶς Ἄννας, τῆς θειᾶς Μαριγούλας, τοῦ μπάρμπα- Χρυσόστομου, τοῦ μπάρμπα-Κωνσταντῆς, τῆς θειᾶς Οὐρανίας τῆς Τσακμάκαινας,τοῦ μπάρμπα-Μιλτή, τῆς θειᾶς Ἀναργυρῆς τῆς Κουτρούλαινας, γιὰ νὰ κατεβοῦμε στῆς θειᾶς Ἀρχοντοῦς καὶ τοῦ μπάρμα-Νικου τοῦ Λαρυγκάκη κι ὕστερα ν᾿ ἀρχίσουμε ν᾿ ἀνεβαίνουμε στὸ Ἐπάνω τὸ χωριό.Ἀπὸ τῆς θειᾶς τῆς Μαγδαληνῆς τῆς Θωμάδαινας καὶ τοῦ καπετὰν Χρήστου, μέχρι νὰ φτάσουμε στὸν «Πεῦκο», στὰ σπίτια τοῦ μπάρμπα Γιαννη τοῦ Σταματάκη καὶ τοῦ μπάρμπα Βαρσαμᾶ τοῦ Τρακόσα, τὰ σπίτια ἦταν περισσότερα. Καὶ πιό πυκνά. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ βιαστοῦμε, γιατὶ φῶτα δὲν εἶχε στοὺς δρόμους τότε καὶ τὸ κρύο περόνιαζε στὴν κυριολεξία. Ὅμως αὐτὸ τὸ δρομολόγιο, ὅσο καὶ κουραστικὸ καὶ νὰ ἦταν, εἶχε τὸν χαρακτήρα τῆς ἐπικοινωνίας ἀπὸ τὴ μιά, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη χαροποιοῦσε τὴν παιδικὴ ψυχή, ποὺ πρώτη ἐκείνη χάριζε στὰ σπίτια τὴν εὐλογια καὶ τὴ χαρὰ τῶν Χριστουγέννων. Καὶ πόσο, στ᾿ ἀλήθεια, τρυφερὰ ἦταν ἐκεῖνα τὰ λόγια,
«Καληνεσπέρα ἀρχοντες, κι ἄν εἶναι ὁ ὁρισμός σας/Χριστοῦ τὴν θείαν Γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας»
Λόγια κοινότυπα γιὰ κάποιους, γιὰ ὅσους μετροῦν τὰ πράγματα καὶ τὴ ζωὴ μὲ τὸν ὁρθολογισμό. Ὅμως ἐδῶ ἔχουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς λειτουργίας τῆς κοινότητας, μέσα στὴν ὁποία ὁ καθένας εἶναι κι ἄρχοντας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀλλοσεβασμός, αὐτὴ ἡ δυνατότητα ἐπικοινωνίας καὶ ἀλληλοβοήθειας-στὸ μέτρο πάντοτε τοῦ δυνατοῦ-γίνεται ὁ συνεκτικὸς κρῖκος, ποὺ ἑνώνει, ἔστω κι ἄν καταμεσὺ μπαίνει πότε-ποτε ἡ σκιερὴ πραγματικότητα τῶν ὅποιων ἐντάσεων... Αὐτά, δηλαδή, ποὺ πάντα συμβαίνουν στὶς γειτονιές, στὶς συνοικίες κ.λ.π., ὡστόσο στὶς κορυφαῖες τοῦ βίου ὧρες σχεδὸν ὅλη ἡ μικρὴ κοινωνία συμμετεῖχε. Καί, μάλιστα, συμμετεῖχε μὲ ἄδολο τρόπο καὶ μὲ αὐθορμητισμό, ποὺ σήμερα συγκινεῖ καθὼς ὅλο καὶ ξεχνιέται.
Ἀπὸ τὸ δρομολόγιο ἐκεῖνο, λοιπὸν, τῆς Παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ἀπόμεινε καὶ κάτι ἀκόμα, ποὺ ἀντέχει περισσότερο ἀπὸ τὸ κάθε φίλεμα ποὺ μᾶς δίνονταν. Κι αὐτὸ εἶναι οἱ σεμνὲς εἰκόνες τῆς ἁπλότητας, τὴς νοικοκυρωσύνης καὶ τῆς ὁμορφιᾶς, ποὺ εἶχαν ἐκεῖνα τὰ ἁπλᾶ τὰ σπίτια. Ὄχι σπίτια μὲ πολλὰ δωμάτια καὶ ἁπλοσύνες, ἀλλὰ σπίτια μικρά, καλοφτιαγμένα ὅμως καὶ σημαδεμένα πάντα μὲ τὸ ἀστέρι τὸ φωτεινὸ τῆς ἀρχοντιᾶς καὶ τῆς ὅλο σοφία καὶ χάρη ἁπλότητας. Αὐτὲς οἱ εἰκόνες λοιπόν, συνοδεύουν κάθε χρόνο καὶ τα δικά μου Χριστούγεννα... Καὶ κάθε χρόνο συντροφεύουν τὸ ἱερό Δωδεκαήμερο: προσμονάιοι, λές, ποὺ συντροφεύουν καὶ συνάμα χρωματίζουν τὶς μέρες τὶς ἑόρτιες μὲ τὰ ἀνεξίτηλα καὶ πολύτιμα τῆς Νοσταλγίας χρώματα.
π κ. ν.κ.
ΣΧΟΛΙΑ