Στὸν Παναγιώτη τὸ γιατρό, ποὺ ξέρει ἀπ᾿αὐτά.... Κλειστοὶ καιροί κλειστοί, περίκλειστοι μακρὰν τῆς θέας τοῦ οὐρανοῦ, παρατημένοι. Μὲ ἀνέμους ...
Στὸν Παναγιώτη τὸ γιατρό, ποὺ ξέρει ἀπ᾿αὐτά....
Κλειστοὶ καιροί κλειστοί, περίκλειστοι
μακρὰν τῆς θέας τοῦ οὐρανοῦ, παρατημένοι.
Μὲ ἀνέμους , θύελλες, χιόνια καὶ θολοῦρες...» ( Τ. Κ. Παπατσώνης)
Καὶ πάλι στὸ παλιό μου τὸ χωριό ἡ μνήμη ἀκουμπᾶ. Μὲ μνῆμες αὐτὴ τὴ φορὰ ποὺ ἄκουσα ἀπὸ παλιότερους ἀπὸ μένα, ἄρα καὶ σχωρεμένους σήμερα, γιὰ μέρες κλειστές, μέρες τοῦ χιονιᾶ, ποὺ καπλπάντιζαν τὸ χωριὸ μὲ στρώματα ἀπανωτὰ τοῦ χιονιοῦ, τὸ μάκραιναν ἀπό τὸν κόσμο, τὸ ἀπομόνωναν.
Κι ἦταν οἱ μέρες ἐκεῖνες, γιὰ ἀνθρώπους καὶ ζωντανά, δύσκολες καὶ συνάμα ἀνήσυχες. Φυσικά, ὅπως ἀναφέρθηκε ἀλλοῦ, εἶχαν καὶ τὶς χάρες τους, ἀφοῦ συνάζονταν οἱ γειτόνοι κι οἱ φίλοι τ᾿ ἀπόβραδα καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ξορκιζαν τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν ἀνησυχία τους. Γιατὶ κακὰ τὰ ψἐματα... Ὅταν ὁρμοῦσαν κατὰ πάνω στὸ χωριὸ οἱ χιονιάδες, τότε κλείνονταν οἱ δρόμοι καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὰ ἄλλα τὰ χωριά ἔπαυε γιὰ μέρες. Ἔτσι περνοῦσαν οἱ μερες αὐτὲς μὲ ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ τοῦτες τὶς συνάξεις, ποὺ τὶς φώτιζε ἡ πυρόξανθη φωτιὰ τῆς παραστιᾶς καὶ τὸ φῶς τοῦ λαδοκάντηλου καὶ τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου - ἄν ὑπῆρχε κι αὐτή.
Κι ἦταν οἱ μέρες ἐκεῖνες, γιὰ ἀνθρώπους καὶ ζωντανά, δύσκολες καὶ συνάμα ἀνήσυχες. Φυσικά, ὅπως ἀναφέρθηκε ἀλλοῦ, εἶχαν καὶ τὶς χάρες τους, ἀφοῦ συνάζονταν οἱ γειτόνοι κι οἱ φίλοι τ᾿ ἀπόβραδα καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ξορκιζαν τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν ἀνησυχία τους. Γιατὶ κακὰ τὰ ψἐματα... Ὅταν ὁρμοῦσαν κατὰ πάνω στὸ χωριὸ οἱ χιονιάδες, τότε κλείνονταν οἱ δρόμοι καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὰ ἄλλα τὰ χωριά ἔπαυε γιὰ μέρες. Ἔτσι περνοῦσαν οἱ μερες αὐτὲς μὲ ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ τοῦτες τὶς συνάξεις, ποὺ τὶς φώτιζε ἡ πυρόξανθη φωτιὰ τῆς παραστιᾶς καὶ τὸ φῶς τοῦ λαδοκάντηλου καὶ τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου - ἄν ὑπῆρχε κι αὐτή.
Ὅμως αὐτὲς οἱ ὧρες εἶχαν καὶ τὴν τραγική τους τὴν ὄψη. Κι αὐτὴ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὶς σκληρὲς τὶς ἀρρώστιες ποὺ ἐπισκέπτονταν τὰ σπίτια καὶ πλήγωναν τοὺς κουρασμένους χωρικούς. Γιατὶ «τοὺ μουσκίδ’» πάντα ἔφερνε κρυολογήματα καὶ ἔριχνε τοὺς ἀνθρώπους καταγῆς. ( Δὲ θέλω ν᾿ ἀναφερθῶ ἐδῶ σὲ ἐπιδημίες ποὺ ταλαιπώρησαν πολὺ τὰ χωριά μας, ὅπως ἦταν ἡ θανατηφόρα ἐπιδημία τῆς εὐλογιᾶς στὰ 1878, ἀπὸ τὴν ὁποία χάθηκαν ἀρκετοί...).Θὰ μιλήσω γι᾿ ἄλλα πράγματα. Γιὰ ἀρρώστιες ποὺ ἦταν τότε συχνὲς, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνες.
Φάρμακα δὲν ὑπῆρχαν τότε μήτε καὶ γιατροί. Μονάχα πρακτικὰ μέσα χρησιμοποιοῦσαν οἱ νοικοκυρές, ὅπως σινάπι, τσίπουρο «λαμπίκο»γιὰ ἐντριβές καὶ φυσικὰ ζεστὰ πολλά,ὅπως «μουσκουλούρδου» ( χαμομήλι), φασκόμηλο, ἀλλὰ καὶ φρέσκο γάλα. ( Πὼς νὰ βράσουν, στ᾿ ἀλήθεια, στὴ φωτιὰ τῆς παραστιᾶς ὅλ΄ αὐτά; Τὸ φαντάζεται κάποιος πόσος ἀγώνας καταβάλονταν καὶ πόσος κόπος; Γι᾿ αὐτὸ τὸ μπρίκι ἦταν πάντα χωμένο μέσα στὴ στάχτη μὲ τὸ ζεστό...Καὶ γύρω-γύρω στὸ δωμάτιο, ἀπλωμένα ροῦχα νὰ στεγνώνουν....
Ὅμως ἐκεῖ ποὺ ἡ ὀδύνη ἔφτανε στὸ κατακόρυφο ἦταν τότε ποὺ ἀρρώσταιναν τὰ μικρὰ τὰ παιδιά, εἴτε ἀπὸ κρύωμα, εἴτε ἀπὸ κοκίτη, εἴτε ἀπὸ ἄλλες ἀρρώστιες. Φαντάζεται κανένας τὴν κακόμοιρη τὴ μάνα πόσα ξενύχτια ἔκανε, πόσο φαρμάκι εἶχε μέσα της καὶ πόση ἀγωνία; Θυμᾶμαι τὴν ἱστορία ποὺ μοῦ ἔλεγε ἡ μακαρίτισσα ἡ γιαγιά μου γιὰ ἕνα ἀδερφάκι της μικρό - γύρω στὰ 3-4 πρέπει νὰ ἦταν ὅταν ἀρρώστησε ἀπὸ κοκίτη, κι ἔβηχε τόσο πολὺ ποὺ στὸ τέλος, μὴ μπορώντας ν᾿ ἀνασάνει, ἔσκασε...Κι ἦταν τόσο ὅμορφο, ἔλεγε, τὸ ἀγοράκι ἐκεῖνο...Αὐτὰ, κι ἄλλα ἀκόμη, συνέβαιναν στὰ τέλη τοῦ 19ουμὲ ἀρχὲς τοῦ 20ουαἰ., ἐποχὲς δηλαδή, καὶ χρόνια σκληρὰ κι ἀνήσυχα.
Πολλὲς φορὲς σκέφτομαι ἀπὸ τὶ σκοτεινὰ περάσματα διάβηκαν οἱ πρόγονοί μας, γιὰ νὰ κατορθώσουν νὰ μᾶς ἀναστήσουν καὶ νὰ φτάσουμε ἴσαμε τὶς μέρες αὐτές, ποὺ ὅσο νἄναι καὶ γιατροὺς ἔχουμε καὶ γιατρικά...Οἱ δρόμοι πιὰ δὲν κλεινουν γιὰ μέρες κι ἡ θνησιμότητα τῶν μικρῶν παιδιῶν δὲν εἶναι τόσο συχνή, ἐνῶ ὑπάρχει ἡ ἰατρικὴ συνδρομὴ καὶ φροντίδα.
Τοὺς σκέφτομαι αὐτὲς τὶς μέρες, λοιπόν, τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους και τοὺς εὐγνωμονῶ, γιατὶ πιστεύω, πὼς αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ χρέος ὅλων μας .
π. κ. ν. κ.
ΣΧΟΛΙΑ