(Στὴ Νατάσα Κεσμέτη καὶ στὴν προσφιλή της οἰκογένεια, θερινὸς χαιρετισμός) Ἕνα τρυφερὸ διήγημα τῆς κ. Νατάσας Κεσμέτη, " Ἡ ἱστορία το...
(Στὴ Νατάσα Κεσμέτη καὶ στὴν προσφιλή της οἰκογένεια, θερινὸς χαιρετισμός)
Ἕνα τρυφερὸ διήγημα τῆς κ. Νατάσας Κεσμέτη, " Ἡ ἱστορία τοῦ Γιώτη", ἱστορία ποὺ ἰχνογραφοῦσε, μὲ ζωηρὲς καὶ συγκινητικὲς πινελιές, τὸν παγοπώλη τῆς γειτονιᾶς της εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ θυμηθῶ κι ἐγὼ τὰ παλιὰ τὰ Κληματιανὰ τὰ καλοκαίρια τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 - 60, ὅταν μὲ τὸ καΐκι, κάθε Τετάρτη μεσημέρι, ἔφτανε στὸ σχεδὸν ὀρεινὸ χωριό μας ὁ πάγος.
Ὅμως ἄς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὄχι τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβουν οἱ νεότεροι, οἱ σημερινοί δηλαδὴ Νεο-Κληματιανοί, τὶς μικροχαρὲς τῶν παλιῶν, νοσταλγικῶν καλοκαιριῶν. Τῶν καλοκαιριῶν τοῦ παιοῦ μας χωριοῦ, ποὺ δὲν εἶχαν τουρισμό, ἄρα σκληρὸ ἀνταγωνισμό, εἶχαν ὅμως πλούσια τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐκεῖνα τὰ δροσερὰ πρωϊνὰ ἤ τ᾿ ἀστροστόλιστα τὰ βράδυα, ἄνοιγε ἠ ψυχὴ καὶ χαιρόταν μέσα σὲ κείνη τὴ θεϊκὴ ὀμορφιὰ ποὺ εὐωδίαζε βρεγμένο χῶμα, γαρύφαλλο, βασιλικό, πεῦκο καὶ φρέσκο θαλασσινὸ ἀγέρα.
Τότε, λοιπόν, ποὺ δὲν εἶχε τὸ χωριὸ ἠλεκτρικό, κάθε Τετάρτη ποὺ ἔρχονταν στὸ Λουτράκι τὸ καΐκι μὲ τὶς πραμάτιες ποὺ παραγγέλνανε οἱ μπακάληδες τοῦ χωριοῦ ἤ καὶ οἱ νοικοκυραίοι, μαζὺ μὲ ὄλα τὰ ἄλλα ἔφτανε στὸ χωριὸ κι ὁ πάγος. Δηλαδή, παγοκολόνες, ποὺ ἦταν τοποθετημένες μέσα σὲ μεγἀλα σακκιὰ καὶ τυλιγμένες σὲ ἐφημερίδες ἤ σὲ ἀχυρο... Κι ἔβλεπες νὰ στάζουν μέσα στὸ θερινὸ τὸ μεσημέρι τὰ τσουβάλια μὲ τὸν πάγο, φορτωμένα στὰ μουλάρια, τὰ ὁποῖα τότε φέρνανε τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ Λουτράκι σὲ ἀτελείωτες στράτες..
Ἀκόμα θυμᾶμαι τὴν ὤρα ποὺ ξεφόρτωναν τὸν πάγο στὴν τσιμεντένια αὐλὴ τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ μπάρμπα – Παναὴ τοῦ Παλαιολόγου, κι ὕστερα τὴ διαδικασία νὰ τὸν κόψουν, ὥστε νὰ χωρέσει στὸ μεγάλο ἐκεῖνο ξύλινο ψυγεῖο, μὲ τὸ καφετὶ τὸ χρῶμα καὶ τοὺς ψευτοασημένιες κλειδωνιὲς νὰ σφαλίζει ἠ ν᾿ ἀνοίγει...
Πόση χαρὰ κάναμε ὅταν περίσευε κανένα μικρὸ κομματακι ἀπὸ τὸν πάγο!! Τὸ πάιρναμε καὶ χωρὶς νὰ ξέρουμε τὶ κάναμε, τὸ πιπιλίζαμε μὲ εὐχαρίστηση, λὲς καὶ τρώγαμε παγωτό!!! Ὅμως ἡ μεγάλη μας χαρὰ ἦταν τὸ βραδυ, ὅταν πάγωναν οἱ λεμονάδες στὸ ψυγεῖο, ἐκεῖνες οἱ περίφημες καὶ γευστικότατες λεμοναδες ΕΨΑ... Μέσα στὸ θεϊκὸ τὸ θερινὸ τὸ βράδυ, λοιπόν, ἡ οἰκογένεια ἀγόραζε ἕνα μπουκάλι καὶ τὸ μοιραζόμασταν ὅλοι: Ἀπὸ ἔνα φυλτζανάκι, ἔτσι γιὰ τὸ καλό... Κι ὅμως εἴμασταν εὐχαριστημένοι, γιατὶ μετὰ ἀπὸ μιά-δυὸ μέρες ὁ πάγος ἔλιωνε καὶ περιμέναμε τὴν ἑπομένη Τετάρτη γιὰ νὰ φτάσει ὁ νέος πάγος στὸ χωριό...
Μέχρι ποὺ ἦρθε μιὰ μέρα, ὅπου ἄρχισαν νἀ σκάβουν στὸ χωριὸ καὶ νὰ βάζουν μεγάλους ,ψηλοὺς στήλους, ποὺ μύριζαν πίσσα. Σὲ λίγο ἄρχισαν νὰ ξετυλίγουν τὰ καλώδια καἲ νἄσου ὅλα τὰ σπίτια δέχτηκαν τὸ ἠλεκτρικό. Παραμέρισαν τότε οἱ λάμπες τοῦ πετρελαίου, λησμονήθηκε ὁ πάγος καὶ τὰ μεγαλα ἐκεῖνα ψυγεῖα πῆγαν στὸ περιθώριο γιὰ νὰ πάρουν τὴ θέση τους τὰ ἠλεκτρικὰ τὰ ψυγεῖα...
Τώρα πιὰ οἱ λεμονἀδες ἦταν σὲ ἀφθονία, ὅπως οἱ μπύρες κι ἄλλα ἀκόμα ἀγαθά. Μόνο ποὺ ἡ νοστιμιὰ έκείνης τῆς λεμονάδας τοῦ πάγου, κάτω ἀπὸ τὸν ἀστροστόλιστο θερινὸ οὐρανὸ δὲ ματάρθε ποτέ.
π..κ. ν. κ
Ἕνα τρυφερὸ διήγημα τῆς κ. Νατάσας Κεσμέτη, " Ἡ ἱστορία τοῦ Γιώτη", ἱστορία ποὺ ἰχνογραφοῦσε, μὲ ζωηρὲς καὶ συγκινητικὲς πινελιές, τὸν παγοπώλη τῆς γειτονιᾶς της εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ θυμηθῶ κι ἐγὼ τὰ παλιὰ τὰ Κληματιανὰ τὰ καλοκαίρια τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 - 60, ὅταν μὲ τὸ καΐκι, κάθε Τετάρτη μεσημέρι, ἔφτανε στὸ σχεδὸν ὀρεινὸ χωριό μας ὁ πάγος.
Ὅμως ἄς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὄχι τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβουν οἱ νεότεροι, οἱ σημερινοί δηλαδὴ Νεο-Κληματιανοί, τὶς μικροχαρὲς τῶν παλιῶν, νοσταλγικῶν καλοκαιριῶν. Τῶν καλοκαιριῶν τοῦ παιοῦ μας χωριοῦ, ποὺ δὲν εἶχαν τουρισμό, ἄρα σκληρὸ ἀνταγωνισμό, εἶχαν ὅμως πλούσια τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐκεῖνα τὰ δροσερὰ πρωϊνὰ ἤ τ᾿ ἀστροστόλιστα τὰ βράδυα, ἄνοιγε ἠ ψυχὴ καὶ χαιρόταν μέσα σὲ κείνη τὴ θεϊκὴ ὀμορφιὰ ποὺ εὐωδίαζε βρεγμένο χῶμα, γαρύφαλλο, βασιλικό, πεῦκο καὶ φρέσκο θαλασσινὸ ἀγέρα.
Τότε, λοιπόν, ποὺ δὲν εἶχε τὸ χωριὸ ἠλεκτρικό, κάθε Τετάρτη ποὺ ἔρχονταν στὸ Λουτράκι τὸ καΐκι μὲ τὶς πραμάτιες ποὺ παραγγέλνανε οἱ μπακάληδες τοῦ χωριοῦ ἤ καὶ οἱ νοικοκυραίοι, μαζὺ μὲ ὄλα τὰ ἄλλα ἔφτανε στὸ χωριὸ κι ὁ πάγος. Δηλαδή, παγοκολόνες, ποὺ ἦταν τοποθετημένες μέσα σὲ μεγἀλα σακκιὰ καὶ τυλιγμένες σὲ ἐφημερίδες ἤ σὲ ἀχυρο... Κι ἔβλεπες νὰ στάζουν μέσα στὸ θερινὸ τὸ μεσημέρι τὰ τσουβάλια μὲ τὸν πάγο, φορτωμένα στὰ μουλάρια, τὰ ὁποῖα τότε φέρνανε τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ Λουτράκι σὲ ἀτελείωτες στράτες..
Ἀκόμα θυμᾶμαι τὴν ὤρα ποὺ ξεφόρτωναν τὸν πάγο στὴν τσιμεντένια αὐλὴ τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ μπάρμπα – Παναὴ τοῦ Παλαιολόγου, κι ὕστερα τὴ διαδικασία νὰ τὸν κόψουν, ὥστε νὰ χωρέσει στὸ μεγάλο ἐκεῖνο ξύλινο ψυγεῖο, μὲ τὸ καφετὶ τὸ χρῶμα καὶ τοὺς ψευτοασημένιες κλειδωνιὲς νὰ σφαλίζει ἠ ν᾿ ἀνοίγει...
Πόση χαρὰ κάναμε ὅταν περίσευε κανένα μικρὸ κομματακι ἀπὸ τὸν πάγο!! Τὸ πάιρναμε καὶ χωρὶς νὰ ξέρουμε τὶ κάναμε, τὸ πιπιλίζαμε μὲ εὐχαρίστηση, λὲς καὶ τρώγαμε παγωτό!!! Ὅμως ἡ μεγάλη μας χαρὰ ἦταν τὸ βραδυ, ὅταν πάγωναν οἱ λεμονάδες στὸ ψυγεῖο, ἐκεῖνες οἱ περίφημες καὶ γευστικότατες λεμοναδες ΕΨΑ... Μέσα στὸ θεϊκὸ τὸ θερινὸ τὸ βράδυ, λοιπόν, ἡ οἰκογένεια ἀγόραζε ἕνα μπουκάλι καὶ τὸ μοιραζόμασταν ὅλοι: Ἀπὸ ἔνα φυλτζανάκι, ἔτσι γιὰ τὸ καλό... Κι ὅμως εἴμασταν εὐχαριστημένοι, γιατὶ μετὰ ἀπὸ μιά-δυὸ μέρες ὁ πάγος ἔλιωνε καὶ περιμέναμε τὴν ἑπομένη Τετάρτη γιὰ νὰ φτάσει ὁ νέος πάγος στὸ χωριό...
Μέχρι ποὺ ἦρθε μιὰ μέρα, ὅπου ἄρχισαν νἀ σκάβουν στὸ χωριὸ καὶ νὰ βάζουν μεγάλους ,ψηλοὺς στήλους, ποὺ μύριζαν πίσσα. Σὲ λίγο ἄρχισαν νὰ ξετυλίγουν τὰ καλώδια καἲ νἄσου ὅλα τὰ σπίτια δέχτηκαν τὸ ἠλεκτρικό. Παραμέρισαν τότε οἱ λάμπες τοῦ πετρελαίου, λησμονήθηκε ὁ πάγος καὶ τὰ μεγαλα ἐκεῖνα ψυγεῖα πῆγαν στὸ περιθώριο γιὰ νὰ πάρουν τὴ θέση τους τὰ ἠλεκτρικὰ τὰ ψυγεῖα...
Τώρα πιὰ οἱ λεμονἀδες ἦταν σὲ ἀφθονία, ὅπως οἱ μπύρες κι ἄλλα ἀκόμα ἀγαθά. Μόνο ποὺ ἡ νοστιμιὰ έκείνης τῆς λεμονάδας τοῦ πάγου, κάτω ἀπὸ τὸν ἀστροστόλιστο θερινὸ οὐρανὸ δὲ ματάρθε ποτέ.
π..κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ