ἤ, Τότε ποὺ τὸ χωριό μας εὐωδίαζε ἀπὸ τὰ ἀρώματα τὰ πασχαλινά... Ὅσοι θυμοῦνται τὶς μεγάλες καὶ σημαδιακὲς μέρες τοῦ Μ. Σαββάτου καὶ τῆς Κ...
ἤ, Τότε ποὺ τὸ χωριό μας εὐωδίαζε ἀπὸ τὰ ἀρώματα τὰ πασχαλινά...
Ὅσοι θυμοῦνται τὶς μεγάλες καὶ σημαδιακὲς μέρες τοῦ Μ. Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα θὰ αἰσθάνονται ἀκόμα ἐκεῖνες τὶς ζωντανὲς τὶς εὐωδιὲς ἀπὸ πασχαλινὴ φρεσκοψημμένη κουλούρα καὶ ἄρωμα Ἐπιταφίου ἀπὸ τὴ χθεσινοβραδυνή Του λιτανεία, ποὺ πλημμυριζε τὸ χωριὸ τὰ πρωϊνὰ τοῦ Μ. Σαββάτου. Λιτανεία ἀθάνατη, γιατὶ μὲ τὶς δεήσεις σὲ σημεῖα καίρια τοῦ χωριοῦ, γιὰ εὐλογία περισσὴ καὶ παντοτεινή, ὥστε νὰ παραμείνει σκέπη θεϊκὴ στὴ μικρὴ κοινωνία τῶν Κληματιανῶν.
Κι ὕστερα ἦταν ἡ φωτεινὴ βραδυὰ, λίγο πρὶν τὴν Ἀνάσταση, μὲ κείνη τὴ σιωπή, τὴν ἐγκαρτέρηση, τὰ μισοφωτισμένα σπίτια καὶ τὶς εὐωδιὲς ποὺ ξεχύνονταν ἀπὸ βραστὸ ἤ μαγειρεμένο ἀρνὶ ἤ κατσίκι, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐωδιὰ τῶν μαγιάτικων τριαντάφυλλων, ποὺ ἔστελναν τὸ ἄρωμά τους παντοῦ, καθὼς ξημέρωνε χρονιάρα μέρα.
Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ ἀπομένει στὴν ψυχὴ ἀνόθευτο καὶ πάντα θαλερὸ ἦταν ἡ εὐωδιὲς ποὺ γεύονταν ὁ κάθε Κληματιανὸς μετὰ τὴν Πασχαλια χαρὰ τῆς θείας Λειτουργίας, ὅταν κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, ἀπολέιτουργα, καὶ περνώντας ἀπὸ τὸ Ρέμα ζοῦσαν στιγμὲς ἀνεπάνηλπτες, καθὼς ἄκουγε τὸ νερὸ νὰ κελαρύζει, τὶς ἀνθισμένες πορτοκαλιὲς καὶ λεμονιές-δὲν ἦνατ καὶ λ΄γες ἐκεῖ-νὰ στέλνουν τὴν πασχάλια εὐχή τους μὲ ραντισμοὺς ἀρωμάτων, συνταιριασμένους ἀπόλυτα μὲ τὴν εὐωδιὰ τοὺ Ἀναστασίμου θυμιάματος, ποὺ ἦταν ἀκόμα φρέσκο, ὅπως τὸ φρέσκο ἀεράκι...
Κι ὕστερα ἦταν ἡ μέρα τοῦ Πάσχα μὲ τὰ φρεσκοψημμένα στὰ ξύλα ἐδέσματα καὶ τὸ ἄφθονο ντόπιο καλὸ κρασί, κραςὶ ποὺ φὐλαγαν γιὰ τέτοιες ὧρες, ἐπειδὴ ἤξεραν πὼς «Ἀναστάσεως ἡμέρα»ἦταν ἐκείνη κι ἔπρεπε νὰ πανηγυρίσουν, λαμπροφορεμένοι καὶ πάντα εὐφραινόμενοι..
Χριστὸς Ἀνέστη στοὺς Κληματιανούς, ὅπου γῆς. Μὲ τὴ μνήμη τῆς πατρίδας καὶ τοῦ χωριοῦ τους ἀνόθευτη καὶ πάντα ζωντανή.
π. κ. ν. κ
Ὅσοι θυμοῦνται τὶς μεγάλες καὶ σημαδιακὲς μέρες τοῦ Μ. Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα θὰ αἰσθάνονται ἀκόμα ἐκεῖνες τὶς ζωντανὲς τὶς εὐωδιὲς ἀπὸ πασχαλινὴ φρεσκοψημμένη κουλούρα καὶ ἄρωμα Ἐπιταφίου ἀπὸ τὴ χθεσινοβραδυνή Του λιτανεία, ποὺ πλημμυριζε τὸ χωριὸ τὰ πρωϊνὰ τοῦ Μ. Σαββάτου. Λιτανεία ἀθάνατη, γιατὶ μὲ τὶς δεήσεις σὲ σημεῖα καίρια τοῦ χωριοῦ, γιὰ εὐλογία περισσὴ καὶ παντοτεινή, ὥστε νὰ παραμείνει σκέπη θεϊκὴ στὴ μικρὴ κοινωνία τῶν Κληματιανῶν.
Κι ὕστερα ἦταν ἡ φωτεινὴ βραδυὰ, λίγο πρὶν τὴν Ἀνάσταση, μὲ κείνη τὴ σιωπή, τὴν ἐγκαρτέρηση, τὰ μισοφωτισμένα σπίτια καὶ τὶς εὐωδιὲς ποὺ ξεχύνονταν ἀπὸ βραστὸ ἤ μαγειρεμένο ἀρνὶ ἤ κατσίκι, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐωδιὰ τῶν μαγιάτικων τριαντάφυλλων, ποὺ ἔστελναν τὸ ἄρωμά τους παντοῦ, καθὼς ξημέρωνε χρονιάρα μέρα.
Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ ἀπομένει στὴν ψυχὴ ἀνόθευτο καὶ πάντα θαλερὸ ἦταν ἡ εὐωδιὲς ποὺ γεύονταν ὁ κάθε Κληματιανὸς μετὰ τὴν Πασχαλια χαρὰ τῆς θείας Λειτουργίας, ὅταν κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, ἀπολέιτουργα, καὶ περνώντας ἀπὸ τὸ Ρέμα ζοῦσαν στιγμὲς ἀνεπάνηλπτες, καθὼς ἄκουγε τὸ νερὸ νὰ κελαρύζει, τὶς ἀνθισμένες πορτοκαλιὲς καὶ λεμονιές-δὲν ἦνατ καὶ λ΄γες ἐκεῖ-νὰ στέλνουν τὴν πασχάλια εὐχή τους μὲ ραντισμοὺς ἀρωμάτων, συνταιριασμένους ἀπόλυτα μὲ τὴν εὐωδιὰ τοὺ Ἀναστασίμου θυμιάματος, ποὺ ἦταν ἀκόμα φρέσκο, ὅπως τὸ φρέσκο ἀεράκι...
Κι ὕστερα ἦταν ἡ μέρα τοῦ Πάσχα μὲ τὰ φρεσκοψημμένα στὰ ξύλα ἐδέσματα καὶ τὸ ἄφθονο ντόπιο καλὸ κρασί, κραςὶ ποὺ φὐλαγαν γιὰ τέτοιες ὧρες, ἐπειδὴ ἤξεραν πὼς «Ἀναστάσεως ἡμέρα»ἦταν ἐκείνη κι ἔπρεπε νὰ πανηγυρίσουν, λαμπροφορεμένοι καὶ πάντα εὐφραινόμενοι..
Χριστὸς Ἀνέστη στοὺς Κληματιανούς, ὅπου γῆς. Μὲ τὴ μνήμη τῆς πατρίδας καὶ τοῦ χωριοῦ τους ἀνόθευτη καὶ πάντα ζωντανή.
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ