Ὁ δρόμος εἶναι ἀκόμα ὑγρὸς ἀπὸ τὴν ψεσινὴ βροχή. Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ ἤλιος εἶναι σήμερα ἀνοιξιάτικος, ἑλκυστικός, ὑπέροχος. Λές καὶ κατέβηκε ἀπό ...
Ὁ δρόμος εἶναι ἀκόμα ὑγρὸς ἀπὸ τὴν ψεσινὴ βροχή. Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ ἤλιος εἶναι σήμερα ἀνοιξιάτικος, ἑλκυστικός, ὑπέροχος. Λές καὶ κατέβηκε ἀπό τὰ μυστικά του τὰ δώματα νὰ φωτίσει αὐτὴ τὴν ἐρημιὰ καὶ τὴν ἀπουσία.
Γιατὶ καθὼς περπατᾶς στὰ παλιὰ τὰ καλτερίμια καὶ πασχίζεις νὰ ἀρχειοθετήσεις τὶς ἀναμνήσεις σου, μὲ τὰ φευγάτα πιὰ πρόσωπα νὰ τὶς ὐψώνουν μέσα σου, μὲ φωνὲς, χειρονομίες, χαμόγελα καὶ δάκρυα, τότε νοιώθεις πὼς τὸ σεργιάνι αὐτὸ ἀποκτᾶ οὐσιαστικὸ νόημα. Γιατί, μέρες ποὺ εἶναι, μέρες προεόρτιες τῶν Χριστουγέννων, πασχίζεις νὰ ἐξετάσεις τὰ ὅσα θυμᾶσαι καὶ νὰ τὰ ταυτίσεις μὲ αὐτὰ ποὺ κάποτε, σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, τέτοιες χρονιάρες ἠμέρες ἔζησες. Ἔτσι μὲ ὀδύνη διαπιστώνεις πὼς ἐκεῖνοι, οἱ χθεσινοὶ ἄνθρωποι, ποὺ κατοικοῦσαν αὐτὸν τὸν τόπο, πέρασαν πιὰ τὴ θάλασσα τοῦ βίου τους. Τὴν δέπλευσαν τοῦ βίου τὴν θάλασσαν, ναί, ὡστόσο ἐκεῖνο ποὺ συνειδητὰ κι ἀπόλυτα βίωσαν ἦταν τὸ Μυστήριο τῆς Πτωχείας τοῦ Χριστοῦ, Μυστήριο, ποὺ ἀναντίρρητα ἑδράζεται πάνω στὸ λόγο τοῦ ἰεροῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ: «Δεῦτε λάβωμεν τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον Σπηλαίου». Κι εἶναι, ἀλλὰ καὶ ἐμβιώνεται, ὅπως διαπιστώνεται, ὁ λόγος αὐτὸς πέρα γιὰ πέρα ἀληθινὸς καὶ ἔντιμος. Γιατί, ὅπως πολὺ σωστὰ καταλαβαίνουμε, δὲν ἔχει καμμία ἀπόλυτως σχέση μὲ τὸν σημερινὸ νεοπλουτισμὸ, τὴν εὐδιάκριτη πρόκληση καὶ τὴν ἀπουσία φιλανθρώπου συνειδήσεως.
Αὐτὴν τὴν πτωχεία διακρίνεις καὶ σήμερα, καθὼς κοιτάζεις τὰ ἐρείπια αὐτά καὶ ἐξακριβώνεις πὼς τὰ σπίτια ἐκεῖνα ἦταν μικροκαμωμένα, λιτά, φτωχικά, ὡστόσο δομημένα μὲ μεράκι καὶ μὲ γνώμονα τὴ γειτονία, τὴ συντροφικότητα, τὴν παρέα. Ἐπειδὴ μὲ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς μποροῦσαν νὰ δημιουργήσουν ἕνα πολιτισμό, ποὺ δὲν ἐπαναλάμβανεται πιά. Πολιτισμό, ποὺ φαίνεται στὸ λιτὸ χτίσιμο τῶν σπιτιῶν, στὸ ἀρχοντικὸ καὶ λειτουργικὸ τζάκι ( παραστιά), στὰ καλοφτιαγμένα ἐργόχειρα, στὸν ἴδιο τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Μιᾶς ζωῆς πειθαρχημένης, ἀλλὰ καὶ κεντημένης κάποτε-κάποτε μὲ τὰ χρώματα τὰ γιορτινά, ποὺ παραμέριζαν τὴν καθημερινότητα καὶ φώτιζαν τὴν ψυχὴ μὲ αἰσιόδοξία καὶ χαμόγελο.
Κι ἦταν οἱ γιορτάδες, λοιπόν, ποὺ χάριζαν μὲ τὴν παρουσία τους αὐτὲς τὶς σωτήριες παρενθέσεις, ποὺ ἰσορροποῦσαν τὶς ταραγμένες, ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὶς ἔγνοιες, ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Οἱ καλὲς οἱ μέρες, ὅπως τὶς ὀνόμαζαν ( π.χ. τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τῶν Φώτων κ.λ.π.) ποὺ πασπάλιζαν τὶς ψυχὲς μὲ τὴ χρυσόσκονη τῆς εὐλογίας, ἀφοῦ χάριζαν σ᾿ αὐτὲς ἀνεπανάληπτα βιώματα, μὲ πρῶτο καὶ κύριο ἐκεῖνο τῆς γιορτῆς. Γιορτῆς στολισμένης μὲ τὴ νηστεία, τὴν προετοιμασία (ἀσβέστωμα παραστιᾶς, στρώσιμο τοῦ σπιτιοῦ μὲ καλύτερα στρωσίδια, τὸ Χριστόψωμο, τὶς τηγανίτες μὲ τὸ πετιμέζι, τὸ καλὸ φαΐ κ. ἄ). Μὲ κορυφαῖο, τὴν τιμὴ στὴ γιορτή,ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς μέρες τοῦ Δωδεαήμερου, πού, ὡστόσο, τὶς «λάμπρυναν» κι οἱ ἱστορίες μὲ τοὺς καλλικάτζαρους, οἱ ὁποῖοι ἦταν παρόντες τὶς μέρες αὐτές.
Σεργιανώντας, λοιπόν, ἀναμεσα στὰ σιωπηλὰ ἐρείπια , προσπαθεῖς νὰ τὰ ξαναδεῖς ὅπως τότε. Στερεωμένα, κατοικημένα, νοικοκυρεμένα, μὲ τὶς ἀναμμένες παραστιὲς νὰ ἀναδίδουν μιὰ ἀναμικτη μυρωδιὰ ἀπὸ καμμένο ξύλο,ὤριμο κυδώνι καὶ φρεσκοψημμένο ψωμί...Ἔτσι, γιὰ νὰ ξορκιστεῖ ἡ ἐρημιὰ κι ἡ ἐγκατάλειψη.
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009 /15 Δεκ. 2017 π.κ.ν. κ.
Γιατὶ καθὼς περπατᾶς στὰ παλιὰ τὰ καλτερίμια καὶ πασχίζεις νὰ ἀρχειοθετήσεις τὶς ἀναμνήσεις σου, μὲ τὰ φευγάτα πιὰ πρόσωπα νὰ τὶς ὐψώνουν μέσα σου, μὲ φωνὲς, χειρονομίες, χαμόγελα καὶ δάκρυα, τότε νοιώθεις πὼς τὸ σεργιάνι αὐτὸ ἀποκτᾶ οὐσιαστικὸ νόημα. Γιατί, μέρες ποὺ εἶναι, μέρες προεόρτιες τῶν Χριστουγέννων, πασχίζεις νὰ ἐξετάσεις τὰ ὅσα θυμᾶσαι καὶ νὰ τὰ ταυτίσεις μὲ αὐτὰ ποὺ κάποτε, σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, τέτοιες χρονιάρες ἠμέρες ἔζησες. Ἔτσι μὲ ὀδύνη διαπιστώνεις πὼς ἐκεῖνοι, οἱ χθεσινοὶ ἄνθρωποι, ποὺ κατοικοῦσαν αὐτὸν τὸν τόπο, πέρασαν πιὰ τὴ θάλασσα τοῦ βίου τους. Τὴν δέπλευσαν τοῦ βίου τὴν θάλασσαν, ναί, ὡστόσο ἐκεῖνο ποὺ συνειδητὰ κι ἀπόλυτα βίωσαν ἦταν τὸ Μυστήριο τῆς Πτωχείας τοῦ Χριστοῦ, Μυστήριο, ποὺ ἀναντίρρητα ἑδράζεται πάνω στὸ λόγο τοῦ ἰεροῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ: «Δεῦτε λάβωμεν τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον Σπηλαίου». Κι εἶναι, ἀλλὰ καὶ ἐμβιώνεται, ὅπως διαπιστώνεται, ὁ λόγος αὐτὸς πέρα γιὰ πέρα ἀληθινὸς καὶ ἔντιμος. Γιατί, ὅπως πολὺ σωστὰ καταλαβαίνουμε, δὲν ἔχει καμμία ἀπόλυτως σχέση μὲ τὸν σημερινὸ νεοπλουτισμὸ, τὴν εὐδιάκριτη πρόκληση καὶ τὴν ἀπουσία φιλανθρώπου συνειδήσεως.
Αὐτὴν τὴν πτωχεία διακρίνεις καὶ σήμερα, καθὼς κοιτάζεις τὰ ἐρείπια αὐτά καὶ ἐξακριβώνεις πὼς τὰ σπίτια ἐκεῖνα ἦταν μικροκαμωμένα, λιτά, φτωχικά, ὡστόσο δομημένα μὲ μεράκι καὶ μὲ γνώμονα τὴ γειτονία, τὴ συντροφικότητα, τὴν παρέα. Ἐπειδὴ μὲ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς μποροῦσαν νὰ δημιουργήσουν ἕνα πολιτισμό, ποὺ δὲν ἐπαναλάμβανεται πιά. Πολιτισμό, ποὺ φαίνεται στὸ λιτὸ χτίσιμο τῶν σπιτιῶν, στὸ ἀρχοντικὸ καὶ λειτουργικὸ τζάκι ( παραστιά), στὰ καλοφτιαγμένα ἐργόχειρα, στὸν ἴδιο τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Μιᾶς ζωῆς πειθαρχημένης, ἀλλὰ καὶ κεντημένης κάποτε-κάποτε μὲ τὰ χρώματα τὰ γιορτινά, ποὺ παραμέριζαν τὴν καθημερινότητα καὶ φώτιζαν τὴν ψυχὴ μὲ αἰσιόδοξία καὶ χαμόγελο.
Κι ἦταν οἱ γιορτάδες, λοιπόν, ποὺ χάριζαν μὲ τὴν παρουσία τους αὐτὲς τὶς σωτήριες παρενθέσεις, ποὺ ἰσορροποῦσαν τὶς ταραγμένες, ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὶς ἔγνοιες, ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Οἱ καλὲς οἱ μέρες, ὅπως τὶς ὀνόμαζαν ( π.χ. τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τῶν Φώτων κ.λ.π.) ποὺ πασπάλιζαν τὶς ψυχὲς μὲ τὴ χρυσόσκονη τῆς εὐλογίας, ἀφοῦ χάριζαν σ᾿ αὐτὲς ἀνεπανάληπτα βιώματα, μὲ πρῶτο καὶ κύριο ἐκεῖνο τῆς γιορτῆς. Γιορτῆς στολισμένης μὲ τὴ νηστεία, τὴν προετοιμασία (ἀσβέστωμα παραστιᾶς, στρώσιμο τοῦ σπιτιοῦ μὲ καλύτερα στρωσίδια, τὸ Χριστόψωμο, τὶς τηγανίτες μὲ τὸ πετιμέζι, τὸ καλὸ φαΐ κ. ἄ). Μὲ κορυφαῖο, τὴν τιμὴ στὴ γιορτή,ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς μέρες τοῦ Δωδεαήμερου, πού, ὡστόσο, τὶς «λάμπρυναν» κι οἱ ἱστορίες μὲ τοὺς καλλικάτζαρους, οἱ ὁποῖοι ἦταν παρόντες τὶς μέρες αὐτές.
Σεργιανώντας, λοιπόν, ἀναμεσα στὰ σιωπηλὰ ἐρείπια , προσπαθεῖς νὰ τὰ ξαναδεῖς ὅπως τότε. Στερεωμένα, κατοικημένα, νοικοκυρεμένα, μὲ τὶς ἀναμμένες παραστιὲς νὰ ἀναδίδουν μιὰ ἀναμικτη μυρωδιὰ ἀπὸ καμμένο ξύλο,ὤριμο κυδώνι καὶ φρεσκοψημμένο ψωμί...Ἔτσι, γιὰ νὰ ξορκιστεῖ ἡ ἐρημιὰ κι ἡ ἐγκατάλειψη.
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009 /15 Δεκ. 2017 π.κ.ν. κ.
ΣΧΟΛΙΑ