Στὸν ἀθεράπευτα νοσταλγὸ τοῦ παλιοῦ μας τοῦ χωριοῦ, τὸν Γιατρὸ Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, ἑόρτιος χειραψία τιμῆς καὶ εὐχαριστίας. «Τώρα ὅλοι α...
Στὸν ἀθεράπευτα νοσταλγὸ τοῦ παλιοῦ μας τοῦ χωριοῦ, τὸν Γιατρὸ Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, ἑόρτιος χειραψία τιμῆς καὶ εὐχαριστίας.
«Τώρα ὅλοι αὐτοὶ εἶναι συχωρεμένοι, διάβηκαν σὰ νὰ μὴν εἴτανε, ἔσβυσε ὀ ἴσκιος τους πάνω ἀπὸ τὴ γής. Μόνο ὁ Παρασκευὰς ἀπόμεινε, νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἀναθιβάλει μὲς στὸ νού του ἕνα πρὸς ἔνα, τούτη τὴ νύχτα τοῦ Δωδεκάμερου. Κι ὅσο ζεῖ αὐτὸς θἄρχουνται νὰ τόνε βρίσκουν ὅλες οἱ ἀγαπημένες θύμησες ἀπὸ τὰ ξέμακρα τῶν καιρῶν καὶ τόπων, ὅπως γυρίζει στὸ κούφιο κυβέρτι τὸ σμάρι τῶν μελισσιῶν καὶ τὸ γεμίζει βουὴ καὶ σάλαγο.
Κάποια μέρα θἄρθει βέβαια καὶ ἡ δική του ἡ ὥρα νὰ φύγει, καὶ τότες πλιὰ θὰ πεθάνουν μαζί του ὅλ᾿ αὐτά. Πρόσωπα, θυμητικά, χρώματα καὶ φωνές». (Στρ. Μυριβήλης, Τὰ Παγανά, Ἑστία, Ἀθ. σελ. )
Σωστὰ τὰ ἔγραψε, λοιπόν, πρὶν ἀπὸ πενηνταπέντε χρόνια κι ὁ πολὺς Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, ὅτι
δηλαδή, «οἱ μεγάλες γιορτὲς εἶναι οἱ μέρες τῆς μνήμης καὶ τῆς νοσταλγίας». Γιατὶ ἔτσι εἶναι. Ἐπειδὴ τὶς μέρες αὐτὲς πυκνώνουν οἱ ἐπισκέψεις ἀπὸ παλιὲς θύμησες καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὲς καὶ τῶν προσώπων ποὺ τὶς στελεχώνουν, ἀλλὰ καὶ τῶν χώρων μέσα στοὺς ὁποίους βρέθηκαν. Γιατὶ μονάχα μὲ τὰ παραπάνω μπορεῖ νὰ συντηρηθεῖ ἡ γνήσια εἰκόνα μέσα μας, ἡ ταμιευμένη εἰκόνα ἀπὸ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους: μὲ τὰ πρόσωπα νὰ κρατοῦν τὴν κεντρικὴ τὴ θέση μέσα σὲ χώρους καὶ χρόνους συγκεκριμένους καὶ περισσῶς ἁγιασμένους. Χωρὶς νὰ ὑπάρχει τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἔπαρσης, ἤ ἔστω ἡ ἐλάχιστη προσπάθεια αὐτοπροβολῆς. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοὶ καὶ σιωπηλοὶ ἄνθρωποι βίωναν καθημερινὰ τὸ μεγάλο Μυστήριο τοῦ πόνου, ὅπως τὸ βίωσαν κι οἱ ἅγιοι. Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ αὐτὸ ποὺ γράφεται. Εἶναι μαρτυρία, ποὺ ἔχει διαπιστωθεῖ ἀπὸ ἀφηγήσεις αὐθεντικὲς σοβαρῶν καὶ ἔντιμων ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἔχει βιωθεῖ ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία. Γιατὶ τὰ ὅσα ἄκουσα καὶ ἔζησα γιὰ τοὺς προγόνους μου εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μὲ κάνουν τοῦτες τὶς ἄχραντες ὧρες νὰ γονατίζω μὲ τὴ συναίσθηση τοῦ χρεόυς ἀπέναντί τους. Τοῦ χρέους νὰ τοὺς θυμᾶμαι καὶ μνημονεύω ἴσαμε νὰ σφαλίσω τὰ μάτια μου κι ὕστερα νὰ πορευτῶ τὸ δρόμο τῆς ἀνταμώσής τους. Ὡστόσο, μέχρι τότε ἔχω τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς θυμᾶμαι, νὰ τοὺς κρατῶ ζωντανοὺς μέσα στὴν ψυχή μου, νὰ τοὺς ἀφήνω νὰ μὲ συντροφεύουν οἱ πολύτιμοι ἴσκιοι τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μέσα στὸ παντερπνο, τρυφερὸ καὶ θεοτίμητο χρόνο τοῦ ἱ. Δωδεκαήμέρου, ποὺ χωνεύει στὰ χειμωνιάτικα καὶ σταχτερὰ ἀπόβραδα, τοὺς προσκαλῶ ὅλους μὲ τὴ σάλπιγκα τῆς Μνήμης καὶ τῆς Νοσταλγίας.
Κάθε χρόνο, λοιπόν, τέτοιες μέρες, ποὺ τὶς ραντίζει μὲ τόση καλωσύνη τὸ ἄχραντο Δωδεκαήμερο, προσπαθῶ νὰ ξαναδῶ εἰκόνες ἁπλότητας καὶ τρυφερότητας, ποὺ δὲν θὰ ξαναφανοῦν. Εἰκόνες ποὺ δὲν ἔχει καταγράψει κανένας φωτογραφικὸς φακός, παρὰ μονάχα ἡ μνήμη τὶς ἔχει τοποθετήσει στὴν πολυτιμότερη κοσμηματοθήκη της. Ἔτσι μέχρι νὰ ταξιδέψει ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες θὰ προβάλλονται σάν ὀθόνη τῆς ψυχῆς μὲ τρυφερότητα καὶ εὐγνωμοσύνη.
Πῶς, λοιπόν, ν᾿ ἀστοχήσεις τὰ λιτὰ ἐκεῖνα καὶ μισοφωτισμένα σπίτια ποὺ τὸ μόνο στολίδι ποὺ φέρανε τὶς μέρες τοῦ Δωδεκαήμερου ἦταν ἡ ἀσβεστωμένη παραστιά, τὰ καθαρὰ στρωσίδια στὸ πάτωμα, τὰ κυδώνια στὸ δίχτυ κρεμασμένα ἀπὸ τὴν παρταριά, ἀλλὰ καὶ τὸ κρἐας πιασμένο ἀπὸ κάποιο καρφὶ ψηλὰ σὲ μέρος ἀπαγγερὸ καὶ μακρυὰ ἀπὸ τὴν παραστιά; Κι ἀκόμα πὼς ν᾿ ἀστοχήσεις αὐτὲς τὶς μικρὲς τὶς κάμαρες ποὺ μοιάζανε μὲ σπήλαια, μισοφωτισμένες καθὼς εἴτανε κι ἁπλοϊκές, λὲς κι ἐκεῖ πήγαινε νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός; Ἐπίσης πὼς νὰ ξεπεράσεις τὰ σοβαρὰ καὶ σιωπηλὰ πρόσωπα τῶν νοικοκυράιων ποὺ κάθονταν σιμὰ στὴν παραστιὰ καὶ κοίταζαν μὲ τὶς ὧρες τὴ φωτιὰ νὰ κλαγώνει πάνω στὰ ξύλα. Τὰ ξύλα ποὺ μὲ χἰλια παίδια κόψανε καὶ στιβάξανε στὸ κατώι γιὰ τὸ χειμώνα...Τὰ ξύλα ποὺ ἀφήνανε μὲ τὴν ἀνασα τους τὴν ἁγνὴ εὐωδιὰ τοῦ λόγγου καὶ κάποτε-κάποτε τσιρίζνε παραξενα, λὲς καὶ κουβεντιάζανε, γιὰ νὰ σπάσουν τὴ σιωπὴ οἱ νοικυρὲς καὶ νὰ ποῦν: «Ἀρή, ποιὸς λέει;». Δηλαδή, ποιός τοὺς θυμήθηκε;
Ὄχι, δὲν ἀστοχοῦνται αὐτὰ ποὺ μάζεψε ἡ παιδικὴ ψυχὴ στὶς ἑόρτιες ἐκεῖνες ἐπισκέψεις στὰ παλιὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ καὶ ἰδιάιτερα τοῦ Κάτω Χωριοῦ. Ἐπισκέψεις στὸ χειμωνιάτικο τ᾿ ἀπόβραδο τῶν παραμονῶν τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλέιου, γιὰ «νὰ τὰ πουμε».
Μετὰ ἀπὸ μιςὸ αἰῶνα καὶ περισσότερο, εἰλικρινὰ τὸ ἀναφέρω, δὲ θυμᾶμαι κανένας ἀπὸ κέινους τοῦ σχωρεμένους σήμερα συγχωριανοὺς νὰ μᾶς διώξει, νὰ μᾶς δείξει ἀδιαφορία, ἀγανάκτηση ἤ καὶ νὰ μᾶς ἀποπάρει. Παρ᾿ ὅλη τους τὴ φτώχεια καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἀδυναμία, π΄ντα π΄ροσφεραν τὸ περίσσευμα τῆς στοργῆς τους, ποὺ τὸ ἐπισφράγιζε καὶ κάτι ἀκόμα: Ἡ εὐχὴ ἀναμιγμένη μὲ συμβουλές. « Καλὴ προυόδο νὰ ἔχιτι κι νὰ εἴσαστε καλὰ πιδιά».
Κλέινοντας τὸ ἑόρτι αὐτὸ γραφτὀ μου δὲ μοῦ πάει νὰ μὴ θυμηθῶ τὸ μπάρμπα-Κωνσταντῆ τὸν Τρακόσα ποὺ κάθονταν τότε τὴ θειὰ τὴ Μαγδαλινίτσα σιμὰ στὴν παλιά μας τὴν ἐκκλησιὰ στὸ Κατω τὸ Χωριό. Κάθε φορὰ ποὺ θὰ πηγαίναμε νὰ τὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὶς εὐχὲς μᾶς θύμιζε τὸ καϊκι ποὺ μᾶς εἶχε τάξει νὰ μᾶς φτιάξει. Καΐκι ξύλινο, ἁρματωμένο καὶ περήφανο νὰ τὸ ἔχουμε καὶ νὰ τὸν θυμόμαστε. Ἀρκεῖ νὰ προοδεύαμε στὴ ζωή μας καὶ νὰ εἴμαστε καλὰ παιδιά.
Τὰ χρόνια ὅμως βιάστηκαν νὰ περάσουν καὶ μαζί τους βιάστηκε νὰ φύγει κι ὁ μπάρμπα Κωνσταντής, πρῶτα ἀπὸ τὸ Κάτω Χωριό κι ὕστερα ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο. Ὡστόσο τὸ καΐκι ἐκεῖνο δὲ χάθηκε. Ἀπομεινε σὰν μιὰ ὄνειρικὴ παραγματικότητα μέσα στὴν καρδιὰ καὶ κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, ἀνοίγει πανιὰ καὶ μᾶς ταξιδεύει στοὺς πάντιμους ἐκείνους καιρούς, γιὰ νὰ ξανανταμώσουμε μὲ ὅλους ἐκείνους, τοὺς φευγάτους μέν, ἀλλ᾿ ἀλησμόνητους ἀνθρώπους.
Παραμονὲς Χριστουγέννων 2015 π.κ.ν. κ
«Τώρα ὅλοι αὐτοὶ εἶναι συχωρεμένοι, διάβηκαν σὰ νὰ μὴν εἴτανε, ἔσβυσε ὀ ἴσκιος τους πάνω ἀπὸ τὴ γής. Μόνο ὁ Παρασκευὰς ἀπόμεινε, νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἀναθιβάλει μὲς στὸ νού του ἕνα πρὸς ἔνα, τούτη τὴ νύχτα τοῦ Δωδεκάμερου. Κι ὅσο ζεῖ αὐτὸς θἄρχουνται νὰ τόνε βρίσκουν ὅλες οἱ ἀγαπημένες θύμησες ἀπὸ τὰ ξέμακρα τῶν καιρῶν καὶ τόπων, ὅπως γυρίζει στὸ κούφιο κυβέρτι τὸ σμάρι τῶν μελισσιῶν καὶ τὸ γεμίζει βουὴ καὶ σάλαγο.
Κάποια μέρα θἄρθει βέβαια καὶ ἡ δική του ἡ ὥρα νὰ φύγει, καὶ τότες πλιὰ θὰ πεθάνουν μαζί του ὅλ᾿ αὐτά. Πρόσωπα, θυμητικά, χρώματα καὶ φωνές». (Στρ. Μυριβήλης, Τὰ Παγανά, Ἑστία, Ἀθ. σελ. )
Σωστὰ τὰ ἔγραψε, λοιπόν, πρὶν ἀπὸ πενηνταπέντε χρόνια κι ὁ πολὺς Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, ὅτι
δηλαδή, «οἱ μεγάλες γιορτὲς εἶναι οἱ μέρες τῆς μνήμης καὶ τῆς νοσταλγίας». Γιατὶ ἔτσι εἶναι. Ἐπειδὴ τὶς μέρες αὐτὲς πυκνώνουν οἱ ἐπισκέψεις ἀπὸ παλιὲς θύμησες καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὲς καὶ τῶν προσώπων ποὺ τὶς στελεχώνουν, ἀλλὰ καὶ τῶν χώρων μέσα στοὺς ὁποίους βρέθηκαν. Γιατὶ μονάχα μὲ τὰ παραπάνω μπορεῖ νὰ συντηρηθεῖ ἡ γνήσια εἰκόνα μέσα μας, ἡ ταμιευμένη εἰκόνα ἀπὸ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους: μὲ τὰ πρόσωπα νὰ κρατοῦν τὴν κεντρικὴ τὴ θέση μέσα σὲ χώρους καὶ χρόνους συγκεκριμένους καὶ περισσῶς ἁγιασμένους. Χωρὶς νὰ ὑπάρχει τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἔπαρσης, ἤ ἔστω ἡ ἐλάχιστη προσπάθεια αὐτοπροβολῆς. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοὶ καὶ σιωπηλοὶ ἄνθρωποι βίωναν καθημερινὰ τὸ μεγάλο Μυστήριο τοῦ πόνου, ὅπως τὸ βίωσαν κι οἱ ἅγιοι. Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ αὐτὸ ποὺ γράφεται. Εἶναι μαρτυρία, ποὺ ἔχει διαπιστωθεῖ ἀπὸ ἀφηγήσεις αὐθεντικὲς σοβαρῶν καὶ ἔντιμων ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἔχει βιωθεῖ ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία. Γιατὶ τὰ ὅσα ἄκουσα καὶ ἔζησα γιὰ τοὺς προγόνους μου εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μὲ κάνουν τοῦτες τὶς ἄχραντες ὧρες νὰ γονατίζω μὲ τὴ συναίσθηση τοῦ χρεόυς ἀπέναντί τους. Τοῦ χρέους νὰ τοὺς θυμᾶμαι καὶ μνημονεύω ἴσαμε νὰ σφαλίσω τὰ μάτια μου κι ὕστερα νὰ πορευτῶ τὸ δρόμο τῆς ἀνταμώσής τους. Ὡστόσο, μέχρι τότε ἔχω τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς θυμᾶμαι, νὰ τοὺς κρατῶ ζωντανοὺς μέσα στὴν ψυχή μου, νὰ τοὺς ἀφήνω νὰ μὲ συντροφεύουν οἱ πολύτιμοι ἴσκιοι τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μέσα στὸ παντερπνο, τρυφερὸ καὶ θεοτίμητο χρόνο τοῦ ἱ. Δωδεκαήμέρου, ποὺ χωνεύει στὰ χειμωνιάτικα καὶ σταχτερὰ ἀπόβραδα, τοὺς προσκαλῶ ὅλους μὲ τὴ σάλπιγκα τῆς Μνήμης καὶ τῆς Νοσταλγίας.
Κάθε χρόνο, λοιπόν, τέτοιες μέρες, ποὺ τὶς ραντίζει μὲ τόση καλωσύνη τὸ ἄχραντο Δωδεκαήμερο, προσπαθῶ νὰ ξαναδῶ εἰκόνες ἁπλότητας καὶ τρυφερότητας, ποὺ δὲν θὰ ξαναφανοῦν. Εἰκόνες ποὺ δὲν ἔχει καταγράψει κανένας φωτογραφικὸς φακός, παρὰ μονάχα ἡ μνήμη τὶς ἔχει τοποθετήσει στὴν πολυτιμότερη κοσμηματοθήκη της. Ἔτσι μέχρι νὰ ταξιδέψει ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες θὰ προβάλλονται σάν ὀθόνη τῆς ψυχῆς μὲ τρυφερότητα καὶ εὐγνωμοσύνη.
Πῶς, λοιπόν, ν᾿ ἀστοχήσεις τὰ λιτὰ ἐκεῖνα καὶ μισοφωτισμένα σπίτια ποὺ τὸ μόνο στολίδι ποὺ φέρανε τὶς μέρες τοῦ Δωδεκαήμερου ἦταν ἡ ἀσβεστωμένη παραστιά, τὰ καθαρὰ στρωσίδια στὸ πάτωμα, τὰ κυδώνια στὸ δίχτυ κρεμασμένα ἀπὸ τὴν παρταριά, ἀλλὰ καὶ τὸ κρἐας πιασμένο ἀπὸ κάποιο καρφὶ ψηλὰ σὲ μέρος ἀπαγγερὸ καὶ μακρυὰ ἀπὸ τὴν παραστιά; Κι ἀκόμα πὼς ν᾿ ἀστοχήσεις αὐτὲς τὶς μικρὲς τὶς κάμαρες ποὺ μοιάζανε μὲ σπήλαια, μισοφωτισμένες καθὼς εἴτανε κι ἁπλοϊκές, λὲς κι ἐκεῖ πήγαινε νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός; Ἐπίσης πὼς νὰ ξεπεράσεις τὰ σοβαρὰ καὶ σιωπηλὰ πρόσωπα τῶν νοικοκυράιων ποὺ κάθονταν σιμὰ στὴν παραστιὰ καὶ κοίταζαν μὲ τὶς ὧρες τὴ φωτιὰ νὰ κλαγώνει πάνω στὰ ξύλα. Τὰ ξύλα ποὺ μὲ χἰλια παίδια κόψανε καὶ στιβάξανε στὸ κατώι γιὰ τὸ χειμώνα...Τὰ ξύλα ποὺ ἀφήνανε μὲ τὴν ἀνασα τους τὴν ἁγνὴ εὐωδιὰ τοῦ λόγγου καὶ κάποτε-κάποτε τσιρίζνε παραξενα, λὲς καὶ κουβεντιάζανε, γιὰ νὰ σπάσουν τὴ σιωπὴ οἱ νοικυρὲς καὶ νὰ ποῦν: «Ἀρή, ποιὸς λέει;». Δηλαδή, ποιός τοὺς θυμήθηκε;
Ὄχι, δὲν ἀστοχοῦνται αὐτὰ ποὺ μάζεψε ἡ παιδικὴ ψυχὴ στὶς ἑόρτιες ἐκεῖνες ἐπισκέψεις στὰ παλιὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ καὶ ἰδιάιτερα τοῦ Κάτω Χωριοῦ. Ἐπισκέψεις στὸ χειμωνιάτικο τ᾿ ἀπόβραδο τῶν παραμονῶν τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλέιου, γιὰ «νὰ τὰ πουμε».
Μετὰ ἀπὸ μιςὸ αἰῶνα καὶ περισσότερο, εἰλικρινὰ τὸ ἀναφέρω, δὲ θυμᾶμαι κανένας ἀπὸ κέινους τοῦ σχωρεμένους σήμερα συγχωριανοὺς νὰ μᾶς διώξει, νὰ μᾶς δείξει ἀδιαφορία, ἀγανάκτηση ἤ καὶ νὰ μᾶς ἀποπάρει. Παρ᾿ ὅλη τους τὴ φτώχεια καὶ τὴν οἰκονομικὴ ἀδυναμία, π΄ντα π΄ροσφεραν τὸ περίσσευμα τῆς στοργῆς τους, ποὺ τὸ ἐπισφράγιζε καὶ κάτι ἀκόμα: Ἡ εὐχὴ ἀναμιγμένη μὲ συμβουλές. « Καλὴ προυόδο νὰ ἔχιτι κι νὰ εἴσαστε καλὰ πιδιά».
Κλέινοντας τὸ ἑόρτι αὐτὸ γραφτὀ μου δὲ μοῦ πάει νὰ μὴ θυμηθῶ τὸ μπάρμπα-Κωνσταντῆ τὸν Τρακόσα ποὺ κάθονταν τότε τὴ θειὰ τὴ Μαγδαλινίτσα σιμὰ στὴν παλιά μας τὴν ἐκκλησιὰ στὸ Κατω τὸ Χωριό. Κάθε φορὰ ποὺ θὰ πηγαίναμε νὰ τὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὶς εὐχὲς μᾶς θύμιζε τὸ καϊκι ποὺ μᾶς εἶχε τάξει νὰ μᾶς φτιάξει. Καΐκι ξύλινο, ἁρματωμένο καὶ περήφανο νὰ τὸ ἔχουμε καὶ νὰ τὸν θυμόμαστε. Ἀρκεῖ νὰ προοδεύαμε στὴ ζωή μας καὶ νὰ εἴμαστε καλὰ παιδιά.
Τὰ χρόνια ὅμως βιάστηκαν νὰ περάσουν καὶ μαζί τους βιάστηκε νὰ φύγει κι ὁ μπάρμπα Κωνσταντής, πρῶτα ἀπὸ τὸ Κάτω Χωριό κι ὕστερα ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο. Ὡστόσο τὸ καΐκι ἐκεῖνο δὲ χάθηκε. Ἀπομεινε σὰν μιὰ ὄνειρικὴ παραγματικότητα μέσα στὴν καρδιὰ καὶ κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, ἀνοίγει πανιὰ καὶ μᾶς ταξιδεύει στοὺς πάντιμους ἐκείνους καιρούς, γιὰ νὰ ξανανταμώσουμε μὲ ὅλους ἐκείνους, τοὺς φευγάτους μέν, ἀλλ᾿ ἀλησμόνητους ἀνθρώπους.
Παραμονὲς Χριστουγέννων 2015 π.κ.ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ