Πρωτομαγιὲς στὸ Παλιὸ τὸ Κλήμα
«Τοὺ Μαϊἀτ’κου τοὺ κουφνά’κ μὶ τοὺ γάλα, τὰ καψμάδια κι τοὺ Μάη...»
Χαιρετισμὸς ἑόρτιος καὶ πάλι στούς, Παναγιώτη, Γιάννη, Ἀντώνη καὶ Στάθη
Ἔχουν περάσει πιὰ ἐκεῖνα τὰ χρόνια ποὺ ἡ ἁπλότητα, ἡ νοικοκυρωσύνη καὶ ἡ «πτηδιοσύνη» μετροῦσαν ὠς τεκμήρια ἑνὸς ἰδιώνυμου πολιτισμοῦ, ξεχασμένου σήμερα. Γιατὶ ἦρθε καιρὸς ποὺ ὅλα, ἤ σχεδὸν ὅλα, ὅσα ζήσαμε οἱ παλιότεροι ὡς ἀξίες καὶ κανόνες εὐπρεποῦς συμπεριφορᾶς ἀμφισβητοῦνται πιά, καταργοῦνται μὲ τὸ χρόνο καὶ ἐμπαίζονται.
Ἔτσι οἱ γιορτάδες οἱ παραδοσιακὲς παραμέρισαν, γιὰ νὰ καταλάβουν τὶς θέσεις τους ἄλλες «γιορτές», ποὺ καμμιὰ σχέση δὲν ἔχουν μὲ τὴν Ἑλληνορθοδοξία: Τὸν βασικὸ αὐτὸν πυλώνα ἐξακτινώσεως ἑνὸς μεγαλου ἀριθμοῦ πολιτισμικῶν μας ἐκφάνσεων (π.χ, πανηγύρεων, ἀγροτοναυτικῶν δραστηριοτήτων, ἐκδηλώσεων ἐθιμικῆς συμπεριφορᾶς, κ. ἄ).
Γι᾿ αὐτὸ σήμερα εὔκολα ἀπεκδύεται ὁ χιτώνας τῆς Ἑλληνορθοδόξου ταυτότητος, ὥστε νὰ θεωρηθεῖ ἡ κάθε ἐκδήλωση ἁπλῶς «folklor” ἤ, ἔστω μιὰ ἀκόμα εὐκαιρία νὰ ψυχαγωγηθοῦμε ( μὲ τὴν τρέχουσα σημασία της γράφεται ἡ λ. κι ὄχι μὲ τὴν ἀρχική, τὴν οὐσιαστικὴ).
Πρωτομαγιὰ αὔριο, λοιπόν. Μὲ ὅλη της τὴν ἐθιμικὴ ὁμορφιὰ στολισμένη καὶ φυσικὰ μὲ τὴν ἀνάλογη εἰδική της βαρύτητα, ποὺ τῆς προσδίδει μιὰν ἱεροπρέπεια, καθὼς τὰ πάντα πρέπει νὰ γίνουν καὶ νὰ τελεστοῦν σύμφωνα μὲ τοὺς ἀπαράβατους κανόνες. Κανόνες ποὺ συντηροῦν ἕνα τελετουργικό, ἀλλὰ καὶ καθησυχάζουν τὶς συνειδήσεις τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ὅτι ἔπραξαν τὸ καθῆκον τους. Κι εἶναι, ὄντως, μεγαλη ἡ συγκίνηση ποὺ πλημυρίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ εἶναι, καθὼς ἀναλογίζεται κάποιος ὅλους ἐκείνους τοὺς δικούς του ἀνθρώπους, ποὺ ἤξεραν πολὺ καλὰ νὰ τιμοῦν καὶ νὰ χαίρονται τὴ μέρα αὐτή, ὅπως ἤξεραν νὰ τιμοῦν καὶ νὰ χαίρονται τὶς μεγαλες γιορτάδες.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ φαίνεται σήμερα παράξενο στὴ νέα γενιὰ τὸ νὰ θυμίσεις ὅτι π.χ. τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτομαγιᾶς ἦταν ἀπαραίτητο ἡ νύφη νὰ πάει στὴν πεθερά της τὸ «Μάη», δηλαδή, ἐκεῖνο τὸ κοφινάκι μὲ λεπτοδουλειὰ καμωμένο (τέτοια ἔφτιαχνε τοῦ «Κώστα» ὁ μπάρμπα Γιάννης ὁ Καραστάθης), στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε ἠ καράφα μὲ τὸ φρεσκο γίδινο γάλα, τὰ «κσψ’μάδια» ἠ τὰ «κ’λούρια» κι ὁ μάης, δηλαδή, ἕνα στεφάνι φτιαγμένο μὲ μεγάλες μαργαρίτες, μαγιάτικα τριαντάφυλλα καὶ ἄλλα λουλούδια.
Σὲ ὤρα δειλινοῦ ξεκινοῦσαν μὲ τὸ κοφινάκι σκεπασμένο πάντα μὲ τὸ φρεσκοσιδερωμένο πετσετάκι, ἐνῶ ἀπὸ μέσα, ἀπὸ τὰ παραθυρα οἱ γειτόνισσες παρακολουθῦσαν λέγοντας, ἀκόμα καὶ στὸν ἑαυτό τους.
-Ἀρή, τοὺ Μάη πάει ζ’ biθιρά τς᾿!!!
Γιὰ νὰ μὴ λησμονηθεῖ, θυμίζω ἐδῶ, πὼς στὰ χρόνια τοῦ τέλους τοῦ 1950 καὶ μετά, τὰ παξιμάδια, ἐκεῖνα τὰ θαυμἀσια καὶ μὲ τέχνη καμωμένα γλυκίσματα, τὰ προμηθεύονταν ἀπὸ τὴ Γλώσσα, ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο μπάρμπα-Τρύφωνα καὶ τὴ θειὰ Χρυσάνθη, ποὺ ἦταν κορυφαῖοι στὴ δουλειά τους τότε... Τὴν ἄλλη μέρα τώρα, τὴν Πρωτομαγιά. Τὸ πανάρχαιο τελετουργικὸ ἤθελε νὰ σηκωθεῖ πρωῒ ὁ νοικοκύρης, πρὶν γκαρίξει ὁ γάϊδαρος, καὶ νὰ «ξορκίσει» ὅλα τὰ κακά. Μαμούδια, ἀγουστέρες, φίδια, ποντίκια κ.λ.π. Ὕστερα δένανε τὸ μάη, γιὰ τὸ καλὸ στὴν ἐξώπορτα - ἐκτὸς ἄν τὸν εἶχε φέρει ἡ νύφη- κι ἀμέσως ἄρχιζε ἡ ἑτοιμασία γιὰ γιορτάσουν τὴ μέρα αὐτή.
Ὅπως εἶχα γράψει παλιότερα, ἀμίμητες καὶ ἀλησμόνητες θὰ μείνουν οἱ πρωτομαγιὲς στὴν Ἁρμενόπετρα, ποὺ εὐωδίαζε ἄνοιξη καὶ φρεσκοπλυμένο φύκι. Μέσα στὸ ἐαρινὸ τὸ μεσημέρι ἄκουγες βελάσματα κατσικιῶν καὶ τραγούδια... Κι ἄν ἠ αὔρα τῆς θάλασσας, γύρω στὸ ἀπόγευμα, δυνάμωνε κάπως ἀνέβαζε ἐκεῖνες τὶς εὐωδιές, τὶς ἀλησμόνητες, ἀπὸ ἅλμη, ματζουράνας καὶ τριαντάφυλλου, ἀλλὰ καὶ εὐώδους παλιοῦ κληματιανοῦ κρασιοῦ πνιγμένου στὶς ἔσχατες καπνιὲς ἀπὸ τὰ ψητὰ παΐδια..
.
π.κ.ν.κ. Παραμονὴ Πρωτομαγιᾶς 2017
ΣΧΟΛΙΑ