(Στὴ σεπτὴ μνήμη τοῦ μπάρμπα Βαρσαμᾶ Νικ. Πολύζου καὶ τοῦ παπποῦ μου Νικολάκη Ἰω. Καραγιώργου, τὸ γένος Νικ. Πολύζου). Μιὰ σοβαρή, τιμητικὴ...
(Στὴ σεπτὴ μνήμη τοῦ μπάρμπα Βαρσαμᾶ Νικ. Πολύζου καὶ τοῦ παπποῦ μου Νικολάκη Ἰω. Καραγιώργου, τὸ γένος Νικ. Πολύζου).
Μιὰ σοβαρή, τιμητικὴ γιὰ τὸ χωριό μας τὸ Κλήμα ἀναρτηση ταξιδεύει μέσα στὴν ἀπέραντη θάλασσα τοῦ διαδικτύου, προκαλώτας τὸ ἐνδιαφέρον ὅσων τὴν ἐπισκέπτονται, καθὼς ὑψώνει στὴν ψυχὴ μὲ τὶς νοσταλγικὲς μνῆμες ποὺ προβαλλει. Πρόκειται γιὰ τὴν ἰστοσελίδα http://www.theskopelosproject.com/pics/pics_scenes.html τὴν ὁποία δημιούργησε ὁ γιατρὸς Βίκτωρ ( Βαρσαμᾶς) Νικ. Πολύζος στὴν Ἀτλάντα τῆς Ἀμερικῆς, ὅπου ζεῖ καὶ ἐργαζεται.
Ἡ ἰστοσελίδα, λοιπόν, αὐτὴ παρουσιαζει τὸ γενεαλογικὸ δέντρο τοῦ συντάκτη, ποὺ εἶναι ἀναλυτικό, ἐνημερωμένο πλήρως καὶ ταυτισμένο μὲ τὴν ἱστορία τοῦ χωριοῦ μας, ἀφοῦ παρουσιαζει ἕναν μεγαλο ἀριθμὸ ἀπὸ «σόγια», οἰκογένειες δηλαδή, μὲ βάση τὰ ἐπίθετα Πολύζος, Χήρας, Ραβανὸς καὶ Φηύγας.
Ὅμως μαζὺ μὲ ὅλ᾿ αὐτὰ ὁ Βικτωρ παραθέτει ἕναν ἰκανὸ ἀριθμὸ φωτογραφιῶν, κυρίως ἀπὸ τὸ Παλιὸ τὸ Κλήμα, προσφέροντας μας ἔτσι μιὰ ἱερὴ πινακοθήκη ἀπὸ πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ τεκμήρια μνήμης, ὅπως θὰ σημειώσω στὴ συνέχεια.
Δὲν θὰ πῶ ὄτι χάρηκα πολὺ γιὰ τὴν ἀναρτηση καὶ παρουσίαση αὐτῆς του τῆς ἔρευνας, ἀλλὰ θὰ προσθέσω ὄτι συγκινήθηκα σὲ μεγάλο βαθμό, ὅταν εἶδα πρόσωπα ποὺ σεβάστηκα, ἀφοῦ κοντά τους ἔμαθα ἀρκετὰ πράγματα καὶ βίωσα στιγμὲς πολὺ φωτεινές. Καὶ μιλῶ ἐδῶ γιὰ τὸν μπάρμπα –Βαρσαμᾶ τὸν Πολύζο, τὸν παπποῦ τοῦ Βίκτωρα ἀπὸ τὸ δεύτερο γιό του, τὸ Ντίνο, ποὺ ἦταν θεῖος τοῦ παπποῦ μου τοῦ Νικολάκη καὶ ἀδελφὸς τῆς μητέρας του Μαγδαληνῆς, ἡ ὁποία εἶχε παντρευτεῖ τὸν παπποῦ τὸ Γιαννέρη.
Ὁ μπαρμα-Βαρσαμᾶς, λοιπόν, ἦταν συν τοῖς ἄλλοις καὶ δεινὸς ψαρᾶς. Εἶχε δὲ ἔνα φελούκι, ἕνα μικρὸ δηλαδή βαρκάκι, ποὺ ἦταν βαμμένο στὸ χρῶμα τοῦ μίνιου καὶ τὸ φύλαγε στὸ τσαρδακι του, στοῦ «Κώστα».
Ὅταν ἤμουν ἔφηβος, λοιπόν, μὲ ἔπαιρνε στὸ γιαλό, στὸ ψάρεμα δηλαδή, καὶ τὸ χαιρόμουν αὐτό, γιατὶ ὁ μπάρμπας, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἦταν καὶ πολὺ νοικοκύρης, ἀλλὰ καὶ γραφικός. Δηλαδή, φώναζε χωρὶς νὰ μαλώνει καὶ «ἔβριζε»χωρὶς νὰ θίγει κανένα. Χώρια ποὺ ἦταν κι ἀρχοντάνθρωπος...
Τὸν ἄκουγες, λοιπόν, τὴν ὥρα τοῦ «χανέματος» νὰ φωνάζει:
-Σία, βρέ, τοὺ διξίς [τὸ κουπί, ἐννοοῦσε]... Δὲν ἀκοῦς; Ἀπουκεῖ ἀπ᾿ κρυώνει τοὺ φτύσ’θὰ κ’τάζεις νὰ κρατᾶς τοὺ καΐκ’ στοὺ dόπου...( ἀκίνητο δηλ.) [ Κι αὐτό, γιὰ νὰ πέφτει κάθετη ἡ πετονιά. Ἀλλιῶς τὴν ἔπαιρνε τὸ θαλασσιο ρέμα μαζὶ μὲ τὸ φελούκι].
Πάλι, ὅταν μπερδέυονταν τὸ ἁρμίδι ἤ βραχώνονταν τὸν ἄκουγες νὰ λέει..
-Κιαρατά, τοῦ Μπραήμ’ς , κιαρατά....
Ἔχω κι ἀλλοτε γραψει γι᾿ αὐτὰ τὰ «χανέματα», ποὺ μοῦ μένουν ἀλησμόνητα, ὅμως τώρα ποὺ εἶδα τὴ φωτ. μὲ τὸν μπάρμπα στὸ γαβούνι καὶ μπροστὰ στὸ παραγάδι, ξαναθυμήθηκα...
Ξαναθυμήθηκα τὴ χοντρή, ἀπὸ καραβόπανο, «χαν’κουσακκούλα», μὲ τὶς πινελιὲς τοῦ μινιου πάνω της καὶ κεῖνα τὰ ἁρμίδια, τὶς πετονιές δηλαδή, ποὺ ἁρματωνε ὁ ἴδιος... Ἀκόμα καὶ τὶς μολυβίθρες ἔχυνε μόνος του... Χώρια οἱ πετονιὲς γιὰ τὰ μεγάλα τὰ ψάρια, ποὺ ἀντὶ γιὰ μεσινέζα ἦταν δεμένα μὲ χοντρὸ σπάγκο. Αὐτές, λοιπόν, τὶς καλουμάριζε, μὲ δὀλωμα μικρὸ ψάρι, στὸ Πλαροννήσι ἤ στὸ Στρογγυλό, δένοντας τες γερὰ στὰ βράχια ποὺ εἶχαν σχηματίσει, μὲ τὴν παροδο τοῦ χρόνου, μικρές, ἀλλὰ γερὲς «δέστρες».
Ἀλησμόνητα, λοιπόν, μέινανε ἐκεῖνα τὰ θεϊκὰ θερινὰ πρωϊνὰ ποὺ πηγαίναμε γιὰ ψάρεμα μὲ τὸν μακαρίτη τὸν μπάρμπα Βαρσαμᾶ, τὸν ὁποῖο τελευταία φορά, γέροντα πλέον, τὸν εἶδα στὸ Βόλο, στὸ σπίτι τῆς θειᾶς τῆς Ἀνθούλας, τῆς κόρης του, κάποιο ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα... Μέχρι ποὺ ἔμαθα ὅτι ἔφυγε ἀπὸ τὸν κοσμο αὐτό, σὲ μεγαλη ἡλικία, ἀφήνοντας μνήμη ἀγαθή.
Τὸ φελούκι τὸ εἶχε πάρει ὁ μπάρμπα Βαγγέλης ὁ Εὐαγγελινός, ὁ ἐπονομαζόμενος Βλαχάκης καὶ μέχρι πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια τὸ ἔβλεπα στὸ τσαρδάκι, στὴν Ἁρμενόπετρα... Σήμερα ἀγνοῶ τὶ ἔγινε.
(συνεχίζεται)
π. κ. ν. κ.
Μιὰ σοβαρή, τιμητικὴ γιὰ τὸ χωριό μας τὸ Κλήμα ἀναρτηση ταξιδεύει μέσα στὴν ἀπέραντη θάλασσα τοῦ διαδικτύου, προκαλώτας τὸ ἐνδιαφέρον ὅσων τὴν ἐπισκέπτονται, καθὼς ὑψώνει στὴν ψυχὴ μὲ τὶς νοσταλγικὲς μνῆμες ποὺ προβαλλει. Πρόκειται γιὰ τὴν ἰστοσελίδα http://www.theskopelosproject.com/pics/pics_scenes.html τὴν ὁποία δημιούργησε ὁ γιατρὸς Βίκτωρ ( Βαρσαμᾶς) Νικ. Πολύζος στὴν Ἀτλάντα τῆς Ἀμερικῆς, ὅπου ζεῖ καὶ ἐργαζεται.
Ἡ ἰστοσελίδα, λοιπόν, αὐτὴ παρουσιαζει τὸ γενεαλογικὸ δέντρο τοῦ συντάκτη, ποὺ εἶναι ἀναλυτικό, ἐνημερωμένο πλήρως καὶ ταυτισμένο μὲ τὴν ἱστορία τοῦ χωριοῦ μας, ἀφοῦ παρουσιαζει ἕναν μεγαλο ἀριθμὸ ἀπὸ «σόγια», οἰκογένειες δηλαδή, μὲ βάση τὰ ἐπίθετα Πολύζος, Χήρας, Ραβανὸς καὶ Φηύγας.
Ὅμως μαζὺ μὲ ὅλ᾿ αὐτὰ ὁ Βικτωρ παραθέτει ἕναν ἰκανὸ ἀριθμὸ φωτογραφιῶν, κυρίως ἀπὸ τὸ Παλιὸ τὸ Κλήμα, προσφέροντας μας ἔτσι μιὰ ἱερὴ πινακοθήκη ἀπὸ πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ τεκμήρια μνήμης, ὅπως θὰ σημειώσω στὴ συνέχεια.
Δὲν θὰ πῶ ὄτι χάρηκα πολὺ γιὰ τὴν ἀναρτηση καὶ παρουσίαση αὐτῆς του τῆς ἔρευνας, ἀλλὰ θὰ προσθέσω ὄτι συγκινήθηκα σὲ μεγάλο βαθμό, ὅταν εἶδα πρόσωπα ποὺ σεβάστηκα, ἀφοῦ κοντά τους ἔμαθα ἀρκετὰ πράγματα καὶ βίωσα στιγμὲς πολὺ φωτεινές. Καὶ μιλῶ ἐδῶ γιὰ τὸν μπάρμπα –Βαρσαμᾶ τὸν Πολύζο, τὸν παπποῦ τοῦ Βίκτωρα ἀπὸ τὸ δεύτερο γιό του, τὸ Ντίνο, ποὺ ἦταν θεῖος τοῦ παπποῦ μου τοῦ Νικολάκη καὶ ἀδελφὸς τῆς μητέρας του Μαγδαληνῆς, ἡ ὁποία εἶχε παντρευτεῖ τὸν παπποῦ τὸ Γιαννέρη.
Ὁ μπαρμα-Βαρσαμᾶς, λοιπόν, ἦταν συν τοῖς ἄλλοις καὶ δεινὸς ψαρᾶς. Εἶχε δὲ ἔνα φελούκι, ἕνα μικρὸ δηλαδή βαρκάκι, ποὺ ἦταν βαμμένο στὸ χρῶμα τοῦ μίνιου καὶ τὸ φύλαγε στὸ τσαρδακι του, στοῦ «Κώστα».
Ὅταν ἤμουν ἔφηβος, λοιπόν, μὲ ἔπαιρνε στὸ γιαλό, στὸ ψάρεμα δηλαδή, καὶ τὸ χαιρόμουν αὐτό, γιατὶ ὁ μπάρμπας, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἦταν καὶ πολὺ νοικοκύρης, ἀλλὰ καὶ γραφικός. Δηλαδή, φώναζε χωρὶς νὰ μαλώνει καὶ «ἔβριζε»χωρὶς νὰ θίγει κανένα. Χώρια ποὺ ἦταν κι ἀρχοντάνθρωπος...
Τὸν ἄκουγες, λοιπόν, τὴν ὥρα τοῦ «χανέματος» νὰ φωνάζει:
-Σία, βρέ, τοὺ διξίς [τὸ κουπί, ἐννοοῦσε]... Δὲν ἀκοῦς; Ἀπουκεῖ ἀπ᾿ κρυώνει τοὺ φτύσ’θὰ κ’τάζεις νὰ κρατᾶς τοὺ καΐκ’ στοὺ dόπου...( ἀκίνητο δηλ.) [ Κι αὐτό, γιὰ νὰ πέφτει κάθετη ἡ πετονιά. Ἀλλιῶς τὴν ἔπαιρνε τὸ θαλασσιο ρέμα μαζὶ μὲ τὸ φελούκι].
Πάλι, ὅταν μπερδέυονταν τὸ ἁρμίδι ἤ βραχώνονταν τὸν ἄκουγες νὰ λέει..
-Κιαρατά, τοῦ Μπραήμ’ς , κιαρατά....
Ἔχω κι ἀλλοτε γραψει γι᾿ αὐτὰ τὰ «χανέματα», ποὺ μοῦ μένουν ἀλησμόνητα, ὅμως τώρα ποὺ εἶδα τὴ φωτ. μὲ τὸν μπάρμπα στὸ γαβούνι καὶ μπροστὰ στὸ παραγάδι, ξαναθυμήθηκα...
Ξαναθυμήθηκα τὴ χοντρή, ἀπὸ καραβόπανο, «χαν’κουσακκούλα», μὲ τὶς πινελιὲς τοῦ μινιου πάνω της καὶ κεῖνα τὰ ἁρμίδια, τὶς πετονιές δηλαδή, ποὺ ἁρματωνε ὁ ἴδιος... Ἀκόμα καὶ τὶς μολυβίθρες ἔχυνε μόνος του... Χώρια οἱ πετονιὲς γιὰ τὰ μεγάλα τὰ ψάρια, ποὺ ἀντὶ γιὰ μεσινέζα ἦταν δεμένα μὲ χοντρὸ σπάγκο. Αὐτές, λοιπόν, τὶς καλουμάριζε, μὲ δὀλωμα μικρὸ ψάρι, στὸ Πλαροννήσι ἤ στὸ Στρογγυλό, δένοντας τες γερὰ στὰ βράχια ποὺ εἶχαν σχηματίσει, μὲ τὴν παροδο τοῦ χρόνου, μικρές, ἀλλὰ γερὲς «δέστρες».
Ἀλησμόνητα, λοιπόν, μέινανε ἐκεῖνα τὰ θεϊκὰ θερινὰ πρωϊνὰ ποὺ πηγαίναμε γιὰ ψάρεμα μὲ τὸν μακαρίτη τὸν μπάρμπα Βαρσαμᾶ, τὸν ὁποῖο τελευταία φορά, γέροντα πλέον, τὸν εἶδα στὸ Βόλο, στὸ σπίτι τῆς θειᾶς τῆς Ἀνθούλας, τῆς κόρης του, κάποιο ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα... Μέχρι ποὺ ἔμαθα ὅτι ἔφυγε ἀπὸ τὸν κοσμο αὐτό, σὲ μεγαλη ἡλικία, ἀφήνοντας μνήμη ἀγαθή.
Τὸ φελούκι τὸ εἶχε πάρει ὁ μπάρμπα Βαγγέλης ὁ Εὐαγγελινός, ὁ ἐπονομαζόμενος Βλαχάκης καὶ μέχρι πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια τὸ ἔβλεπα στὸ τσαρδάκι, στὴν Ἁρμενόπετρα... Σήμερα ἀγνοῶ τὶ ἔγινε.
(συνεχίζεται)
π. κ. ν. κ.
ΣΧΟΛΙΑ