ἤ, ξανακοιτώντας τὸ βιβλίο Γιῶργος. Τζαβάρας-Γιῶργος Χρυσούλης, Διερεύνηση τῆς ἐμεπιρικῆς μεθόδου τῆς ξυλοναυπηγικῆς. Μέσα ἀπὸ τὴν παρακολ...
ἤ, ξανακοιτώντας τὸ βιβλίο
Γιῶργος. Τζαβάρας-Γιῶργος Χρυσούλης, Διερεύνηση τῆς ἐμεπιρικῆς μεθόδου τῆς ξυλοναυπηγικῆς. Μέσα ἀπὸ τὴν παρακολούθηση τῆς κατασκευῆς ἑνὸς τρεχαντηριοῦ στὴ Σκόπελο [ἐπιβλέπων Καθηγητής Βασιλᾶτος Παναγιώτης, τοῦ Ε. Μ. Π. Ἰούλιος 2013, σ. σ. 121
Μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες μορφὲς γνήσιου πολιτισμοῦ καὶ ἔντιμης διακονίας τῆς Ἑλληνικῆς παράδοσης, ὑπῆρξε ἀναμφίβολα καὶ ἡ φωτεινὴ ἀκτινοβολία τῆς ναυπηγικῆς τέχνης, αὐτῆς δηλ. τῆς τέχνης, ποὺ οἱ παλιότεροι Σκοπελίτες προσπάθησαν, μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, νὰ τὴν καταστήσουν καὶ φανερώσουν παντοῦ, ὡς τέχνη ὀνομαστή, περήφανη καὶ μοναδική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δικαίως τὸ νησὶ αὐτὸ ὑπῆρξε καί, κατέστη μάλιστα, «ναυτικὴ νῆσος».
Ὅμως μὲ τὰ χρόνια, καὶ τὴν ἀδιαφορία ποὺ προστίθεται στὸν ψυχισμό μας, ὡς ἄλλη νόσος, αὐτὴ ἡ τέχνη ἄρχισε νὰ φθίνει. Νὰ λησμονιέται ἤ καὶ νὰ περιφρονεῖται, ὅπως τόσα καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ ἀνάπτυξαν τὸν γνήσιο καὶ ἀθανατο πολιτισμό μας, τὸν ἀθάνατο Σκοπελίτικο πολιτισμό. Ἀλήθεια, ἄν κοιτάξουμε γύρω μας ποῦ θὰ τὸν ἀντικρίσουμε ἀυτὸν τὸν πολιτισμό; Τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι μονάχα ρητορικό, ἀλλὰ καὶ ἀληθινό. Γιατὶ κοιτάξτε, λοιπόν, καὶ ἀναρωτηθεῖτε: ποῦ εἶναι στ᾿ ἀλήθεια, ὁ παλιὸς ὁ ταρσανᾶς, ὁ ἀπὸ αἰώνων ἑδρεύων στὴν κατὰ τὴν Ἅμμον τῆς Χώρας περιοχή. Ποῦ εἶναι οἱ παλιὲς οἱ καλιάγριες (έλαιοτριβεῖα), ποῦ εἶναι τὰ παλιὰ πατητήρια ( κσροῦτες), καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλα θεωρήθηκαν περιττὰ ἤ ἄχρηστα καὶ παραμερίστηκαν, γιὰ ἔρθουν στὴ θέση τους ἀνούσιες πρακτικές, ποὺ ὑποβιβάζουν τὴν ἀληθινὴ καὶ γνήσια παραδοση, τὴν ὁποία μὲ θυσίες πολλὲς καὶ σιωπηλὸ ἀγώνα ἔστησε αὐτὸ τὸ νησὶ καὶ παρέδωσε στὶς ἑπόμενες γενιές: τεκμήριο ἀλάθητο τῆς μεγαθυμίας του καὶ τοῦ εὐπρεποῦς σεβασμοῦ πρὸς τοὺς προγόνους του.
Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, λοιπον, καὶ συγκεκριμένα τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2013, σὲ καιροὺς πραγματικὰ ἀφεγγεῖς καὶ δύσκολους δύο νέοι ἄνθρωποι, ποὺ ἀγαποῦν μὲ πάθος τὸ νησί μας, προσπάθησαν, μὲ κόπους πολλοὺς καὶ μὲ μηδαμινὴ συνδρομὴ καὶ οίκονομικὴ παροχή, νὰ ξαναζωντανέψουν τὸ ἀμύθητο σὲ ἀξία, κλέος τῶν παλιῶν ναυπηγῶν τῆς Σκοπέλου. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ναυπηγός (σημειωθήτω: αύτοδίδακτος καὶ τὰ μέγιστα ἔμπειρος) Κωνσταντῖνος Ἰω. Κοσύφης κι ὁ ἄλλος ὁ Ρηγῖνος Ἰω. Καθηνιώτης, ναυτικός. Ἔτσι ἔστησαν τὸν ταρσανᾶ τους, δυστυχῶς ὄχι ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε, ἀντρώθηκε καὶ τελικῶς ἀποσύρθηκε, στὴν ἀρχαία «κατὰ τὴν Ἅμμον¨θέση του, ἀλλὰ σὲ κάποιο χτήμα στὸν Ἅγιο Ἀρτέμιο, στὸ Κεραμωτό ( λὲς καὶ ἦταν κεραμοποιεῖο!!!).
Μὲ ἀγώνα μεγάλο, λοιπόν, καὶ μὲ μεράκι ἀκόμα μεγαλύτερο πάσχισαν νὰ ἀναβιώσουν τὴν τέχνη τῶν πατέρων τους, αὐτῶν δηλαδή, ποὺ χάρισαν στὴ Σκόπελο σκαριὰ ὀνομαστά, περιούσια καὶ θαυμαστά.
Πῆρε, λοιπόν, ὁ Κωστας ὀ Κοσύφης τὰ ἐργαλεῖα τοῦ παπποῦ του, τοῦ μαστρο Μιχάλη Κ. Τσουκαλᾶ ( παλιοῦ ναυπηγοῦ καὶ γόνου ἀρχαίας ναυπηγικῆς οἰκογένειας) καὶ μὲ τὴν εὐχή του ἄρχισε νὰ «φαμπρικάρει» τὸ τρεχαντήρι τοῦ Ρήγα τοῦ Καθηνιώτη.Μὲ δυσκολίες πολλές, μὲ τὶς καθημερινὲς σειρίνες νὰ τοῦ λένε, «τί εἶναι αὐτὰ καημένε.!!!»., ἀλλὰ καὶ κόπο ἀβασταχτο, καταφερε ὁ Κ. Κοσύφης νὰ κατασκευάσει ἕνα σκάφος ὑπέροχο, καλοτάξιδο καὶ καλογραμμένο. Ποὺ «ἔπεσε» στὴ σκοπέλίτικη τὴ θάλασσα, ὅπου μύρια ὅσα πλεούμενα «ἔπεσαν», ἀφοῦ ναυπηγήθηκαν ἐκεῖ στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Κι «ἔπεσε», λοιπόν, στὴν ἴδια τὴ θάλασσα μετὰ ἀπὸ δεκαετίες πολλές. Κι εἶναι ἡ θάλασσα αὐτή, ἐκείνη ποὺ ἀγαπησαν οἱ πάτέρες μας καὶ τώρα τὴν κοιταζουν περήφανοι ἀπὸ ψηλά, συγκινημένοι καὶ βέβαιοι ὅτι τὰ Σκοπελίτικα καράβια θὰ συνεχίζουν νὰ τὴν ταξιδεύουν. Ὅπως ἔγινε τώρα, κομίζοντας πάνω στὴ γαλάζια της ἐπιφάνεια τὴ δόξα τοῦ σκοπελίτικου πεύκου καὶ τὴν ἀξιοσύνη τοῦ σκοπελίτη ναυπηγοῦ Κων. Ιω. Κοσύφη, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐχὲς ὅλων ὅσων εἶδαν αὐτὴ τὴν προσπάθεια ὡς ἕνα ἀκόμα τεκμήριο τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος μας, ποὺ τὸ πιστοποιεῖ ἐναρέτως καὶ πολλαπλῶς ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ «Εἴμαστε ἀπὸ καλὴ γενιά». Γιατὶ πράγματι, εἴμαστε ἀπὸ καλὴ καὶ περήφανη γενιά.
Ὅλη αὐτὴ τὴ δουλειά, λοιπόν, εἶδε ἀπὸ κοντὰ ὁ Γιῶργος ὁ Τζαβάρας, διπλωματοῦχος ναυπηγός τοῦ Ε. Μ. Πολυτεχνείου, καταγράφοντας βήμα-βήμα τὴν ὅλη προσπάθεια τοῦ μαστρο-Κώστα νὰ «σενιάρει» τὸ ὑλικὸ ποὺ εἶχε μπροστά του - κορμοὺς πέυκων ἀκατέργστους, στραβόξυλα κ.λ.π.-τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια μεταποιοῦνταν σὲ ναυπηγίσιμη ὕλη, γιὰ νὰ ἔχουν ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀποτέλεσμα: τὸ σκαρωμα τοῦ τρεχαντηριοῦ αὐτοῦ.
Μῆνες παρακολουθοῦσε ὁ Γ. Τζαβαρας τὸ σκάρωμα καὶ τὸ «πέτσωμα» τοῦ σκαριοῦ, κἀτι ποὺ ἀσφαλῶς ἐλαχιστοι ἔχουν τὴν τύχη νὰ τὸ ζήσουν ἀπό κοντά, γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς παρέδωσε τὴ λαμπρὴ μελετη του, ἡ ὁποία στὴν πρώτη της μορφὴ ἀποτέλεσε τὸ ὑλικὸ μιᾶς διάλεξης ποὺ δόθηκε στὴ Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων Μηχανικῶν τοῦ Ε. Μ. Πολυτεχνείου τὸν Ἰούλιο τοῦ 2013 ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὸν συσπουδαστή του Γιῶργο Χρυσούλη μὲ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ καθηγητῆ τους Παναγιώτη Βασιλάτου.
Αὐτὸς ποὺ γραφει τοῦτες τὶς γραμμές, χαιρετᾶ μὲ ἄφατη συγκίνηση αὐτὴ τὴν τέλεια ἀπὸ κάθε ἄποψη μελέτη τῶν δύο νέων ἐπιστημόνων, γιατὶ γνωρίζει πολὺ καλά, πῶς αὐτὴ ἡ διατριβὴ θὰ ἐνσωματωθεῖ στὴ διεθνῆ βιβλιογραφία, ἐπειδὴ εἶναι καὶ πρωτότυπη, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἀκριβὴς καὶ τὰ μέγιστα παραστατική, ἀφοῦ στολίζεται μὲ πλῆθος φωτογραφιῶν:παλαιῶν καὶ νέων.
Καθὼς κλείνω αὐτὴν τὴν παρουσίαση διερωτῶμαι καὶ λέω. Μά, καλά, κανένας φορέας δὲ βρέθηκε νὰ παρουσιάσει εὑρύτερα στὸ νησί μας αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ κατ᾿ ἐπέκταση αὐτὴ τὴν φωτεινὴ προσπάθεια τῆς ἀναβίωσης τῆς παλιᾶς ξυλοναυπηγικῆς τέχνης;
Ἀλήθεια, γιατὶ ἔχουμε σταθεῖ μονάχα στὰ «χορευτικά», στὶς «γιορτές» δαμάσκηνου, τραχανᾶ, τυρόπιττας, κ.λ.π; Καὶ γιατὶ ἐκθειάζουμε μονάχα τὴν παλιὰ σκοπελίτικη γυναικεία στολή; Μόνο ἐκεῖ, ἤ μᾶλλον μέχρι ἐκεῖ φτάνει ὁ πολιτισμός μας; Ἄν ἔτσι πιστεύουμε, νομίζω ὅτι θὰ πρέπει νὰ ξαναδοῦμε τὰ πράγματα καλύτερα, δηλαδή, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Παράδοσης ποὺ γέννησε αὐτὸ τό νησί. Ἀλλιῶς «στραβοαρμενίζουμε» κι οἱ ξέρες εἶανι σιμά μας...
π. κ. ν. κ
Γιῶργος. Τζαβάρας-Γιῶργος Χρυσούλης, Διερεύνηση τῆς ἐμεπιρικῆς μεθόδου τῆς ξυλοναυπηγικῆς. Μέσα ἀπὸ τὴν παρακολούθηση τῆς κατασκευῆς ἑνὸς τρεχαντηριοῦ στὴ Σκόπελο [ἐπιβλέπων Καθηγητής Βασιλᾶτος Παναγιώτης, τοῦ Ε. Μ. Π. Ἰούλιος 2013, σ. σ. 121
Μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες μορφὲς γνήσιου πολιτισμοῦ καὶ ἔντιμης διακονίας τῆς Ἑλληνικῆς παράδοσης, ὑπῆρξε ἀναμφίβολα καὶ ἡ φωτεινὴ ἀκτινοβολία τῆς ναυπηγικῆς τέχνης, αὐτῆς δηλ. τῆς τέχνης, ποὺ οἱ παλιότεροι Σκοπελίτες προσπάθησαν, μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, νὰ τὴν καταστήσουν καὶ φανερώσουν παντοῦ, ὡς τέχνη ὀνομαστή, περήφανη καὶ μοναδική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δικαίως τὸ νησὶ αὐτὸ ὑπῆρξε καί, κατέστη μάλιστα, «ναυτικὴ νῆσος».
Ὅμως μὲ τὰ χρόνια, καὶ τὴν ἀδιαφορία ποὺ προστίθεται στὸν ψυχισμό μας, ὡς ἄλλη νόσος, αὐτὴ ἡ τέχνη ἄρχισε νὰ φθίνει. Νὰ λησμονιέται ἤ καὶ νὰ περιφρονεῖται, ὅπως τόσα καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ ἀνάπτυξαν τὸν γνήσιο καὶ ἀθανατο πολιτισμό μας, τὸν ἀθάνατο Σκοπελίτικο πολιτισμό. Ἀλήθεια, ἄν κοιτάξουμε γύρω μας ποῦ θὰ τὸν ἀντικρίσουμε ἀυτὸν τὸν πολιτισμό; Τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι μονάχα ρητορικό, ἀλλὰ καὶ ἀληθινό. Γιατὶ κοιτάξτε, λοιπόν, καὶ ἀναρωτηθεῖτε: ποῦ εἶναι στ᾿ ἀλήθεια, ὁ παλιὸς ὁ ταρσανᾶς, ὁ ἀπὸ αἰώνων ἑδρεύων στὴν κατὰ τὴν Ἅμμον τῆς Χώρας περιοχή. Ποῦ εἶναι οἱ παλιὲς οἱ καλιάγριες (έλαιοτριβεῖα), ποῦ εἶναι τὰ παλιὰ πατητήρια ( κσροῦτες), καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλα θεωρήθηκαν περιττὰ ἤ ἄχρηστα καὶ παραμερίστηκαν, γιὰ ἔρθουν στὴ θέση τους ἀνούσιες πρακτικές, ποὺ ὑποβιβάζουν τὴν ἀληθινὴ καὶ γνήσια παραδοση, τὴν ὁποία μὲ θυσίες πολλὲς καὶ σιωπηλὸ ἀγώνα ἔστησε αὐτὸ τὸ νησὶ καὶ παρέδωσε στὶς ἑπόμενες γενιές: τεκμήριο ἀλάθητο τῆς μεγαθυμίας του καὶ τοῦ εὐπρεποῦς σεβασμοῦ πρὸς τοὺς προγόνους του.
Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, λοιπον, καὶ συγκεκριμένα τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2013, σὲ καιροὺς πραγματικὰ ἀφεγγεῖς καὶ δύσκολους δύο νέοι ἄνθρωποι, ποὺ ἀγαποῦν μὲ πάθος τὸ νησί μας, προσπάθησαν, μὲ κόπους πολλοὺς καὶ μὲ μηδαμινὴ συνδρομὴ καὶ οίκονομικὴ παροχή, νὰ ξαναζωντανέψουν τὸ ἀμύθητο σὲ ἀξία, κλέος τῶν παλιῶν ναυπηγῶν τῆς Σκοπέλου. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ναυπηγός (σημειωθήτω: αύτοδίδακτος καὶ τὰ μέγιστα ἔμπειρος) Κωνσταντῖνος Ἰω. Κοσύφης κι ὁ ἄλλος ὁ Ρηγῖνος Ἰω. Καθηνιώτης, ναυτικός. Ἔτσι ἔστησαν τὸν ταρσανᾶ τους, δυστυχῶς ὄχι ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε, ἀντρώθηκε καὶ τελικῶς ἀποσύρθηκε, στὴν ἀρχαία «κατὰ τὴν Ἅμμον¨θέση του, ἀλλὰ σὲ κάποιο χτήμα στὸν Ἅγιο Ἀρτέμιο, στὸ Κεραμωτό ( λὲς καὶ ἦταν κεραμοποιεῖο!!!).
Μὲ ἀγώνα μεγάλο, λοιπόν, καὶ μὲ μεράκι ἀκόμα μεγαλύτερο πάσχισαν νὰ ἀναβιώσουν τὴν τέχνη τῶν πατέρων τους, αὐτῶν δηλαδή, ποὺ χάρισαν στὴ Σκόπελο σκαριὰ ὀνομαστά, περιούσια καὶ θαυμαστά.
Πῆρε, λοιπόν, ὁ Κωστας ὀ Κοσύφης τὰ ἐργαλεῖα τοῦ παπποῦ του, τοῦ μαστρο Μιχάλη Κ. Τσουκαλᾶ ( παλιοῦ ναυπηγοῦ καὶ γόνου ἀρχαίας ναυπηγικῆς οἰκογένειας) καὶ μὲ τὴν εὐχή του ἄρχισε νὰ «φαμπρικάρει» τὸ τρεχαντήρι τοῦ Ρήγα τοῦ Καθηνιώτη.Μὲ δυσκολίες πολλές, μὲ τὶς καθημερινὲς σειρίνες νὰ τοῦ λένε, «τί εἶναι αὐτὰ καημένε.!!!»., ἀλλὰ καὶ κόπο ἀβασταχτο, καταφερε ὁ Κ. Κοσύφης νὰ κατασκευάσει ἕνα σκάφος ὑπέροχο, καλοτάξιδο καὶ καλογραμμένο. Ποὺ «ἔπεσε» στὴ σκοπέλίτικη τὴ θάλασσα, ὅπου μύρια ὅσα πλεούμενα «ἔπεσαν», ἀφοῦ ναυπηγήθηκαν ἐκεῖ στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Κι «ἔπεσε», λοιπόν, στὴν ἴδια τὴ θάλασσα μετὰ ἀπὸ δεκαετίες πολλές. Κι εἶναι ἡ θάλασσα αὐτή, ἐκείνη ποὺ ἀγαπησαν οἱ πάτέρες μας καὶ τώρα τὴν κοιταζουν περήφανοι ἀπὸ ψηλά, συγκινημένοι καὶ βέβαιοι ὅτι τὰ Σκοπελίτικα καράβια θὰ συνεχίζουν νὰ τὴν ταξιδεύουν. Ὅπως ἔγινε τώρα, κομίζοντας πάνω στὴ γαλάζια της ἐπιφάνεια τὴ δόξα τοῦ σκοπελίτικου πεύκου καὶ τὴν ἀξιοσύνη τοῦ σκοπελίτη ναυπηγοῦ Κων. Ιω. Κοσύφη, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐχὲς ὅλων ὅσων εἶδαν αὐτὴ τὴν προσπάθεια ὡς ἕνα ἀκόμα τεκμήριο τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος μας, ποὺ τὸ πιστοποιεῖ ἐναρέτως καὶ πολλαπλῶς ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ «Εἴμαστε ἀπὸ καλὴ γενιά». Γιατὶ πράγματι, εἴμαστε ἀπὸ καλὴ καὶ περήφανη γενιά.
Ὅλη αὐτὴ τὴ δουλειά, λοιπόν, εἶδε ἀπὸ κοντὰ ὁ Γιῶργος ὁ Τζαβάρας, διπλωματοῦχος ναυπηγός τοῦ Ε. Μ. Πολυτεχνείου, καταγράφοντας βήμα-βήμα τὴν ὅλη προσπάθεια τοῦ μαστρο-Κώστα νὰ «σενιάρει» τὸ ὑλικὸ ποὺ εἶχε μπροστά του - κορμοὺς πέυκων ἀκατέργστους, στραβόξυλα κ.λ.π.-τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια μεταποιοῦνταν σὲ ναυπηγίσιμη ὕλη, γιὰ νὰ ἔχουν ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀποτέλεσμα: τὸ σκαρωμα τοῦ τρεχαντηριοῦ αὐτοῦ.
Μῆνες παρακολουθοῦσε ὁ Γ. Τζαβαρας τὸ σκάρωμα καὶ τὸ «πέτσωμα» τοῦ σκαριοῦ, κἀτι ποὺ ἀσφαλῶς ἐλαχιστοι ἔχουν τὴν τύχη νὰ τὸ ζήσουν ἀπό κοντά, γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς παρέδωσε τὴ λαμπρὴ μελετη του, ἡ ὁποία στὴν πρώτη της μορφὴ ἀποτέλεσε τὸ ὑλικὸ μιᾶς διάλεξης ποὺ δόθηκε στὴ Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων Μηχανικῶν τοῦ Ε. Μ. Πολυτεχνείου τὸν Ἰούλιο τοῦ 2013 ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὸν συσπουδαστή του Γιῶργο Χρυσούλη μὲ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ καθηγητῆ τους Παναγιώτη Βασιλάτου.
Αὐτὸς ποὺ γραφει τοῦτες τὶς γραμμές, χαιρετᾶ μὲ ἄφατη συγκίνηση αὐτὴ τὴν τέλεια ἀπὸ κάθε ἄποψη μελέτη τῶν δύο νέων ἐπιστημόνων, γιατὶ γνωρίζει πολὺ καλά, πῶς αὐτὴ ἡ διατριβὴ θὰ ἐνσωματωθεῖ στὴ διεθνῆ βιβλιογραφία, ἐπειδὴ εἶναι καὶ πρωτότυπη, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἀκριβὴς καὶ τὰ μέγιστα παραστατική, ἀφοῦ στολίζεται μὲ πλῆθος φωτογραφιῶν:παλαιῶν καὶ νέων.
Καθὼς κλείνω αὐτὴν τὴν παρουσίαση διερωτῶμαι καὶ λέω. Μά, καλά, κανένας φορέας δὲ βρέθηκε νὰ παρουσιάσει εὑρύτερα στὸ νησί μας αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ κατ᾿ ἐπέκταση αὐτὴ τὴν φωτεινὴ προσπάθεια τῆς ἀναβίωσης τῆς παλιᾶς ξυλοναυπηγικῆς τέχνης;
Ἀλήθεια, γιατὶ ἔχουμε σταθεῖ μονάχα στὰ «χορευτικά», στὶς «γιορτές» δαμάσκηνου, τραχανᾶ, τυρόπιττας, κ.λ.π; Καὶ γιατὶ ἐκθειάζουμε μονάχα τὴν παλιὰ σκοπελίτικη γυναικεία στολή; Μόνο ἐκεῖ, ἤ μᾶλλον μέχρι ἐκεῖ φτάνει ὁ πολιτισμός μας; Ἄν ἔτσι πιστεύουμε, νομίζω ὅτι θὰ πρέπει νὰ ξαναδοῦμε τὰ πράγματα καλύτερα, δηλαδή, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Παράδοσης ποὺ γέννησε αὐτὸ τό νησί. Ἀλλιῶς «στραβοαρμενίζουμε» κι οἱ ξέρες εἶανι σιμά μας...
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ