(Τὸ νέο Ἡμερολόγιο τοῦ Μουσείου Νυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς πάραδοσης τῆς νήσου Σκιάθου) Ὁ κ. Γιάνννης Θ. Παρίσσης, Συνταξιοῦχος Πλοίαρχος τοῦ...
(Τὸ νέο Ἡμερολόγιο τοῦ Μουσείου Νυτικῆς καὶ Πολιτιστικῆς πάραδοσης τῆς νήσου Σκιάθου)
Ὁ κ. Γιάνννης Θ. Παρίσσης, Συνταξιοῦχος Πλοίαρχος τοῦ Ἐμπορικοῦ Ναυτικοῦ σήμερα, ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ὡς ἄνω περικαλλοῦς καὶ ὑπέροχου κατὰ πάντα Ναυτικοῦ Μουσείου, ποὺ στολίζει ὄντως τὴ γείτονα νῆσο, εἶχε τὴν εὐγένεια νὰ μοῦ στείλει κι ἐφέτος τὸ νέο ¨Ημερολόγιο τοῦ ἐν λόγῳ Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος, τὸ ὁποῖο, κατὰ κύριο λόγο, καὶ εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς ταρσανάδες καὶ στὴ ναυπηγικὴ τέχνη. Καὶ λέω κατὰ κύριο λόγο, γιατὶ στὰ ὀπισθόφυλλα κάποιων ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ Ἡμερολογίου παρουσιάζονται καὶ φωτογραφίες ἀπὸ τὸ ὄντως καλοστημένο Μουσεῖο:Συγγενικὴ καὶ πολὺ σωστὴ ἡ ἐπιλογή.
Φυλλομετρώντας τὸ ἐν λόγῳ Ἡμερολόγιο, λοιπόν, ὅσοι ἔχουμε μελετήσει προσεχτικὰ τὰ Σκιαθίτικα διηγήματα τοῦ Ππδ. ζοῦμε στιγμὲς συγκίνησης καὶ ρίγους μνήμης ἱερῆς. Γιατὶ μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ Ἡμερολογίου αὐτοῦ, ἀναδύεται ἡ ἄρρητος εὐωδία τοῦ Παπαδιαμαντικοῦ λόγου, ὅμως σὲ ἑποπτικό, θὰ τὸ λέγαμε,πεδίο. Ἔτσι, καθὼς διαβαζουμε πώς, “ ἀνάμεσα εἰς τὲς Πλάκες καὶ εἰς τὴν Σπηλιά, πρὸς ἀνατολάς, εὑρίσκετο ὁ ἀρσανὰς τῶν Μαθιναίων, παλαιὸν κτίριον, τρίπατον, παραπλήσιον μὲ τοὺς μοναστηριακοὺς ἀρσανάδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Διὰ νὰ καταβῇ τις ἀπὸ τὸν βράχον καὶ φθάσῃ εἰς τὴν ἄμμον τῆς ἀκρογιαλιᾶς, δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ τρεμουλιάσουν τὰ γόνατά του, τὸ ὁποῖον θὰ συνέβαινεν ἂν κατήρχετο διὰ τῆς κρημνώδους καὶ στενῆς ἀτραποῦ, ἀοράτου εἰς τὸ βλέμμα καὶ μόλις βατῆς εἰς τὸν πόδα. Τὰ τρία πατώματα τοῦ ἀρσανᾶ ἡνώνοντο τὸ ἓν μὲ τὸ ἄλλο ἀπὸ τρεῖς καραβίσες σκάλες. Ἡ πρώτη ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν σκεπήν, διὰ τοῦ φεγγίτου, καὶ κατήρχετο εἰς τὸ ἄνω πάτωμα, ἡ δευτέρα ἔφθανεν εἰς τὸ μεσαῖον πάτωμα, καὶ ἡ τρίτη εἰς τὸ ἰσόγειον, τὸ γυμνὸν ἔδαφος τῆς γῆς. Εἰς τὸ ἄνω πάτωμα ἐρροκάνιζαν καὶ ἐπριόνιζαν ξύλα, εἰς τὸ δεύτερον ἐπελεκοῦσαν στραβόξυλα*, καὶ εἰς τὸ ἰσόγειον ἐσκάρωναν βάρκες.” (Ἀλέξανδρος Παπαδιαμαντης, Βαρδιάνος στὰ σπόρκα), τὸν ἀρσανὰ αὐτὸν τὸν βλέπουμε σὲ παλιὰ φωτ. ( βλ.Ἡμερολόγιο, Ἰουνιος 2019) μαζὶ μὲ τοὺς παλιοὺς μαστόρους-μαραγκούς.
Πολλὲς τώρα εἶναι οἱ φωτογραφίες ποὺ θυμίζουν τὸ παλιὸ τὸ ναυπηγεῖο, τὸ ὁποῖο βρίσκονταν «εἰς ὅλην τὴν μακρὰν καὶ πλάτείαν ἁμουδιὰν τὴν ἁπλουμένην μεταξὺ τῆς λίμνης τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τοῦ λιμένος».( Ἀλ. Παπαδιαμάντης)
«Ἐνθυμεῖσαι, συνεχίζει ὁ Σκιαθίτης λογογράφος, ὑπῆρχαν τότε τρία μεγάλα σκάφη πλησίον ἀλλήλων ναυπηγούμενα, ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἀρχιναυπηγόν. Θαυμάσιος ἄνθρωπος! Πῶς ἠδύνατο νὰ ἐπαρκῇ καὶ εἰς τὰ τρία, τρέχων ἀπὸ σκάφης εἰς σκάφην, μ᾿ ἕνα πῆχυν εἰς τὴν χεῖρα, μὲ μίαν στάθμην καὶ μ᾿ ἓν σκέπαρνον ἀπὸ τοῦ αὐχένος κρεμάμενον μὲ τὴν λαβὴν ἐπὶ τοῦ στέρνου. Καὶ ὁποία στρατιὰ ἀνθρώπων ἐτέλει ὑπὸ τὰς διαταγάς του! Ὁ πλοίαρχος, οἱ βοηθοί του, οἱ πριονισταί, οἱ πελεκηταί, οἱ μαραγκοὶ καὶ οἱ καλαφάται! Δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ Γύφτοι, οἵτινες εἶχον ἱδρύσει προχείρως ἀνὰ μίαν καλύβην ὄπισθεν ἑνὸς ἑκάστου τῶν σκαφῶν. Καὶ μὲ τὴν κάμινον πλήρη ἀνθράκων, μὲ τοὺς φυσητῆρας, μὲ τοὺς ἄκμονας, μὲ τοὺς ραιστῆρας καὶ τὰς βαρείας σφύρας των, ἔκοπταν, ἔκοπταν μεγάλα καρφία, τζαβέτες*. Ὁποῖος φοβερὸς θόρυβος! Οἱ κτύποι τοῦ ραιστῆρος ἔπνιγον τὸν ἔρρυθμον τριγμὸν τοῦ πρίονος, ὁ κρότος τοῦ σκεπάρνου ἐκάλυπτε τὸν δοῦπον τῆς ξυλίνης ματσόλας, δι᾿ ἧς ἐκτύπα τὸ στυππεῖον ὁ καλαφάτης, καὶ ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους κρότους ἐδέσποζεν ὁ βαρὺς ροῖβδος τοῦ πελωρίου ραιστῆρος, δι᾿ οὗ ἐνέπηγον τὰ χονδρὰ καρφιὰ καὶ τοὺς ξυλίνους ἥλους, τὲς καβίλιες, εἰς τὰς στρογγύλας πλευρὰς τοῦ κολοσσαίου σκάφους...»Ἀλ. Παπαδιαμάντης, Ὁλογυρα στὴν Λίμνην.
Νὰ γιατὶ ἀγαπάμε καὶ τιμᾶμε αὐτὰ τὰ κορυφαῖα πολιτιστικὰ τεκμήρια, ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἀκάματη καὶ πάντα φωτεινὴ προσπάθεια τοῦ καπετὰ Γιάννη Παρίσση. Ὁ ὁποῖος δὲν ἀγαπᾶ μονάχα τὴ Σκιάθο, τὴν πατρίδα του δηλαδη, καὶ τὴ ναυτικὴ παράδοσή της, ἀλλὰ σκύβει μὲ προσοχὴ πάνω τους καὶ συλλέγει ἕναν θησαυρό, ποὺ σήμερα μπορεῖ νὰ μὴν ἐκτιμᾶται ὅσο πρέπει, ὅμως μὲ τὰ χρόνια θὰ φανεῖ τὸ μεγαλόπνοο καὶ καθοριστικό γιὰ τὴ γνήσια Σκιαθ΄τικη παράδοση ἔργο του.
Ἀπὸ τὴ γείτονα νῆσο, τὴν πάλαι ποτὲ «ναυτικὴν νῆσον῾ ὅπως ἦταν κὰι ἡ Σκιάθος τὸν εὐγνωμονῶ γιὰ τὴν ἱστορική του αὐτὴ κατάθεση καὶ εὔχομαι νὰ βρεθεῖ χορηγός, ὥστε ὅλες αὐτὲς οἱ φωτογραφίες, ποὺ στόλισαν τόσα καὶ τόσα ἡμερόλόγια τοῦ Συλλόγου τῶν συνταξιούχων Ναυτικῶν τῆς Σκιάθου, νὰ διασωθοῦν σὲ λευκώματα, τὰ ὁποῖα θὰ τεκμηριώσουν πλήρως τὸν ποιητικὸ στίχο:»Εἴμαστε ἀπὸ καλὴ γενιά». Καὶ μήπως δὲν εἶναι ἔτσι;
Καὶ μὴ ξεχνᾶμε ἀκόμα, πὼς σ᾿ αὐτὸ τὸ ναυπηγεῖο δούλεψαν καὶ πολλοὶ Σκοπελίτες, ἐπιφανεῖς, μάλιστα, μαστόροι.
π. κ. ν. κ.
Φυλλομετρώντας τὸ ἐν λόγῳ Ἡμερολόγιο, λοιπόν, ὅσοι ἔχουμε μελετήσει προσεχτικὰ τὰ Σκιαθίτικα διηγήματα τοῦ Ππδ. ζοῦμε στιγμὲς συγκίνησης καὶ ρίγους μνήμης ἱερῆς. Γιατὶ μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ Ἡμερολογίου αὐτοῦ, ἀναδύεται ἡ ἄρρητος εὐωδία τοῦ Παπαδιαμαντικοῦ λόγου, ὅμως σὲ ἑποπτικό, θὰ τὸ λέγαμε,πεδίο. Ἔτσι, καθὼς διαβαζουμε πώς, “ ἀνάμεσα εἰς τὲς Πλάκες καὶ εἰς τὴν Σπηλιά, πρὸς ἀνατολάς, εὑρίσκετο ὁ ἀρσανὰς τῶν Μαθιναίων, παλαιὸν κτίριον, τρίπατον, παραπλήσιον μὲ τοὺς μοναστηριακοὺς ἀρσανάδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Διὰ νὰ καταβῇ τις ἀπὸ τὸν βράχον καὶ φθάσῃ εἰς τὴν ἄμμον τῆς ἀκρογιαλιᾶς, δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ τρεμουλιάσουν τὰ γόνατά του, τὸ ὁποῖον θὰ συνέβαινεν ἂν κατήρχετο διὰ τῆς κρημνώδους καὶ στενῆς ἀτραποῦ, ἀοράτου εἰς τὸ βλέμμα καὶ μόλις βατῆς εἰς τὸν πόδα. Τὰ τρία πατώματα τοῦ ἀρσανᾶ ἡνώνοντο τὸ ἓν μὲ τὸ ἄλλο ἀπὸ τρεῖς καραβίσες σκάλες. Ἡ πρώτη ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν σκεπήν, διὰ τοῦ φεγγίτου, καὶ κατήρχετο εἰς τὸ ἄνω πάτωμα, ἡ δευτέρα ἔφθανεν εἰς τὸ μεσαῖον πάτωμα, καὶ ἡ τρίτη εἰς τὸ ἰσόγειον, τὸ γυμνὸν ἔδαφος τῆς γῆς. Εἰς τὸ ἄνω πάτωμα ἐρροκάνιζαν καὶ ἐπριόνιζαν ξύλα, εἰς τὸ δεύτερον ἐπελεκοῦσαν στραβόξυλα*, καὶ εἰς τὸ ἰσόγειον ἐσκάρωναν βάρκες.” (Ἀλέξανδρος Παπαδιαμαντης, Βαρδιάνος στὰ σπόρκα), τὸν ἀρσανὰ αὐτὸν τὸν βλέπουμε σὲ παλιὰ φωτ. ( βλ.Ἡμερολόγιο, Ἰουνιος 2019) μαζὶ μὲ τοὺς παλιοὺς μαστόρους-μαραγκούς.
Πολλὲς τώρα εἶναι οἱ φωτογραφίες ποὺ θυμίζουν τὸ παλιὸ τὸ ναυπηγεῖο, τὸ ὁποῖο βρίσκονταν «εἰς ὅλην τὴν μακρὰν καὶ πλάτείαν ἁμουδιὰν τὴν ἁπλουμένην μεταξὺ τῆς λίμνης τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τοῦ λιμένος».( Ἀλ. Παπαδιαμάντης)
«Ἐνθυμεῖσαι, συνεχίζει ὁ Σκιαθίτης λογογράφος, ὑπῆρχαν τότε τρία μεγάλα σκάφη πλησίον ἀλλήλων ναυπηγούμενα, ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἀρχιναυπηγόν. Θαυμάσιος ἄνθρωπος! Πῶς ἠδύνατο νὰ ἐπαρκῇ καὶ εἰς τὰ τρία, τρέχων ἀπὸ σκάφης εἰς σκάφην, μ᾿ ἕνα πῆχυν εἰς τὴν χεῖρα, μὲ μίαν στάθμην καὶ μ᾿ ἓν σκέπαρνον ἀπὸ τοῦ αὐχένος κρεμάμενον μὲ τὴν λαβὴν ἐπὶ τοῦ στέρνου. Καὶ ὁποία στρατιὰ ἀνθρώπων ἐτέλει ὑπὸ τὰς διαταγάς του! Ὁ πλοίαρχος, οἱ βοηθοί του, οἱ πριονισταί, οἱ πελεκηταί, οἱ μαραγκοὶ καὶ οἱ καλαφάται! Δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ Γύφτοι, οἵτινες εἶχον ἱδρύσει προχείρως ἀνὰ μίαν καλύβην ὄπισθεν ἑνὸς ἑκάστου τῶν σκαφῶν. Καὶ μὲ τὴν κάμινον πλήρη ἀνθράκων, μὲ τοὺς φυσητῆρας, μὲ τοὺς ἄκμονας, μὲ τοὺς ραιστῆρας καὶ τὰς βαρείας σφύρας των, ἔκοπταν, ἔκοπταν μεγάλα καρφία, τζαβέτες*. Ὁποῖος φοβερὸς θόρυβος! Οἱ κτύποι τοῦ ραιστῆρος ἔπνιγον τὸν ἔρρυθμον τριγμὸν τοῦ πρίονος, ὁ κρότος τοῦ σκεπάρνου ἐκάλυπτε τὸν δοῦπον τῆς ξυλίνης ματσόλας, δι᾿ ἧς ἐκτύπα τὸ στυππεῖον ὁ καλαφάτης, καὶ ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους κρότους ἐδέσποζεν ὁ βαρὺς ροῖβδος τοῦ πελωρίου ραιστῆρος, δι᾿ οὗ ἐνέπηγον τὰ χονδρὰ καρφιὰ καὶ τοὺς ξυλίνους ἥλους, τὲς καβίλιες, εἰς τὰς στρογγύλας πλευρὰς τοῦ κολοσσαίου σκάφους...»Ἀλ. Παπαδιαμάντης, Ὁλογυρα στὴν Λίμνην.
Νὰ γιατὶ ἀγαπάμε καὶ τιμᾶμε αὐτὰ τὰ κορυφαῖα πολιτιστικὰ τεκμήρια, ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἀκάματη καὶ πάντα φωτεινὴ προσπάθεια τοῦ καπετὰ Γιάννη Παρίσση. Ὁ ὁποῖος δὲν ἀγαπᾶ μονάχα τὴ Σκιάθο, τὴν πατρίδα του δηλαδη, καὶ τὴ ναυτικὴ παράδοσή της, ἀλλὰ σκύβει μὲ προσοχὴ πάνω τους καὶ συλλέγει ἕναν θησαυρό, ποὺ σήμερα μπορεῖ νὰ μὴν ἐκτιμᾶται ὅσο πρέπει, ὅμως μὲ τὰ χρόνια θὰ φανεῖ τὸ μεγαλόπνοο καὶ καθοριστικό γιὰ τὴ γνήσια Σκιαθ΄τικη παράδοση ἔργο του.
Ἀπὸ τὴ γείτονα νῆσο, τὴν πάλαι ποτὲ «ναυτικὴν νῆσον῾ ὅπως ἦταν κὰι ἡ Σκιάθος τὸν εὐγνωμονῶ γιὰ τὴν ἱστορική του αὐτὴ κατάθεση καὶ εὔχομαι νὰ βρεθεῖ χορηγός, ὥστε ὅλες αὐτὲς οἱ φωτογραφίες, ποὺ στόλισαν τόσα καὶ τόσα ἡμερόλόγια τοῦ Συλλόγου τῶν συνταξιούχων Ναυτικῶν τῆς Σκιάθου, νὰ διασωθοῦν σὲ λευκώματα, τὰ ὁποῖα θὰ τεκμηριώσουν πλήρως τὸν ποιητικὸ στίχο:»Εἴμαστε ἀπὸ καλὴ γενιά». Καὶ μήπως δὲν εἶναι ἔτσι;
Καὶ μὴ ξεχνᾶμε ἀκόμα, πὼς σ᾿ αὐτὸ τὸ ναυπηγεῖο δούλεψαν καὶ πολλοὶ Σκοπελίτες, ἐπιφανεῖς, μάλιστα, μαστόροι.
π. κ. ν. κ.
ΣΧΟΛΙΑ