Μιὰ ἀπόπειρα ἀναγνωσης τοῦ νέου βιβλίου τῆς Μαρίας Δελήτσικου-Παπαχρίστου , Σκοπέλου «λάλον ὕδωρ», ἐκδ. ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ Ἀθήνα 2016, σ. σ. 576 ...
Μιὰ ἀπόπειρα ἀναγνωσης τοῦ νέου βιβλίου τῆς Μαρίας Δελήτσικου-Παπαχρίστου , Σκοπέλου «λάλον ὕδωρ», ἐκδ. ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ Ἀθήνα 2016, σ. σ. 576
Κάθε νέα μελέτη γιὰ τὸν τόπο μου, «τὴ Σκόπελό μου, τὴν ἀγαθὴν πατρίδα», ὅπως τὴν ὀνόμαζε ὁ μεγάλος μας λόγιος, ὁ Καισάριος Δαπόντες, ἀναμφίβολα εἶναι μιὰ φωτεινὴ γραμμὴ μέσα στὰ σκοτάδια τῶν καιρῶν μας, ποὺ σοῦ χαρίζει τὴ δυνατότητα νὰ συνεχίσεις τὸ δρόμο σου. Γιατὶ αὐτοὶ οἱ φάροι οἱ στημένοι μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, μποροῦν νὰ σὲ ὁδηγήσουν σὲ λιμάνια σωτήρια, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι κι ἡ γλώσσα μας. Ὁ ἀθάνατος Ἕλλην Λόγος. Ἄν δὲ τώρα αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ὁ λόγος, ἡ λαλιὰ τῶν προγόνων σου, τοῦ τόπου δηλ. ποὺ σὲ ἀναστησε, τότε γίνεται ἀκόμα πιὸ ἱερός, θεῖος,ἐξάπαντος πασπαλισμένος μὲ συγκίνηση, κατάνυξη καὶ εὐλογία. Γιατὶ εἶναι ἡ μιλιὰ τῶν δικῶν σου ἀνθρώπων, ποὺ σὲ συντρόφεψε, παραμύθισε, καὶ σ᾿ ἀγκαλιασε μὲ στοργὴ περίσσια.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ μακρυγορῶ καὶ κουράζω, λέω τὰ παραπάνω, ἐπειδὴ θέλω νὰ εὐχαριστήσω πρωτίστως τὴν ὡς ἄνω συγγραφέα, γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ νέου της βιβλιου μὲ θέμα αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ σκοπελίτικη διάλεκτο. Διάλεκτο, ποὺ ἀφομοιώσε ἕνα πλῆθος λέξεων καὶ τὶς ἐπεξεργάστηκε στὸ καμίνι τῆς καθημερινότητας καὶ ἐπικοινωνίας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκύβουν οἱ ἐνδιαφερόμενοι καὶ νὰ ἐξετάσουν μὲ προσοχὴ αὐτὸν τὸν πολύτιμο, ὄντως, γλωσσικὸ θησαυρὸ τοῦ νησιού μας.Κι ἐδῶ εἶναι ποὺ στεκόμαστε μὲ μεγάλο θαυμασμὸ
Στὸ ἐν λόγῳ πόνημα τῆς κ. Μαρίας, λοιπόν, ταμιεύεται ὁ μέγιστος ἀριθμὸς ἀπὸ τὶς λέξεις καὶ τὶς παροιμιώδεις ἐκφράσεις τῆς νήσου Σκοπέλου, γιατὶ ὑπάρχουν καὶ λέξεις ποὺ ἔχουν ἐντελῶς λησμονηθεῖ , ὅπως π. χ. ἡ λ. « φαμπρικάρω» , ποὺ ἦταν τῆς ἴδιας σημασίας μὲ τὴ λ. «ναυπηγῶ» . Ὅταν δὲ γίνεται λόγος γιὰ τὴ Σκόπελο, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ὅτι τὸ νησὶ αὐτό, μὲ τὴ Χώρα καὶ τὰ δύο μεγάλα χωριὰ Γλώσσα καὶ Κλήμα, ἔχει μεγαλο ἐνδιαφέρον ὅσον ἀφορᾶ τὸν λαϊκό του πολιτισμό, ποὺ ἔχει δεχτεῖ ἐπιδράσεις ἀπὸ τοὺς κατὰ καιροὺς παροικοῦντες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀποδήμους κατοίκους του, οἱ ὁποῖοι ἐρχόμενοι στὸν τόπο τους κόμισαν καὶ νέα πράγματα.
Αὐτὰ ὅλα, λοιπόν, ἀναλύονται διεξιοδικὰ στὸ πρῶτο μέρος, στὴν Εἰσαγωγή ( σε. 19-42). Γιὰ νὰ φτασουμε στὴ φωνητικὴ καὶ τὴ φωνολογία ( σ. 25-38) καὶ στὴν ἀναλύτικὴ Γραμματικὴ τῆς σκοπελίτικης διαλέκτου ( σ. 83-186). Στὴ συνέχεια παρατίθεται τὸ λεξιλόγιο ( σ. 191-506) μέ τὴν ἑτυμολογία τῆς κάθε λέξεως, κάτι ποὺ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ ἀπ᾿ ὅσα γνωρίζω. Σημαντικὴ προσφορὰ στὸν ἀναγνώστη εἶναι καὶ ἡ χρήση τῶν λατινικῶν χαρακτήρων στὴ γραφὴ ὁρισμένων λέξεων, ὅπως ἐπίσης καὶ τῶν ἀπαραίτητων συμβόλων, γιὰ τὴν ὅσο τὸδυνατὸν καλύτερη προφορά, ποὺ θὰ προσεγγίζει κατὰ τὸ δυνατὸ τὸ πρωτογενὲς γλωσσικὸ ἰδίωμα.
Τέλος, στὶς σελ. 511-565 ταμιεύονται παροιμιώδεις ἐκφράσεις, δίστιχα σκωπτικὰ κ. ἄ, ἐνῶ τὸ βιβλιο κλείνει μὲ τὴν ἀναλυτικὴ βιβλιογραφία. ( σ. 567-571).
Οἱ λέξεις αὐτές, λοιπόν, ποὺ ὑπῆρξαν οἱ κώδικες ἐπικοινωνίας καὶ συναλλαγῆς μεταξὺ τῶν προγόνων μας, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀπαραίτητα ὀχήματα ἐννοιῶν γιὰ τὶς διαπροσωπικές τους σχέσεις, ἔχουν τὶς ρίζες τους στὸ βαθὺ ἱστορικοκοινωνικὸ παρελθὸν τοῦ νησιοῦ αὐτοῦ. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω τὴ λ. «κνώδαλου», [τοὺ] ( σ. 296), ποὺ μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸν 18ο αἰ. μὲ τὸν Καισάριο Δαποντε χαριτωμένα νὰ μᾶς θυμίζει,
«Ὅμως ἐγὼ τὸ κνώδαλο γιὰ νὰ μὲ ζωγραφίσουν
Σ᾿ ἕνα πανὶ ἐπλήρωσα, ἄξιος νὰ μὲ φτύσουν» ( Κῆπος Χαρίτων , κεφ, 16, στ. 289-90)
Ἡ λ. λοιπόν αὐτή, «κνώδαλου» βλέπουμε νὰ διατηρεῖται μέχρι σήμερα, ἀντίθετα μὲ τὴ λ. «μποτάμι», ποὺ ἔχει τὴν ἴδια ἔννοια μὲ τὴ λ. «στοίβα» ( σ. 452), τὴ σχετικὴ μὲ τὴν ἀπόθηκευση τῶν κρασοβάρελων. Καὶ νὰ φανταστεῖ κανεὶς πὼς ἡ λ. αὐτὴ γράφεται στὰ συμφωνητικὰ κατασκευῆς βαρελιῶν ἀπὸ τὸ 1830, 31 κ.λ.π. ἴσως καὶ λίγο πιὸ πρίν, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰ, ἴσως καὶ παλιότερα.
Ὅπως ἐπίσης τὸ τοπωνύμιο «Δρακοντόσχισμα», ποὺ πάλι τὸ ἀναφέρει ὁ Δαπόντες καὶ σώζεται μέχρι σήμερα,ἀπὸ τὸν 4ο αί, ἐνῶ τὸ ἄλλο τοπωνύμιο, «τοῦ Δόκιμου», ποὺ ἀφορᾶ τὴ Μονἠ τοῦ Προδρόμου, σήμερα ἔχει λησμονηθεῖ. κ. ἄ πολλά τέτοια. Πάντως ἡ σ. πολὺ σωστὰ γράφει τὶς ὀνομασίες τῶν τοπωνυμίων σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ πῶς λέγονται π. χ. ἀκούγεται σήμερα «Τς᾿ Πρασᾶς τοὺ ρέμα», ἐνῶ εἶναι τὸ σωστὸ «στοῦ Πρασᾶ» - ἔτσι μᾶς τὸ παραδίδει ἄλλωστε κι ὁ Δαπόντες.
Θέλω, λοιπόν, νὰ πῶ μὲ τὰ δύο αὐτὰ παραδείγματα, πὼς ἡ ταμίευση καὶ ἡ καταγραφὴ τῶν λ. τῆς διαλέκτου τοῦ νησιοῦ μας εἶναι μιὰ ἱερὴ ὑπόθεση, στὴν ὁποία καλούμεθα νὰ σταθοῦμε μὲ σεβασμό. Γιὰ νὰ μὴ λησμονηθοῦν, δηλ. ἄλλες λέξεις, νὰ μὴ χαθοῦν μαζὶ μὲ τὰ πρόσωπα τῶν παλιῶν ποὺ τὶς γνώριζαν, τὶς ἔλεγαν καὶ ἦταν κομμάτια τῆς ψυχής τους. Γι᾿ αὐτὸ ἐπαινεῖται αὐτὴ ἡ προσφορὰ τῆς σ. , ἡ ὁποία μὲ μεγαλο κόπο κατόρθωσε νὰ κλείσει μιὰ προσπάθεια ποὺ ἄρχισε ὁ πολὺς Νικόλαος Γεωργάρας στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ μὲ τὶς πολύτιμες «Αἱ ἐν Σκοπέλῳ προθέσεις», συνέχισε ὁ Ἀδ. Σάμψων μὲ τὸ «Γλωσσικὸ ἰδίωμα» ( 1972) .ὁ Χρ. Ἀντωνίου ( λιγότερο) μὲ τὸ γλωσσάριο στὸ βιβλιο του «Γλώσσα Σκοπέλου» (2000 ) καὶ σφράγισε μὲ τὴ λαμπρὴ αὐτὴ μελέτη καί, ἀσφαλῶς, τὴν πλέον κορυφαία, ἡ κ. Μαρία Δελήτσικου-Παπαχρίστου. Τῆς σφίγγουμε μὲ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη τὸ χέρι καὶ εὐχόμαστε, εὐλογημένη συνεχεια...
π. κ. ν. κ
Κάθε νέα μελέτη γιὰ τὸν τόπο μου, «τὴ Σκόπελό μου, τὴν ἀγαθὴν πατρίδα», ὅπως τὴν ὀνόμαζε ὁ μεγάλος μας λόγιος, ὁ Καισάριος Δαπόντες, ἀναμφίβολα εἶναι μιὰ φωτεινὴ γραμμὴ μέσα στὰ σκοτάδια τῶν καιρῶν μας, ποὺ σοῦ χαρίζει τὴ δυνατότητα νὰ συνεχίσεις τὸ δρόμο σου. Γιατὶ αὐτοὶ οἱ φάροι οἱ στημένοι μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, μποροῦν νὰ σὲ ὁδηγήσουν σὲ λιμάνια σωτήρια, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι κι ἡ γλώσσα μας. Ὁ ἀθάνατος Ἕλλην Λόγος. Ἄν δὲ τώρα αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ὁ λόγος, ἡ λαλιὰ τῶν προγόνων σου, τοῦ τόπου δηλ. ποὺ σὲ ἀναστησε, τότε γίνεται ἀκόμα πιὸ ἱερός, θεῖος,ἐξάπαντος πασπαλισμένος μὲ συγκίνηση, κατάνυξη καὶ εὐλογία. Γιατὶ εἶναι ἡ μιλιὰ τῶν δικῶν σου ἀνθρώπων, ποὺ σὲ συντρόφεψε, παραμύθισε, καὶ σ᾿ ἀγκαλιασε μὲ στοργὴ περίσσια.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ μακρυγορῶ καὶ κουράζω, λέω τὰ παραπάνω, ἐπειδὴ θέλω νὰ εὐχαριστήσω πρωτίστως τὴν ὡς ἄνω συγγραφέα, γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ νέου της βιβλιου μὲ θέμα αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ σκοπελίτικη διάλεκτο. Διάλεκτο, ποὺ ἀφομοιώσε ἕνα πλῆθος λέξεων καὶ τὶς ἐπεξεργάστηκε στὸ καμίνι τῆς καθημερινότητας καὶ ἐπικοινωνίας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκύβουν οἱ ἐνδιαφερόμενοι καὶ νὰ ἐξετάσουν μὲ προσοχὴ αὐτὸν τὸν πολύτιμο, ὄντως, γλωσσικὸ θησαυρὸ τοῦ νησιού μας.Κι ἐδῶ εἶναι ποὺ στεκόμαστε μὲ μεγάλο θαυμασμὸ
Στὸ ἐν λόγῳ πόνημα τῆς κ. Μαρίας, λοιπόν, ταμιεύεται ὁ μέγιστος ἀριθμὸς ἀπὸ τὶς λέξεις καὶ τὶς παροιμιώδεις ἐκφράσεις τῆς νήσου Σκοπέλου, γιατὶ ὑπάρχουν καὶ λέξεις ποὺ ἔχουν ἐντελῶς λησμονηθεῖ , ὅπως π. χ. ἡ λ. « φαμπρικάρω» , ποὺ ἦταν τῆς ἴδιας σημασίας μὲ τὴ λ. «ναυπηγῶ» . Ὅταν δὲ γίνεται λόγος γιὰ τὴ Σκόπελο, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ὅτι τὸ νησὶ αὐτό, μὲ τὴ Χώρα καὶ τὰ δύο μεγάλα χωριὰ Γλώσσα καὶ Κλήμα, ἔχει μεγαλο ἐνδιαφέρον ὅσον ἀφορᾶ τὸν λαϊκό του πολιτισμό, ποὺ ἔχει δεχτεῖ ἐπιδράσεις ἀπὸ τοὺς κατὰ καιροὺς παροικοῦντες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀποδήμους κατοίκους του, οἱ ὁποῖοι ἐρχόμενοι στὸν τόπο τους κόμισαν καὶ νέα πράγματα.
Αὐτὰ ὅλα, λοιπόν, ἀναλύονται διεξιοδικὰ στὸ πρῶτο μέρος, στὴν Εἰσαγωγή ( σε. 19-42). Γιὰ νὰ φτασουμε στὴ φωνητικὴ καὶ τὴ φωνολογία ( σ. 25-38) καὶ στὴν ἀναλύτικὴ Γραμματικὴ τῆς σκοπελίτικης διαλέκτου ( σ. 83-186). Στὴ συνέχεια παρατίθεται τὸ λεξιλόγιο ( σ. 191-506) μέ τὴν ἑτυμολογία τῆς κάθε λέξεως, κάτι ποὺ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ ἀπ᾿ ὅσα γνωρίζω. Σημαντικὴ προσφορὰ στὸν ἀναγνώστη εἶναι καὶ ἡ χρήση τῶν λατινικῶν χαρακτήρων στὴ γραφὴ ὁρισμένων λέξεων, ὅπως ἐπίσης καὶ τῶν ἀπαραίτητων συμβόλων, γιὰ τὴν ὅσο τὸδυνατὸν καλύτερη προφορά, ποὺ θὰ προσεγγίζει κατὰ τὸ δυνατὸ τὸ πρωτογενὲς γλωσσικὸ ἰδίωμα.
Τέλος, στὶς σελ. 511-565 ταμιεύονται παροιμιώδεις ἐκφράσεις, δίστιχα σκωπτικὰ κ. ἄ, ἐνῶ τὸ βιβλιο κλείνει μὲ τὴν ἀναλυτικὴ βιβλιογραφία. ( σ. 567-571).
Οἱ λέξεις αὐτές, λοιπόν, ποὺ ὑπῆρξαν οἱ κώδικες ἐπικοινωνίας καὶ συναλλαγῆς μεταξὺ τῶν προγόνων μας, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀπαραίτητα ὀχήματα ἐννοιῶν γιὰ τὶς διαπροσωπικές τους σχέσεις, ἔχουν τὶς ρίζες τους στὸ βαθὺ ἱστορικοκοινωνικὸ παρελθὸν τοῦ νησιοῦ αὐτοῦ. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω τὴ λ. «κνώδαλου», [τοὺ] ( σ. 296), ποὺ μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸν 18ο αἰ. μὲ τὸν Καισάριο Δαποντε χαριτωμένα νὰ μᾶς θυμίζει,
«Ὅμως ἐγὼ τὸ κνώδαλο γιὰ νὰ μὲ ζωγραφίσουν
Σ᾿ ἕνα πανὶ ἐπλήρωσα, ἄξιος νὰ μὲ φτύσουν» ( Κῆπος Χαρίτων , κεφ, 16, στ. 289-90)
Ἡ λ. λοιπόν αὐτή, «κνώδαλου» βλέπουμε νὰ διατηρεῖται μέχρι σήμερα, ἀντίθετα μὲ τὴ λ. «μποτάμι», ποὺ ἔχει τὴν ἴδια ἔννοια μὲ τὴ λ. «στοίβα» ( σ. 452), τὴ σχετικὴ μὲ τὴν ἀπόθηκευση τῶν κρασοβάρελων. Καὶ νὰ φανταστεῖ κανεὶς πὼς ἡ λ. αὐτὴ γράφεται στὰ συμφωνητικὰ κατασκευῆς βαρελιῶν ἀπὸ τὸ 1830, 31 κ.λ.π. ἴσως καὶ λίγο πιὸ πρίν, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰ, ἴσως καὶ παλιότερα.
Ὅπως ἐπίσης τὸ τοπωνύμιο «Δρακοντόσχισμα», ποὺ πάλι τὸ ἀναφέρει ὁ Δαπόντες καὶ σώζεται μέχρι σήμερα,ἀπὸ τὸν 4ο αί, ἐνῶ τὸ ἄλλο τοπωνύμιο, «τοῦ Δόκιμου», ποὺ ἀφορᾶ τὴ Μονἠ τοῦ Προδρόμου, σήμερα ἔχει λησμονηθεῖ. κ. ἄ πολλά τέτοια. Πάντως ἡ σ. πολὺ σωστὰ γράφει τὶς ὀνομασίες τῶν τοπωνυμίων σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ πῶς λέγονται π. χ. ἀκούγεται σήμερα «Τς᾿ Πρασᾶς τοὺ ρέμα», ἐνῶ εἶναι τὸ σωστὸ «στοῦ Πρασᾶ» - ἔτσι μᾶς τὸ παραδίδει ἄλλωστε κι ὁ Δαπόντες.
Θέλω, λοιπόν, νὰ πῶ μὲ τὰ δύο αὐτὰ παραδείγματα, πὼς ἡ ταμίευση καὶ ἡ καταγραφὴ τῶν λ. τῆς διαλέκτου τοῦ νησιοῦ μας εἶναι μιὰ ἱερὴ ὑπόθεση, στὴν ὁποία καλούμεθα νὰ σταθοῦμε μὲ σεβασμό. Γιὰ νὰ μὴ λησμονηθοῦν, δηλ. ἄλλες λέξεις, νὰ μὴ χαθοῦν μαζὶ μὲ τὰ πρόσωπα τῶν παλιῶν ποὺ τὶς γνώριζαν, τὶς ἔλεγαν καὶ ἦταν κομμάτια τῆς ψυχής τους. Γι᾿ αὐτὸ ἐπαινεῖται αὐτὴ ἡ προσφορὰ τῆς σ. , ἡ ὁποία μὲ μεγαλο κόπο κατόρθωσε νὰ κλείσει μιὰ προσπάθεια ποὺ ἄρχισε ὁ πολὺς Νικόλαος Γεωργάρας στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ μὲ τὶς πολύτιμες «Αἱ ἐν Σκοπέλῳ προθέσεις», συνέχισε ὁ Ἀδ. Σάμψων μὲ τὸ «Γλωσσικὸ ἰδίωμα» ( 1972) .ὁ Χρ. Ἀντωνίου ( λιγότερο) μὲ τὸ γλωσσάριο στὸ βιβλιο του «Γλώσσα Σκοπέλου» (2000 ) καὶ σφράγισε μὲ τὴ λαμπρὴ αὐτὴ μελέτη καί, ἀσφαλῶς, τὴν πλέον κορυφαία, ἡ κ. Μαρία Δελήτσικου-Παπαχρίστου. Τῆς σφίγγουμε μὲ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη τὸ χέρι καὶ εὐχόμαστε, εὐλογημένη συνεχεια...
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ