Τῆς παραστιᾶς τὸ ἱερὸ τὸ θάλπος Τιμὴ καὶ ἑόρτιος χαιρετισμὸς στὸν Κων. Σπ. Τσιώλη καὶ τὴν οἰκογένειά του. Ἀντιγράφω ...
Τῆς παραστιᾶς τὸ ἱερὸ τὸ θάλπος
Τιμὴ καὶ ἑόρτιος χαιρετισμὸς στὸν Κων. Σπ. Τσιώλη καὶ τὴν οἰκογένειά του.
Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸν λυρικὸ Στρατή Μυριβήλη: «... Οἱ ἄλλοι συζητοῦσαν κι ἔπιναν καὶ κεῖνος, χουζουρεμένος στὴν πετσένια πολυθρόνα ποὺ τοῦ ἦταν ἐκεῖ μέσα καθιερωμένη ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἔκανε χάζι νὰ ξελοχίζουν τὰ χοντρὰ κούτσουρα, νὰ καβουριάζουν σιγὰ-σιγὰ καὶ νὰ ξεκολνοῦν μὲ ξερὸ τρίξιμο τὰ λέπια τῆς πευκόφλουδας, ποὺ ἔχουν τὸ χρῶμα τῆς σκουριᾶς. Τὸ παιχνίδι τῆς φωτιᾶς τόνε μάγευε πάντα, καὶ τώρα δὰ τὸ παρακολουθοῦσε μὲ ἀχόρταγη προσοχή.
Οἱ φλόγες βγαίνανε στὴν ἀρχὴ μικρές, γαλανωπὲς καὶ χρυσοπράσινες, ἀραδιάζοντας σὰν φύλλα καὶ σὰν πεταλοῦδες. Οἱ μικρὲς γλῶσσες γεννιόνταν τόσο ἥμερες, σὰν αὐτὲς ἀπὸ τὸ `Ἅγιο Πνεῦμα, ἔτσι ὅπως κατεβαίνουνε στὴν κόμη τῶν Ἀποστόλων πάνω στὸ κόνισμα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔγλειφαν χαδιάρικα το ξύλο, ἀργά, ὕπουλα, λὲς καὶ ἀποζητοῦσαν μὲ τοῦτες τὶς γαλυφιὲς νὰ τοῦ ἀποκοιμίσουν κάθε προφύλαξη. Καὶ ξαφνικά το κυρίευαν καὶ τὸ κούρσευαν, ξετρέχοντάς το θριαμβευτικὰ ἀπὸ τὴ μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη. Τὸ ἔζωναν βιαστικὰ ἀπὸ παντοῦ, τὸ 'ντυναν μὲ κόκκινα καὶ πορτοκαλιὰ λουλούδια, ποὺ ξεφύτρωναν τὸ ἕνα μεσ' ἀπὸ τὴν καρδιὰ τ' ἀλλουνοῦ. Στὸ τέλος τὸ δάγκαναν μὲ τριγμούς, τὸ μάσαγαν μὲ λύσσα. Τότε τὶς ἐπίανε ἕνα χορευτικὸ δαιμόνιο, τὶς σπάραζε καὶ τὶς τρέλαινε. Λύγιζαν ἰδιότροπα ἀπ' ἐδῶ κι ἀπ' ἐκεῖ, ἔσμιγαν καὶ χώριζαν, ἔκαναν μαργιολιές, ὁρμοῦσαν ὅλες μαζὶ καὶ καταλάγιαζαν φρόνιμα.
Δυὸ ἀπ' αὐτές, ξανθὲς μὲ γαλάζια καρδιά, περπάταγαν ζευγαρωμένες πάνου στὸ ξύλο καί, σὰν ἔφτασαν στὴν ἄκρη καὶ εἶδαν πὼς δὲν εἶχε παραπέρα, ἄρχισαν κάτι ἀπίστευτες ἀκροβασίες. Χαμήλωναν καὶ σηκώνονταν, τρικύμιζαν τὶς χρυσὲς φοῦστες, μικρὲς χορεύτριες γεμάτες ξεχαλίνωτη φαντασία καὶ σερπετάδα.
Στὸ τέλος ἔδωσαν μιά, ξεκόλλησαν ἀπὸ τὸ καρβουνιασμένο κούτσουρο καὶ πήδηξαν ἀνάλαφρες ἡ μιὰ καταπόδι στὴν ἄλλη, χάθηκαν μέσα στὴν καπνοδόχη. Πέταξαν ὄρθιες σὰν δυὸ χελιδόνια ἀπὸ φλόγα.»
Ἤτανε τὰ πνεύματα τοῦ δέντρου, ποὺ τὰ ξελεφτέρωσε ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ ξύλου ἡ φωτιά, ξαπολύθηκαν καὶ χίμηξαν τ' ἀψηλοῦ. ...» (Στρατὴς Μυριβήλης)
Μέρες ποὺ εἶναι, λοιπόν, πῶς μπορῶ ν΄ ἀστοχήσω τὴν παλιά μας τὴν παραστιά, τὸ εὐλογημένο καταφύγιο ποὺ μᾶς μάζευε στὰ μεγάλα καὶ ἀτέλειωτα βράδυα τοῦ χειμώνα, μάλιστα, τότε, ποὺ ξεχύνονταν οἱ χιονιάδες καὶ τὸ νησὶ ἀρμένιζε μέσα στὸ πέλαγο μονάχο, μαζί του κι ἐμεῖς. Ἡ παραστιά, λοιπόν ἦταν ἡ παρηγοριά μας, καθὼς ἡ ἀσίγαστη φωτιὰ μᾶς ἕνωνε ὅλους καὶ πιὸ πολὺ μᾶς χάριζε μιὰ περίεργη συντροφιά. Γιατὶ καὶ στὸν κόσμο σήμερα ἔχουν τὴ ζεστασιά τους οἱ ἄνθρωποι, ὅμως ἄλλο τὸ καλοριφέρ, τὸ κλιματιστικό, ἀκόμα κι ἡ θερμάστρα. Ἡ παραμυθία καὶ ἡ συντροφιὰ τῆς παραστιᾶς δὲν ἑρμηνέυεται μὲ λόγια ἄν δὲν τὴ ζήσεις, δὲν σταθεῖς μὲ τὶς ὧρες νὰ δεῖς τὸ πῶς ἐκεῖνα τὰ θεριὰ τὰ ξύλα μεταμορφώνονται σὲ κάρβουνα κι ὕστερα σὲ στάχτη, ἀφοῦ προηγουμένως ἀφήσουν τὴν ἀνάσα τους νὰ ἀρωματίσει τὸ χῶρο. Γιατὶ ἄλλη ἡ ἀνάσα τοῦ πεύκου, ἄλλη τοῦ σχοίνου, τῆς κουμαριᾶς, τῆς ἐλιᾶς κ.λ.π.
Ὅμως τὸ Δωδεκαήμερο ἡ παραστιὰ ἔπαιρνε μιὰ πιὸ ἐπίσημη ὄψη, γιατὶ τὴν ἀσβέστωναν, τὴ στόλιζαν καὶ πιὸ πολὺ ἀποτελοῦσε τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος, ἀφοῦ ἐκεῖ θὰ ἔβραζαν τὸ φαΐ γιὰ τὸ τραπεζι τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου Βασιλέιου, τὰ βράδυα θὰ ψήνανε τὰ λουκάνικα ἤ τὰ μεζεδάκια, ἀλλὰ καὶ τὰ κρεμύδια ἐπίσης μέσα στὴ στάχτη καὶ τὶς πατατες.
Παραλληλα ἡ παραστιὰ τὶς μέρες αὐτὲς ἦταν καὶ τὸ κέντρο ἐνδιαφέροντος τῶν καλλικατζάρων, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴ φύλαγαν μήπως τὴ μαγαρίσουν τὰ ξωτικά. Τὰ λέγανε οἱ παλιοὶ καὶ τὰ πίστευαν… Ὅμως ἦταν τόσο ὅμορφα ὅλα τότε, καθὼς ἀναπάυονταν στὰ χαριτωμένα λόγια τῶν παραμυθιῶν καὶ τῶν θρύλλων, ὅπως ἀναπαυονταν τὰ παιδιὰ στὴν ἀγακαλιὰ της γιαγιᾶς.
Γι᾿αὐτὸ καὶ οἱ σελίδες αὐτὲς τοῦ Μυριβήλη ποὺ θύμισαν ἐκεῖνες τὶς παλιὲς χρονιάρες μέρες εἶναι τόσο πολύτιμες, γιὰ νὰ μὴν πῶ μοναδικές.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
ΣΧΟΛΙΑ