(Ταπεινὸ Μνημόσυνο τιμῆς καὶ εύγνωμοσύνης στὸν Ἀλέξανδρο παπα-Νικολάου Ξανθούλη, ἱεροψάλτη). Θεωρῶ χρεός μου νὰ θυμίσω στοὺς συγχωριανούς μο...
(Ταπεινὸ Μνημόσυνο τιμῆς καὶ εύγνωμοσύνης στὸν Ἀλέξανδρο παπα-Νικολάου Ξανθούλη, ἱεροψάλτη).
Θεωρῶ χρεός μου νὰ θυμίσω στοὺς συγχωριανούς μου, μέρες ἰερὲς ποὺ εἶναι, ἕνα πρόσωπο ποὺ συντρόφεψε τὶς παιδικές μας τὶς μνῆμες καὶ διακόνησε μὲ σεμνότητα καὶ ἀγάπη τὸ παλιὸ τὸ ἀναλόγιο ἐκείνης τῆς κλειστῆς σήμερα ἐκκλησιᾶς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στὸ Κάτω τὸ Χωριό. Καὶ ἀναφέρομαι στὸν καλό μας ψάλτη, τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο Ξανθοὐλη, τὸν πάντα στοργικὸ σὲ μᾶς τὰ παιδιά, τοῦ ὀποίου ἡ φωνὴ μέχρι σήμερα μᾶς ἀκολουθεῖ, ἰδιάιτερα τὶς μέρες αὐτὲς τῆς Μεγαλοβδομαδας καὶ τοῦ Πάσχα.
Γιὸς τοῦ ἐφημερίου τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων, τοῦ ἐκ Σκύρου καταγομένου, παπα-Νικολάου Ξανθούλη ὁ μπάρμπα-Ἀλέκος καὶ πατέρας τοῦ πολύκλαυστου παπα-Γρηγόρη Ξανθούλη, διακόνησε μὲ συνέπεια καὶ εὐθύνη τὸ ἀναλόγιο τῆς παλιᾶς μας ἐκκλησιᾶς, ἀφήνοντας στὴν ψυχὴ τὴ δρόσο τὴν εὐεργετικὴ τῆς ἀγαθῆς μνήμης. Γιατὶ ἀνεπανάπληπτα θὰ μείνουν τὰ ἱερὰ μελωδήματά του μὲ κείνη τὴν κατανυκτικὴ φωνή, ποὺ κατένυσσε, καθὼς δένονταν μὲ τὸ ἱεροπρεπὲς περιβάλλον τοῦ ναοῦ τῶν Ἀγίων. Τί νᾶ θυμηθεῖ κανένας... Ἐκεῖνες τὶς μισοφωτισμένες ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου μὲ τὸ «Νυμφῶνα Σου βλέπω...» νἀ τονίζεται μὲ τρόπο συγκλονιστικό, ὥστε νὰ νομίζεις ὅτι τὸ τροπάριο αὐτὸ πρώτη φορὰ ἀκουγόταν...
Κι ὔστερα τὴ Μ. Πέμπτη μὲ τὴν ἔξοδο τοῦ Ἐσταυρωμένου μέσα στὴν ἀχνοφωτισμένη ἀπὸ κεριὰ καὶ λαδοκάντηλα ἐκκλησιά, μὲ τὰ πένθιμα τὰ φορέματα στολισμένη, ν’ἀκούγεται ἐκεῖνο τὸ κορυφαῖο «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου...» ἀπὸ τὸν ψάλτη καὶ τὸν ἐπίσης μακριστὸ παπα-Βαγγέλη σὲ ἀντιφωνία. Γιὰ νὰ θαμπώνουν τὰ ματια ἀπὸ τὴ συγκίνηση, νὰ λυγίζει ἠ ψυχή, λὲς καὶ μετάνιζε κι κείνη, καθὼς συνόδευε τὴ μελωδία ἐκεῖνος ὁ πένθιμος ἦχος τῆς καμπάνας...Ἦχος ποὺ διαλαλοῦσε μέσα στὴ νυχτερινὴ τὴ φύση τὸ τραγικὸ τὸ γεγονὸς τῆς θείας Σταύρωσης καὶ Θυσίας, θραύοντας ἔτσι τὴν ἡσυχία τῆς ἐαρινῆς βραδυᾶς.
Ὅμως ἐκεῖ ποὺ μεταρσιωνόταν τὸ εἶναι καὶ ἄνοιγε ἡ ψυχὴ δρόμους πρὸς τὸν οὐρανὸ ἦταν ἡ βραδυὰ ἡ εὐκατάνυκτη τοῦ Ἐπιταφίου, ὅπου σίμωναν τὸ ψαλτήρι κι ἄλλοι καλόφωνοι Κληματιανοὶ καὶ συνέδραμαν ἰκανὰ τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο. Ἄκουγες, λοιπόν, νὰ ψάλλεται πολυφωνικὰ τό, «Κύματι θαλασσης..» μὲ τὴν ἐπωδό «τῷ Κυρίῳ ἄσωμεν ἐνδόξως γὰρ δεδόξαστε» Ἤ, τὸ ἄλλο «Ἄφραστον θαῦμα....Λυτρωτά, ὁ Θεὸς εὐλογητός εἶ». Γιὰ νὰ ἔρθει ἡ ὤρα τῶν Ἐγκωμίων, «Ἡ Ζωὴ ἐν Τάφῳ...», «Ἄξιον ἐστί...», μὲ κορωνίδα τό, «Αἱ γενεαὶ αἱ πᾶσαι...» ποὺ ἔφερνε ρίγη συγκινήσεως καὶ ἐμπειρίες θεϊκῆς ἐπίσκεψης στὴν κουρασμένη κι ἀνήσυχη ψυχή τοῦ κάθε Κληματιανοῦ. Ἀλήθεια, ποιὸς λησμονεῖ τό, «Ἔρραναν τὸν τάφο...»ποὺ χάριζε τέτοια εὐωδιαστὴ μυσταγωγία, καθὼς ἔρρανε ὁ παπα-Βαγγέλης τὸ ἰ Κουβούκλιο μὲ γνήσιο Κληματιανὸ ροδόσταμο, ποὺ γέμιζε τὸ ναὸ ἄνοιξη καὶ εὐλογία Θεοῦ...
Κι ὔστερα ἐκεῖνο τὸ Ἅγιος ὁ Θεὸς, ποὺ τό ἔψαλλε μὲ ραγισμένη φωνὴ ὁ μπάρμπα-Ἀλέκος κατὰ τὴν ἔξοδο τοῦ Ἐπιταφίου γιἂ τὸ χωριό!!! Πῶς λησμονιέται ἐκείνη ἡ ἱερὴ πανδαισία ποὺ τάϊζε τὴν ψυχὴ κατανυξη ἀλλὰ κι ἐλπίδα... Ἀναστάσιμη ἐλπίδα, φωτεινὴ πάντα καὶ μὲ τῆς εὐλογίας τῆς θεϊκῆς τὴ σκέπη φροντισμένη. Τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν μπορεῖ νὰ ἔσβυσαν ἀπὸ τὴν ὀθόνη τῆς ψυχῆς πολλὰ καὶ περιττά, αὐτὲς τὶς θεϊκὲς ὅμως στιγμές φυλαγονται στὴν πιὸ πολύτιμη κοσμηματοθήκη της, γιατὶ ἦταν στιγμὲς θείκῆς ἐπίσκεψης καὶ εὐλογίας.
π.κ. ν. κ
Θεωρῶ χρεός μου νὰ θυμίσω στοὺς συγχωριανούς μου, μέρες ἰερὲς ποὺ εἶναι, ἕνα πρόσωπο ποὺ συντρόφεψε τὶς παιδικές μας τὶς μνῆμες καὶ διακόνησε μὲ σεμνότητα καὶ ἀγάπη τὸ παλιὸ τὸ ἀναλόγιο ἐκείνης τῆς κλειστῆς σήμερα ἐκκλησιᾶς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στὸ Κάτω τὸ Χωριό. Καὶ ἀναφέρομαι στὸν καλό μας ψάλτη, τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο Ξανθοὐλη, τὸν πάντα στοργικὸ σὲ μᾶς τὰ παιδιά, τοῦ ὀποίου ἡ φωνὴ μέχρι σήμερα μᾶς ἀκολουθεῖ, ἰδιάιτερα τὶς μέρες αὐτὲς τῆς Μεγαλοβδομαδας καὶ τοῦ Πάσχα.
Γιὸς τοῦ ἐφημερίου τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων, τοῦ ἐκ Σκύρου καταγομένου, παπα-Νικολάου Ξανθούλη ὁ μπάρμπα-Ἀλέκος καὶ πατέρας τοῦ πολύκλαυστου παπα-Γρηγόρη Ξανθούλη, διακόνησε μὲ συνέπεια καὶ εὐθύνη τὸ ἀναλόγιο τῆς παλιᾶς μας ἐκκλησιᾶς, ἀφήνοντας στὴν ψυχὴ τὴ δρόσο τὴν εὐεργετικὴ τῆς ἀγαθῆς μνήμης. Γιατὶ ἀνεπανάπληπτα θὰ μείνουν τὰ ἱερὰ μελωδήματά του μὲ κείνη τὴν κατανυκτικὴ φωνή, ποὺ κατένυσσε, καθὼς δένονταν μὲ τὸ ἱεροπρεπὲς περιβάλλον τοῦ ναοῦ τῶν Ἀγίων. Τί νᾶ θυμηθεῖ κανένας... Ἐκεῖνες τὶς μισοφωτισμένες ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου μὲ τὸ «Νυμφῶνα Σου βλέπω...» νἀ τονίζεται μὲ τρόπο συγκλονιστικό, ὥστε νὰ νομίζεις ὅτι τὸ τροπάριο αὐτὸ πρώτη φορὰ ἀκουγόταν...
Κι ὔστερα τὴ Μ. Πέμπτη μὲ τὴν ἔξοδο τοῦ Ἐσταυρωμένου μέσα στὴν ἀχνοφωτισμένη ἀπὸ κεριὰ καὶ λαδοκάντηλα ἐκκλησιά, μὲ τὰ πένθιμα τὰ φορέματα στολισμένη, ν’ἀκούγεται ἐκεῖνο τὸ κορυφαῖο «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου...» ἀπὸ τὸν ψάλτη καὶ τὸν ἐπίσης μακριστὸ παπα-Βαγγέλη σὲ ἀντιφωνία. Γιὰ νὰ θαμπώνουν τὰ ματια ἀπὸ τὴ συγκίνηση, νὰ λυγίζει ἠ ψυχή, λὲς καὶ μετάνιζε κι κείνη, καθὼς συνόδευε τὴ μελωδία ἐκεῖνος ὁ πένθιμος ἦχος τῆς καμπάνας...Ἦχος ποὺ διαλαλοῦσε μέσα στὴ νυχτερινὴ τὴ φύση τὸ τραγικὸ τὸ γεγονὸς τῆς θείας Σταύρωσης καὶ Θυσίας, θραύοντας ἔτσι τὴν ἡσυχία τῆς ἐαρινῆς βραδυᾶς.
Ὅμως ἐκεῖ ποὺ μεταρσιωνόταν τὸ εἶναι καὶ ἄνοιγε ἡ ψυχὴ δρόμους πρὸς τὸν οὐρανὸ ἦταν ἡ βραδυὰ ἡ εὐκατάνυκτη τοῦ Ἐπιταφίου, ὅπου σίμωναν τὸ ψαλτήρι κι ἄλλοι καλόφωνοι Κληματιανοὶ καὶ συνέδραμαν ἰκανὰ τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο. Ἄκουγες, λοιπόν, νὰ ψάλλεται πολυφωνικὰ τό, «Κύματι θαλασσης..» μὲ τὴν ἐπωδό «τῷ Κυρίῳ ἄσωμεν ἐνδόξως γὰρ δεδόξαστε» Ἤ, τὸ ἄλλο «Ἄφραστον θαῦμα....Λυτρωτά, ὁ Θεὸς εὐλογητός εἶ». Γιὰ νὰ ἔρθει ἡ ὤρα τῶν Ἐγκωμίων, «Ἡ Ζωὴ ἐν Τάφῳ...», «Ἄξιον ἐστί...», μὲ κορωνίδα τό, «Αἱ γενεαὶ αἱ πᾶσαι...» ποὺ ἔφερνε ρίγη συγκινήσεως καὶ ἐμπειρίες θεϊκῆς ἐπίσκεψης στὴν κουρασμένη κι ἀνήσυχη ψυχή τοῦ κάθε Κληματιανοῦ. Ἀλήθεια, ποιὸς λησμονεῖ τό, «Ἔρραναν τὸν τάφο...»ποὺ χάριζε τέτοια εὐωδιαστὴ μυσταγωγία, καθὼς ἔρρανε ὁ παπα-Βαγγέλης τὸ ἰ Κουβούκλιο μὲ γνήσιο Κληματιανὸ ροδόσταμο, ποὺ γέμιζε τὸ ναὸ ἄνοιξη καὶ εὐλογία Θεοῦ...
Κι ὔστερα ἐκεῖνο τὸ Ἅγιος ὁ Θεὸς, ποὺ τό ἔψαλλε μὲ ραγισμένη φωνὴ ὁ μπάρμπα-Ἀλέκος κατὰ τὴν ἔξοδο τοῦ Ἐπιταφίου γιἂ τὸ χωριό!!! Πῶς λησμονιέται ἐκείνη ἡ ἱερὴ πανδαισία ποὺ τάϊζε τὴν ψυχὴ κατανυξη ἀλλὰ κι ἐλπίδα... Ἀναστάσιμη ἐλπίδα, φωτεινὴ πάντα καὶ μὲ τῆς εὐλογίας τῆς θεϊκῆς τὴ σκέπη φροντισμένη. Τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν μπορεῖ νὰ ἔσβυσαν ἀπὸ τὴν ὀθόνη τῆς ψυχῆς πολλὰ καὶ περιττά, αὐτὲς τὶς θεϊκὲς ὅμως στιγμές φυλαγονται στὴν πιὸ πολύτιμη κοσμηματοθήκη της, γιατὶ ἦταν στιγμὲς θείκῆς ἐπίσκεψης καὶ εὐλογίας.
π.κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ