(Στὸν Παναγιώτη τὸ Γιατρό, ἐγκάρδιος χαιρετισμὸς γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του). Τὸν Αὔγουστο, ὅπως εἶναι γνωστό, τὸν σημαδεύει, καὶ μὲ ἱεροπρέπει...
(Στὸν Παναγιώτη τὸ Γιατρό, ἐγκάρδιος χαιρετισμὸς γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του).
Τὸν Αὔγουστο, ὅπως εἶναι γνωστό, τὸν σημαδεύει, καὶ μὲ ἱεροπρέπεια κι ἄφατη συγκίνηση τὸν περιβάλλει, ἡ μεγαλη καὶ κορυφαία γιορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας, ποὺ σταλάζει,στοὺς ὅσους πιστούς, δροσοσταλίδες κατανύξεως καὶ εὐλογίας.
Ὡστόσο, μὴ λησμονοῦμε πὼς ὁ Αὔγουστος ἦταν γιὰ τὸ παλιό μας τὸ χωριό, τὸ Κλήμα, ὁ μήνας συνάξεως τῶν καρπῶν, ἰδίως δὲ τοῦ εὐαίσθητου καὶ ὑπέροχου δαμάσκηνου, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ συναχθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ γιὰ ἐπεξεργασία, χωρὶς χρονοτριβή, ἀμέλεια καὶ ἀκαματοσύνη. Γιατὶ χάνονταν τότε οἱ κόποι ἑνὸς ὀλάκερου χρόνου. Κι ὁ λόγος εἶναι γιὰ «τοὺ κουρόμλου ἀζάν», ὅπως τό λέγανε, τὸ ὁποῖο συνἀζονταν τὶς πρῶτες μέρες τοῦ Αὐγούστου, ἁπλώνονταν στὸν ἥλιο κι ὕστερα ψήνονταν σὲ εἰδικοὺς κλιβάνους. Ὡστόσο τὸ μάζεμα ἔπρεπε νὰ γίνει ἔγκαιρα καὶ μὲ προσοχή, ὥστε νὰ μὴ «σπάσει»ὁ καρπός καὶ λιώσει.
Αὐτὲς τὶς μέρες, λοιπόν, ὅλο σχεδὸν τὸ χωριὸ ἦταν στὸ πόδι καὶ πρωΐ-πρωΐ, πρὶν φέξει καὶ «χτυπήσει»ὁ ἡλιος, ξεκινοῦσε γιὰ « τσ’κουρουμλιῶνις», μὲ τὰ ζά του φορτωμένα «τ᾿ ἀγγειά», δηλαδή, «τς᾿ κουφίνις ἤ τὰ καφάσα».
Ἀντιλαλοῦσαν τότε οἱ πλαγιὲς ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν συλλεκτῶν, ἀλλὰ καὶ οἱ δρόμοι, τὰ μονοπάτια δηλαδή, ὅπου τὰ μουλαρια καὶ τὰ γαϊδουράκια κάνανε τὴ μέρα ἀτέλειωτες στράτες. Κι ἔτρεχε ποτάμι ὁ ἰδρῶτας, γιατὶ Αὔγουστος ἦταν στὸ ἔμπα του, κι ἄς ἔκανε καὶ μελτέμια.
Τὰ δαμάσκηνα τὰ πηγαίνανε ἔξω ἀπὸ τοὺς φούρνους καὶ τὰ ἁπλώνανε-παλιότερα σὲ σπαρτίνες καὶ μετὰ σὲ τελάρα. Ἀπὸ μακρυά δὲ, φαίνονταν ἁπλωμένα σὲ μικρὲς γαλάζιες λιμνες καταμεσὺ τοῦ χρυσοπράσινου τοπίου.
Στὸ χωριό μας εἴχαμε τότε δυὸ φούρνους, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἁπλώνονταν τὰ κορόμηλα γιὰ νὰ λιαστοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν στὸ Ρέμα κι ὁ ἄλλος σχεδὸν μέσα στὸ χωριό. Εὐωδίαζε ὁ τοπος τότε ἀπὸ κείνη τὴ μοσχοβολιά, ποὺ ἁπλώνονταν σ᾿ὅλο τὸ χωριό κι ἀνακατεύονταν, ἰδίως τὴ νύχτα, μὲ τὶς ἄλλες εὐωδιές: τοῦ βασιλικοῦ, τῆς ματζουράνας, τοῦ καμμένου ξύλου, τοῦ πεύκου καὶ τῆς ἁρμύρας.
Κι ὅταν ἔφτανε τῆς Παναγιᾶς σταματοῦσαν γιὰ λίγο τὰ ἔργα τους οἱ χωρικοί-μέρα ποὺ ἦταν καὶ τὰ ζὰ ποὺ κουβαλοῦσαν τοὺς καρπούς, τώρα τὰ σαμάρια τους ἦταν στολισμένα μὲ κιλίμια καὶ καθαρὲς κουρελοῦδες,γιὰ νὰ καθίσουν μὲ τὰ καλά τους οἱ νοικοκυραῖοι νὰ πᾶνε στὸ διπλανὸ τὰ χωριό, στὴν Πλατάνα ποὺ εἶχε τὸ πανηγύρι της. Τὸ Πανηγυρι τῆς Παναγιᾶς. Γιὰ νἄχουν γειά καὶ εὐλογία καὶ νὰ χαίρονται κάθε χρόνο τὸ ἄλλο τους πανηγύρι, ἐκεῖνο τοῦ κορόμηλου, ποὺ ζωντάνευε, μαζὶ μὲ τὸ ἀμύγδαλο καὶ τὴν ἐλιά, τὴν βιοτή τους. Μέχρι ποὺ ἦρθε ἔνας καιρός ὅπου ἔφυγαν οἱ παλιότεροι, ξεράθηκαν οἱ δαμακηνιές, τὰ χτήματα ρήμαξαν, τὰ ζῶα χάθηκαν καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀπόμεινε στὸ νοῦ καὶ στὴν ψυχὴ εἶναι τὸ πανηγύρι τοῦ κορόμηλου, συνταιριασμένιο μὲ κεῖνο τῆς Παναγιᾶς, μὲ τὶς ἀθανατες τὶς εὐωδιές τους.
Δεκαπενταυγουστος 2016
π. κ. ν. κ
Τὸν Αὔγουστο, ὅπως εἶναι γνωστό, τὸν σημαδεύει, καὶ μὲ ἱεροπρέπεια κι ἄφατη συγκίνηση τὸν περιβάλλει, ἡ μεγαλη καὶ κορυφαία γιορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας, ποὺ σταλάζει,στοὺς ὅσους πιστούς, δροσοσταλίδες κατανύξεως καὶ εὐλογίας.
Ὡστόσο, μὴ λησμονοῦμε πὼς ὁ Αὔγουστος ἦταν γιὰ τὸ παλιό μας τὸ χωριό, τὸ Κλήμα, ὁ μήνας συνάξεως τῶν καρπῶν, ἰδίως δὲ τοῦ εὐαίσθητου καὶ ὑπέροχου δαμάσκηνου, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ συναχθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ γιὰ ἐπεξεργασία, χωρὶς χρονοτριβή, ἀμέλεια καὶ ἀκαματοσύνη. Γιατὶ χάνονταν τότε οἱ κόποι ἑνὸς ὀλάκερου χρόνου. Κι ὁ λόγος εἶναι γιὰ «τοὺ κουρόμλου ἀζάν», ὅπως τό λέγανε, τὸ ὁποῖο συνἀζονταν τὶς πρῶτες μέρες τοῦ Αὐγούστου, ἁπλώνονταν στὸν ἥλιο κι ὕστερα ψήνονταν σὲ εἰδικοὺς κλιβάνους. Ὡστόσο τὸ μάζεμα ἔπρεπε νὰ γίνει ἔγκαιρα καὶ μὲ προσοχή, ὥστε νὰ μὴ «σπάσει»ὁ καρπός καὶ λιώσει.
Αὐτὲς τὶς μέρες, λοιπόν, ὅλο σχεδὸν τὸ χωριὸ ἦταν στὸ πόδι καὶ πρωΐ-πρωΐ, πρὶν φέξει καὶ «χτυπήσει»ὁ ἡλιος, ξεκινοῦσε γιὰ « τσ’κουρουμλιῶνις», μὲ τὰ ζά του φορτωμένα «τ᾿ ἀγγειά», δηλαδή, «τς᾿ κουφίνις ἤ τὰ καφάσα».
Ἀντιλαλοῦσαν τότε οἱ πλαγιὲς ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν συλλεκτῶν, ἀλλὰ καὶ οἱ δρόμοι, τὰ μονοπάτια δηλαδή, ὅπου τὰ μουλαρια καὶ τὰ γαϊδουράκια κάνανε τὴ μέρα ἀτέλειωτες στράτες. Κι ἔτρεχε ποτάμι ὁ ἰδρῶτας, γιατὶ Αὔγουστος ἦταν στὸ ἔμπα του, κι ἄς ἔκανε καὶ μελτέμια.
Τὰ δαμάσκηνα τὰ πηγαίνανε ἔξω ἀπὸ τοὺς φούρνους καὶ τὰ ἁπλώνανε-παλιότερα σὲ σπαρτίνες καὶ μετὰ σὲ τελάρα. Ἀπὸ μακρυά δὲ, φαίνονταν ἁπλωμένα σὲ μικρὲς γαλάζιες λιμνες καταμεσὺ τοῦ χρυσοπράσινου τοπίου.
Στὸ χωριό μας εἴχαμε τότε δυὸ φούρνους, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἁπλώνονταν τὰ κορόμηλα γιὰ νὰ λιαστοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν στὸ Ρέμα κι ὁ ἄλλος σχεδὸν μέσα στὸ χωριό. Εὐωδίαζε ὁ τοπος τότε ἀπὸ κείνη τὴ μοσχοβολιά, ποὺ ἁπλώνονταν σ᾿ὅλο τὸ χωριό κι ἀνακατεύονταν, ἰδίως τὴ νύχτα, μὲ τὶς ἄλλες εὐωδιές: τοῦ βασιλικοῦ, τῆς ματζουράνας, τοῦ καμμένου ξύλου, τοῦ πεύκου καὶ τῆς ἁρμύρας.
Κι ὅταν ἔφτανε τῆς Παναγιᾶς σταματοῦσαν γιὰ λίγο τὰ ἔργα τους οἱ χωρικοί-μέρα ποὺ ἦταν καὶ τὰ ζὰ ποὺ κουβαλοῦσαν τοὺς καρπούς, τώρα τὰ σαμάρια τους ἦταν στολισμένα μὲ κιλίμια καὶ καθαρὲς κουρελοῦδες,γιὰ νὰ καθίσουν μὲ τὰ καλά τους οἱ νοικοκυραῖοι νὰ πᾶνε στὸ διπλανὸ τὰ χωριό, στὴν Πλατάνα ποὺ εἶχε τὸ πανηγύρι της. Τὸ Πανηγυρι τῆς Παναγιᾶς. Γιὰ νἄχουν γειά καὶ εὐλογία καὶ νὰ χαίρονται κάθε χρόνο τὸ ἄλλο τους πανηγύρι, ἐκεῖνο τοῦ κορόμηλου, ποὺ ζωντάνευε, μαζὶ μὲ τὸ ἀμύγδαλο καὶ τὴν ἐλιά, τὴν βιοτή τους. Μέχρι ποὺ ἦρθε ἔνας καιρός ὅπου ἔφυγαν οἱ παλιότεροι, ξεράθηκαν οἱ δαμακηνιές, τὰ χτήματα ρήμαξαν, τὰ ζῶα χάθηκαν καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀπόμεινε στὸ νοῦ καὶ στὴν ψυχὴ εἶναι τὸ πανηγύρι τοῦ κορόμηλου, συνταιριασμένιο μὲ κεῖνο τῆς Παναγιᾶς, μὲ τὶς ἀθανατες τὶς εὐωδιές τους.
Δεκαπενταυγουστος 2016
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ