Καθὼς τὸ καλοκαίρι ἀνοίγεται μπροστά μας, ἡ μνήμη εὐλαβικὰ προσέρχεται καὶ πάλι, σὲ τοπία περιούσια χρόνων παιδικῶν, γιὰ νὰ θυμηθεῖ, καὶ νὰ ...
Καθὼς τὸ καλοκαίρι ἀνοίγεται μπροστά μας, ἡ μνήμη εὐλαβικὰ προσέρχεται καὶ πάλι, σὲ τοπία περιούσια χρόνων παιδικῶν, γιὰ νὰ θυμηθεῖ, καὶ νὰ ξαναζήσει, τὴν ἀπλότητα καὶ τὴν εἰρήνη ἐκείνων τῶν, δύσκολων μέν, ἀλλὰ εὐλογημένων καιρῶν.
Νὰ θυμηθεῖ, πὼς μιὰ ἀπὸ τὶς ἀσχολίες τῶν παιδιῶν, μόλις ἔκλειναν τὰ Σχολεῖα, ἦταν νὰ μαζέψουν τὰ λεγόμενα «ἀριτσνουπίασματα», γιὰ τὴ φωτιά.
Τί, ὅμως ἦταν τὰ «ἀριτσνουπιάσματα»;
Ἀρχικὰ πρέπει νὰ ποῦμε πὼς ὅλα τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ, μέχρι τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, δὲν εἶχαν μήτε ἠλεκτρικὲς κουζίνες - τὸ ἠλεκτρικὸ ἦρθε πολὺ ἀργότερα, στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 - ἀλλὰ καὶ τὰ «πετρογκάζ» ἦταν σχεδὸν ἀνύπαρκτα, ἐνῶ οἱ γκαζιέρες σπάνιζαν. Ἔτσι, γιὰ νὰ μαγειρέψουν,ἀκόμα καὶ ζεστὸ γιὰ νὰ κάνουν, εἶχαν πάντα «ἀπήκου» τὴν παραστιά, ἕτοιμη δηλαδή νὰ τὴν ἀνάψουν τώρα τὸ καλοκαίρι, γιατὶ τὸ χειμώνα ἔκειγε νύχτα - μέρα. Λοιπὀν, ὡς προσάναμμα χρησιμοποιοῦσαν τὰ «ἀριτσνουπιάσματα», τὰ πελεκούδια, δηλαδή, ποὺ ἀπόμεναν ἀπὸ τὸ πελέκημα τοῦ πεύκου μὲ σκοπὸ τὴ ρητινοσυλλογή. Γιατὶ τὸ νησί, πευκόφυτο καθὼς εἶναι, εἶχε τὸ μεγιστο προνόμιο κάποτε, σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, νὰ συλλέγει πολὺ μεγἀλες ποσότητες ρετσίνας, καθὼς σὲ ὅλα τὰ δάση δούλευαν ἀσταμάτητα, ἀπὸ τὸν Ἀπριλομάη μέχρι τὸ φθινόπωρο, τόσο ντόπιοι ἐργάτες, ὅσο καὶ Εὐβοιῶτες, ἀλλὰ καὶ Λιαδρομίτες.
Πρὶν βγοῦν τὰ διάφορα «φάρμακα» ( εἰδικὰ ὀξέα ἦταν), τὰ ὁποῖα ἔβαζαν στὴν «πληγὴ», ὅταν δηλαδή ἀφαιροῦσαν τὸ φλοιὸ καὶ φτάνανε στὸ ξύλο τοῦ πεύκου, γιὰ νὰ αὐξάνεται ἡ ροὴ τῆς ρετσίνας, πελεκοῦσαν τὸν κορμό, μέχρι ν᾿ ἀρχίζει νὰ «δακρύζει». Τὀτε βάζανε ἀπὸκατω τὸ κουβούλι, τὸ τριγωνικό, δηλ. τσίγκινο δοχεῖο καὶ τὸ ἄφηναν μέχρι νὰ γεμίσει.
Ἔ, λοιπόν, αὐτὰ τὰ πελεκούδια μαζεύαμε. Ποὺ οἱ παλιὲς οἱ νοικοκυρὲς τὰ λέγανε κι «ἀριτσνουπίασματα». Δηλαδή, ἀ+ρετσίνα+πιάνω. Τὸ πιάνω δὲ ἐδῶ ἔχει τὴ σημασία τοῦ ἀναβω, κατὰ τὰ γνωστὴ στὸ νησὶ φρασεολογία: «ἔπιασε φωτιὰ στὸ τάδε μέρος κ. λ.π.
Πηγαίναμε στὸ δάσος μὲ τσουβάλια, τὰ γεμίζαμε καὶ τὰ φορτώναμε στὰ γαϊδουράκια, γιὰ νὰ περάσουμε τὴ χρονιά.
Μοσχομύριζε τὸ σπίτι φρέσκια ρετσίνα καθὼς αὐτὰ τὰ προσανάμματα, ποὺ ἄναβαν ἀμέσως, βοηθοῦσαν ν’ ἀναψει ἡ φωτιά.
Μονο ποὺ μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν καὶ ἄρχισε, ὅπως ἀναφέρθηκε, ἡ χρήση τῶν ὀξέων γιὰ αὔξηση τῆς ροῆς τῆς ρετσίνας ἀπὸ τὰ πεῦκα, τὰ πελεκούδια χάθηκαν, γιατὶ ἔπαψαν οἱ «ρετσινάδες» νὰ τὰ πελεκοῦν τὰ πεῦκα. Ἁπλῶς τὰ χάραζαν, ἀφοῦ ἀφαιροῦσαν τὸ φλοιό. Μέχρι ποὺ σταμάτησε κι ἡ ρητινοκαλλιέργεια στὸ νησί, γιὰ νὰ μείνουν ὅλ᾿ αὐτὰ στὴ Μνήμη καὶ στὴν καρδιὰ, τεκμήρια νοσταλγικὰ ἀπὸ ἕναν καιρὸ ποὺ δὲν θὰ ἐπιστρέψει πιά.
π..κ. ν. κ
Νὰ θυμηθεῖ, πὼς μιὰ ἀπὸ τὶς ἀσχολίες τῶν παιδιῶν, μόλις ἔκλειναν τὰ Σχολεῖα, ἦταν νὰ μαζέψουν τὰ λεγόμενα «ἀριτσνουπίασματα», γιὰ τὴ φωτιά.
Τί, ὅμως ἦταν τὰ «ἀριτσνουπιάσματα»;
Ἀρχικὰ πρέπει νὰ ποῦμε πὼς ὅλα τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ, μέχρι τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, δὲν εἶχαν μήτε ἠλεκτρικὲς κουζίνες - τὸ ἠλεκτρικὸ ἦρθε πολὺ ἀργότερα, στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 - ἀλλὰ καὶ τὰ «πετρογκάζ» ἦταν σχεδὸν ἀνύπαρκτα, ἐνῶ οἱ γκαζιέρες σπάνιζαν. Ἔτσι, γιὰ νὰ μαγειρέψουν,ἀκόμα καὶ ζεστὸ γιὰ νὰ κάνουν, εἶχαν πάντα «ἀπήκου» τὴν παραστιά, ἕτοιμη δηλαδή νὰ τὴν ἀνάψουν τώρα τὸ καλοκαίρι, γιατὶ τὸ χειμώνα ἔκειγε νύχτα - μέρα. Λοιπὀν, ὡς προσάναμμα χρησιμοποιοῦσαν τὰ «ἀριτσνουπιάσματα», τὰ πελεκούδια, δηλαδή, ποὺ ἀπόμεναν ἀπὸ τὸ πελέκημα τοῦ πεύκου μὲ σκοπὸ τὴ ρητινοσυλλογή. Γιατὶ τὸ νησί, πευκόφυτο καθὼς εἶναι, εἶχε τὸ μεγιστο προνόμιο κάποτε, σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, νὰ συλλέγει πολὺ μεγἀλες ποσότητες ρετσίνας, καθὼς σὲ ὅλα τὰ δάση δούλευαν ἀσταμάτητα, ἀπὸ τὸν Ἀπριλομάη μέχρι τὸ φθινόπωρο, τόσο ντόπιοι ἐργάτες, ὅσο καὶ Εὐβοιῶτες, ἀλλὰ καὶ Λιαδρομίτες.
Πρὶν βγοῦν τὰ διάφορα «φάρμακα» ( εἰδικὰ ὀξέα ἦταν), τὰ ὁποῖα ἔβαζαν στὴν «πληγὴ», ὅταν δηλαδή ἀφαιροῦσαν τὸ φλοιὸ καὶ φτάνανε στὸ ξύλο τοῦ πεύκου, γιὰ νὰ αὐξάνεται ἡ ροὴ τῆς ρετσίνας, πελεκοῦσαν τὸν κορμό, μέχρι ν᾿ ἀρχίζει νὰ «δακρύζει». Τὀτε βάζανε ἀπὸκατω τὸ κουβούλι, τὸ τριγωνικό, δηλ. τσίγκινο δοχεῖο καὶ τὸ ἄφηναν μέχρι νὰ γεμίσει.
Ἔ, λοιπόν, αὐτὰ τὰ πελεκούδια μαζεύαμε. Ποὺ οἱ παλιὲς οἱ νοικοκυρὲς τὰ λέγανε κι «ἀριτσνουπίασματα». Δηλαδή, ἀ+ρετσίνα+πιάνω. Τὸ πιάνω δὲ ἐδῶ ἔχει τὴ σημασία τοῦ ἀναβω, κατὰ τὰ γνωστὴ στὸ νησὶ φρασεολογία: «ἔπιασε φωτιὰ στὸ τάδε μέρος κ. λ.π.
Πηγαίναμε στὸ δάσος μὲ τσουβάλια, τὰ γεμίζαμε καὶ τὰ φορτώναμε στὰ γαϊδουράκια, γιὰ νὰ περάσουμε τὴ χρονιά.
Μοσχομύριζε τὸ σπίτι φρέσκια ρετσίνα καθὼς αὐτὰ τὰ προσανάμματα, ποὺ ἄναβαν ἀμέσως, βοηθοῦσαν ν’ ἀναψει ἡ φωτιά.
Μονο ποὺ μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν καὶ ἄρχισε, ὅπως ἀναφέρθηκε, ἡ χρήση τῶν ὀξέων γιὰ αὔξηση τῆς ροῆς τῆς ρετσίνας ἀπὸ τὰ πεῦκα, τὰ πελεκούδια χάθηκαν, γιατὶ ἔπαψαν οἱ «ρετσινάδες» νὰ τὰ πελεκοῦν τὰ πεῦκα. Ἁπλῶς τὰ χάραζαν, ἀφοῦ ἀφαιροῦσαν τὸ φλοιό. Μέχρι ποὺ σταμάτησε κι ἡ ρητινοκαλλιέργεια στὸ νησί, γιὰ νὰ μείνουν ὅλ᾿ αὐτὰ στὴ Μνήμη καὶ στὴν καρδιὰ, τεκμήρια νοσταλγικὰ ἀπὸ ἕναν καιρὸ ποὺ δὲν θὰ ἐπιστρέψει πιά.
π..κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ