Ἕνα ἀπὸ τὰ ξεχωριστὰ μαγαζιὰ τοῦ Παλιοῦ μας τοῦ χωριοῦ ἦταν κι ἐκεῖνο τοῦ μπάρμπα -Παναὴ τοῦ Παλαιολόγου, ποὺ ἀργότερα, ὅταν χάθηκε, τὸ κρ...
Ἕνα ἀπὸ τὰ ξεχωριστὰ μαγαζιὰ τοῦ Παλιοῦ μας τοῦ χωριοῦ ἦταν κι ἐκεῖνο τοῦ μπάρμπα-Παναὴ τοῦ Παλαιολόγου, ποὺ ἀργότερα, ὅταν χάθηκε, τὸ κράτησε ἡ θειὰ Εὐανθία, ἡ γυναίκα του μὲ τὸ γιό της τὸ Σταμάτη.
Ἦταν χτισμένο σὲ περίοπτη θέση, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Κοινοτικὸ Γραφείο καὶ σὲ χῶρο, ὅπου παλιότερα στὸ ἐκεῖ οἰκόπεδο ὑπῆρχε ἀρχαία ὑπάιθρια καρούτα, ποὺ λειτουργησε ἴσαμε τὰ μέσα τοῦ 20ουαἰ.
Ὅμως τὸ μαγαζὶ αὐτὸ εἶχε ἕνα προνόμιο μοναδικό. Δηλαδὴ διέθετε μιὰν ὑπέροχη ταράτσα φραγμένη μὲ γερὴ σιδεριά, ἔργο τοῦ Γέρο-Κορφιάτη ἀπὸ τὴ Γλώσσα, γνωστὴ στὸ χωριὸ ὡς «τὰ κάgιλα».
Ἀγνάντευε, λοιπόν, τὸ μαγαζὶ κατὰ τὸ Λουτρακι, τὴ Σκιάθο, «τοῦ πάgου», «τοὺ Πλαρουνήσ’», «τὸὺ Στρουgλό», «τοὺ Κασίδ᾿», ἀλλὰ κι «d᾿ Δασά σαπέρα” ...Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶχε καθημερινὰ ἀρκετοὺς ἐπισκέπτες ποὺ ἔρχονταν νὰ ἀγναντέψουν, καὶ νὰ τὰ ποῦνε. Ἀλήθεια, τί;
Πρῶτα-πρώτα κοίταζαν πότε ἔρχεται, τὸ καΐκι παλιότερα, κι ἀργότερα, τὸ πλοῖο τῆς γραμμῆς.
-Νάτου βρέ, ξιμπουκάρσι ἀπ᾿ τοῦ φανάρ᾿, ἀπ᾿ τοὺ Σκιάθου...λέγανε μεταξύ τους οἱ χωριανοί, συνεχίζοντας,
-Ἄdiνὰ δοῦμι πόσην ὥρα θὰ κάμ’μέχρι τοῦ Λουτράκ΄
Καὶ παρακολουθοῦσαν τὸ πλοῖο, ποὺ πότε ταξίδευε μὲ ἄνεση καὶ πότε, ἐπειδὴ εἶναι μπουγαζι ἡ θἀλασσα ἀπὸ Σκιάθο μέχρι τὸ Λουτράκι, μὲ σφοδρὴ θάλασσα.
-Νἄτου βρέ, ζ᾿ Καψμάδα εἶνι...Ἀκοίτα πὼς κλιέτι..Φουρτούνα κιαμέτ’
Ὅμως τὸ ἀγνάντεμα δὲν ἦταν μονάχα γιὰ τὴν «Εὐκαιρία»-ἔτσι λέγανε οἱ παλίοτεροι τὸ καΐκι τῆς γραμμῆς, ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀγναντέψουν τὸ γρύπο ποὺ καλάριζε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ χωριό, «Τς᾿ Κώστα»
-Νἄτους οὑ Χούλης Καλάρσι πάλι...Ἀκοίτα τὰ βαρέλια τἄριξι ἄνοιχτα κι ἄρχισι νὰ μαζεύει d’ καλάδα..», ἄκουγες.
Πράγματι, κάθε τόσο μέσα στὸ χειμώνα ἐρχόταν ἀπὸ τὴ Σκιάθο ὁ γρύπος καὶ καλάριζε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ χωριό, στὴν παραλία «στοῦ Κώστα» καὶ συγκεκριμένα «στὰ Καλάμια», ἀπέναντι ἀπὸ τὸ μποστάνι τοῦ μπάρμπα τοῦ Ἀναργυρου. Κι ἦταν ἕνα θέαμα ἀπὸ τὰ πιὸ ὅμορφα γιὰ μᾶς τὰ παιδιά, καθὼς ἀγναντεύαμε τὸ καΐκι, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ φαινόταν σὰν παιχνίδι, τὰ βαρέλια ποὺ ἔριχνε μὲ τὴν καλάδα, «τοὺ κουλουκάϊκου» πίσω του καί, φυσικά, τὸ τσοῦρμο μέσα στὸ καΐκι. Ὅλα τους ἔμοιαζαν σὰν παραμυθένια...
Πολλὲς φορὲς κατέβαιναν οἱ Κληματιανοὶ στὸ γιαλὸ καὶ ἔπαιρναν ἀπ᾿ τὸ γρύπο φρέσκια μαρίδα μέσα σὲ «μπουέλα» ( κουβάδες), γιὰ τὴ φᾶνε στὸ σπίτι μὲ λάχανα, χόρτα δηλαδή τοῦ ἀγροῦ. Μάλιστα, πολλὲς φορὲς τὰ ψάρια ποὺ φέρνανε στὸ χωριό, ἀκόμα σπαρταροῦσαν...
Ὅμως τὸ πιὸ θαύμασιο ἀγνάντεμα ἀπὸ τὰ κάγκελα ἦταν τὰ θερινὰ τὰ βράδυα ὅταν βγάινανε «στοὺ Bάgου»1τὰ «γρί-γρί» κι οἱ λάμπες.
Τὰ γρι-γρὶ βγαίνανε τὸ σούρουπο στὸν «Πάγκο» καὶ μόλις νύχτωνε ἄναβαν τὶς λάμπες τους. Κι ἦταν τὸ θέαμα ὑπέροχο, λές κι ἦταν μιὰ λιτανεία μέσα στὸ πέλαγο ποὺ στολίζει τὰ θερινὰ τὰ βράδυα. ΚΙ ἄκουγες τότε στὴ σιωπὴ τῆς νύχτας τὸν μονότονο ἦχο τῆς μηχανῆς, ποὺ ἔμοιαζε σὰν μιὰ μυστικὴ συνομιλία μὲ τοὺς ἤχους τῆς στεριᾶς.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιριοῦ ἄρχιζαν νὰ βγάινουν κι οἱ λάμπες, δηλαδή οἰ βάρκες τῶν ντόπιων ψαράδων, γιὰ νὰ καλαμαρἐψουν κι ἀπὸ τὰ μέσα περίπου τοῦ Αὐγούστου ἤ καὶ προτύτερα νὰ ζαργανέψουν. ( Γιὰ τὸ ψάρεμα τῆς ζαργάνας ἔπρεπε νὰ περιμένουν τὴν πρώτη βροχὴ μέσα στὸν Αὔγουστο, ὥστε νὰ χοτρίνουν οἱ ζαγράνες καὶ νὰ μὴν εἶναι λιανές).
Τότε, λοιπόν, ποὺ βγαίνανε στὸ πέλαγο οἱ λάμπες-τὶς ὀνόμαζαν ἔτσι γιατὶ εἶχαν προσαρμοσμένη στὴν πρώρη τῆς βαρκας μιὰ λάμπα, ἡ ὁποία δούλευε μὲ ἀσετυλίνη κι ἀργότερα μὲ γκάζι. Παλιότερα, ἀντὶ γιὰ ἀσετυλίνη χρησιμοποιοῦσαν δαδὶ ποὺ τὸ καίγανε πάνω σὲ ἕνα τρύπιο τηγάνι.
Ἀγνάντευαν, λοιπόν, οἱ Κληματιανοὶ τὶς βάρκες ποὺ ψάρευαν καὶ ὑπέθεταν ὅτι ἡ μιὰ εἶναι τοῦ τάδε ἤ ἄλλη τοῦ δεῖνα καὶ σχολίαζαν.
-Ἀιδέτους οὑ Γιουργός, θὰ φουρτουθεὶ ζαργάνα ἀπόψ᾿. Ἀκοίτα...δὲ κνιέτι. Θἄχ᾿ πράμα φαίνιτι....Βρέ, τὶ γένιτι!!!!
Ἤ, πάλι, ἄν βλέπανε νὰ μετακινοῦνται οἱ λάμπες λέγανε.
...Καὶ περνοῦσαν οἱ βραδυὲς τοῦ καλοκαιριοῦ, οἱ μέρες τῶν ἄλλων ἐποχῶν, τὰ χρόνια, μέχρι ποὺ ἦρθε μιὰ μέρα ποὺ ἐρήμωσαν τὰ κάγκελα, ἄλλαξαν χέρια κι ἀπόμειναν στὴ μνήμη μονάχα σὲ κείνους ποὺ νοσταλγικὰ τὰ φέρνουν στὸ νοῦ τους καὶ συγκινοῦνται. Σὰν αὐτὸν ποὺ σέρενει ἐτοῦτες τὶς γραμμές...
π.κ. ν. κ
1 Ὁ Πάγκος εἶναι μιὰ θαλάσσια περιοχὴ σιμὰ στὸ Πλαροννήσι κι ἀπεναντι ἀπὸ τὰ «Σπάσματα»καὶ τὴν «Δάφνη»-τοπωνύμια τῆς περιοχῆς τοῦ Κλήματος πρὶν ἀπὸ τὴν Ἁρμενόπετρα.
ΣΧΟΛΙΑ