( ἤ, Ἔνας λόγος γιὰ τὸν παλιὸ Καραγκιόζη, μὲ ἀφορμὴ ἕνα χαριτωμένο γραφτό) Τοὺ Ἀντώνη, ὁλοδικό του, ποὺ μοῦ τὸ ξεκίνησε...) Στή μνήμη ἀνακαλ...
( ἤ, Ἔνας λόγος γιὰ τὸν παλιὸ Καραγκιόζη, μὲ ἀφορμὴ ἕνα χαριτωμένο γραφτό)
Τοὺ Ἀντώνη, ὁλοδικό του, ποὺ μοῦ τὸ ξεκίνησε...)
Στή μνήμη ἀνακαλοῦνται, τοῦτες τίς ὧρες πού γράφω αὐτά, τά χειμωνιάτικα ἐκεῖνα βράδυα, ὅταν ἐρχόνταν ὁ Καραγκιοζοπαίχτης στὸ χωριό, γιά νά δώσει παράσταση μέ τό ὑποτυπῶδες θέατρο σκιῶν, τὸ ὁποῖο ἔφερνε μαζί του - μέ χίλιους, εἶν᾿ ἀλήθεια κόπους- σέ κάποιο καφενεῖο καί νά ψυχαγωγήσει τούς παλιούς Κληματιανούς. Ἄναβε, λοιπόν, τή λάμπα του πού ἔκειγε ἀσετυλίνη πίσω ἀπό τή μικρή σκηνή καί παρουσίαζε στά μάτια καί τίς ψυχές μικρῶν καί μεγάλων κάποια ἱστορία μέ ἥρωες τόν πολύπαθο καί πολυμήχανο Καραγκιόζη, τόν, πάντοτε θῦμα, Χατζιαβάττη, τόν ἡρωϊκό μπάρμπα Γιῶργο, τόν λιμοκοντόρο Νιόνιο, ἀλλά καί τόν ἄγριο Βεληγκέκα, τόν αὐστηρό Βεζύρη κ. ἄ πολλούς, οἱ ὁποῖοι φάνταζαν στόν ψυχισμό τῶν μικρῶν παιδιῶν καί τῶν ἄλλω Κληματιανῶν, ὡς πραγματικά ὄντα, τά ὁποῖα συνυπάρχουν στήν καθημερινότητα καί στή ζωή τους. Γιατί μήν τό ξεχνᾶμε, πώς ἐκείνη τήν ἐποχή, καί μιλάμε γιά τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, τό Κλήμα μιά κλειστή κοινωνία ἦταν. Μήτε ἠλεκτρικό ὑπήρχε, μήτε δρόμος ἀμαξωτός, ἐνῶ σέ ὅλο τό χωριό ἦταν ζήτημα ἄν ὐπήρχαν 2-3 ραδιόφωνα μέ μπαταρία καί μιά χειροκίνητη τηλεφωνική συσκευή στό μαγαζί τοῦ μπάρμπα Κωστή τού Μπερδάνη, πού ἦταν κι ὁ γραμματικός τοῦ χωριοῦ, τῆς Κοινότητας.
Ἔρχονταν, λοιπόν, ὁ καραγκιοζοπαίχτης μέ τά σύνεργά του καί χάριζε στό μικρό χωριό μιά πρόσκαιρη ψυχαγωγία, πού ἦταν, κυρίως γιά μᾶς τά παιδιά, τόσο ὑπέροχη, ὥστε μέχρι σήμερα νά μένει ἀλησμόνητη. Γιατί ἀκόμα ἠχοῦν στ᾿ αὐτιά ἐκείνες οἱ περίεργες φράσεις τοῦ Βεληγκέκα «Πογιά! ὠρέ...», «Κατά διαταγήν τοῦ πολυχρονεμένου μας πασᾶ...» ἤ τοῦ μπάρμπα – Γιώργου πού ἀποκαλοῦσε τόν Καραγκιόζη «ὠρέ ζουντόβουλου...», τοῦ Νιόνιου μέ κεῖνα τά, «ναῖσκε...», τοῦ Μορφονιοῦ μέ τό χαρκατηρηστικό «οὐί...» καί πολλά. Κι ἀκόμα θυμᾶμαι ἐκείνη τήν ἁπλή μορφή τοῦ φτωχοῦ τοῦ καραγκιοζοπαίχτη, πού κάπνιζε συνεχῶς, ἀλλά εἶχε ἕνα ταλέντο, ὥστε νἀ σκορπάει τό χαμόγελο καί συνάμα νά χειρίζεται τίς πολύχρωμες φιγοῦρες του μέ μαεστρία καί πεῖρα. Νομίζω ὄτι τόν λέγανε μπάρμπα-Μήτσο... Δέν θυμᾶμαι, γιατί πέρασαν ἀπό τότε ἑξήντα χρόνια καί πολλά λησμονήθηκαν.
Ἕνα μονάχα δέ ξεχάστηκε: Ἐκείνη ἡ ἁπλότητα καί ἡ ὁμορφιά τῆς ψυχαγωγίας πού μᾶς χάριζε ὁ καραγκιοζοπαίχτης. Κι ἐδῶ θέλω νά καταθέσω τήν μεγάλη μου εὐγνωμοσύνη στόν μακαρίτη τόν παπποῦ μου τό Νικολάκη πού πάντα μέ ἔπαιρνε μαζί του σ᾿ αὐτές τίς παραστάσεις....Τίς ἀλησμόνητες τίς παραστάσεις καί τόσο διδακτικές.
π.κ. ν. κ
Τοὺ Ἀντώνη, ὁλοδικό του, ποὺ μοῦ τὸ ξεκίνησε...)
Στή μνήμη ἀνακαλοῦνται, τοῦτες τίς ὧρες πού γράφω αὐτά, τά χειμωνιάτικα ἐκεῖνα βράδυα, ὅταν ἐρχόνταν ὁ Καραγκιοζοπαίχτης στὸ χωριό, γιά νά δώσει παράσταση μέ τό ὑποτυπῶδες θέατρο σκιῶν, τὸ ὁποῖο ἔφερνε μαζί του - μέ χίλιους, εἶν᾿ ἀλήθεια κόπους- σέ κάποιο καφενεῖο καί νά ψυχαγωγήσει τούς παλιούς Κληματιανούς. Ἄναβε, λοιπόν, τή λάμπα του πού ἔκειγε ἀσετυλίνη πίσω ἀπό τή μικρή σκηνή καί παρουσίαζε στά μάτια καί τίς ψυχές μικρῶν καί μεγάλων κάποια ἱστορία μέ ἥρωες τόν πολύπαθο καί πολυμήχανο Καραγκιόζη, τόν, πάντοτε θῦμα, Χατζιαβάττη, τόν ἡρωϊκό μπάρμπα Γιῶργο, τόν λιμοκοντόρο Νιόνιο, ἀλλά καί τόν ἄγριο Βεληγκέκα, τόν αὐστηρό Βεζύρη κ. ἄ πολλούς, οἱ ὁποῖοι φάνταζαν στόν ψυχισμό τῶν μικρῶν παιδιῶν καί τῶν ἄλλω Κληματιανῶν, ὡς πραγματικά ὄντα, τά ὁποῖα συνυπάρχουν στήν καθημερινότητα καί στή ζωή τους. Γιατί μήν τό ξεχνᾶμε, πώς ἐκείνη τήν ἐποχή, καί μιλάμε γιά τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, τό Κλήμα μιά κλειστή κοινωνία ἦταν. Μήτε ἠλεκτρικό ὑπήρχε, μήτε δρόμος ἀμαξωτός, ἐνῶ σέ ὅλο τό χωριό ἦταν ζήτημα ἄν ὐπήρχαν 2-3 ραδιόφωνα μέ μπαταρία καί μιά χειροκίνητη τηλεφωνική συσκευή στό μαγαζί τοῦ μπάρμπα Κωστή τού Μπερδάνη, πού ἦταν κι ὁ γραμματικός τοῦ χωριοῦ, τῆς Κοινότητας.
Ἔρχονταν, λοιπόν, ὁ καραγκιοζοπαίχτης μέ τά σύνεργά του καί χάριζε στό μικρό χωριό μιά πρόσκαιρη ψυχαγωγία, πού ἦταν, κυρίως γιά μᾶς τά παιδιά, τόσο ὑπέροχη, ὥστε μέχρι σήμερα νά μένει ἀλησμόνητη. Γιατί ἀκόμα ἠχοῦν στ᾿ αὐτιά ἐκείνες οἱ περίεργες φράσεις τοῦ Βεληγκέκα «Πογιά! ὠρέ...», «Κατά διαταγήν τοῦ πολυχρονεμένου μας πασᾶ...» ἤ τοῦ μπάρμπα – Γιώργου πού ἀποκαλοῦσε τόν Καραγκιόζη «ὠρέ ζουντόβουλου...», τοῦ Νιόνιου μέ κεῖνα τά, «ναῖσκε...», τοῦ Μορφονιοῦ μέ τό χαρκατηρηστικό «οὐί...» καί πολλά. Κι ἀκόμα θυμᾶμαι ἐκείνη τήν ἁπλή μορφή τοῦ φτωχοῦ τοῦ καραγκιοζοπαίχτη, πού κάπνιζε συνεχῶς, ἀλλά εἶχε ἕνα ταλέντο, ὥστε νἀ σκορπάει τό χαμόγελο καί συνάμα νά χειρίζεται τίς πολύχρωμες φιγοῦρες του μέ μαεστρία καί πεῖρα. Νομίζω ὄτι τόν λέγανε μπάρμπα-Μήτσο... Δέν θυμᾶμαι, γιατί πέρασαν ἀπό τότε ἑξήντα χρόνια καί πολλά λησμονήθηκαν.
Ἕνα μονάχα δέ ξεχάστηκε: Ἐκείνη ἡ ἁπλότητα καί ἡ ὁμορφιά τῆς ψυχαγωγίας πού μᾶς χάριζε ὁ καραγκιοζοπαίχτης. Κι ἐδῶ θέλω νά καταθέσω τήν μεγάλη μου εὐγνωμοσύνη στόν μακαρίτη τόν παπποῦ μου τό Νικολάκη πού πάντα μέ ἔπαιρνε μαζί του σ᾿ αὐτές τίς παραστάσεις....Τίς ἀλησμόνητες τίς παραστάσεις καί τόσο διδακτικές.
π.κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ