ἤ, Σκέψεις ἀπὸ μιὰν ἀνάγνωση μιᾶς εἰκόνας Στὴν ἱστορικὴ ἐκκλησιὰ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴ Γλώσσα ὑπάρχει μιὰ ἄγνωστη σὲ πολλοὺς εἰκόν...
ἤ, Σκέψεις ἀπὸ μιὰν ἀνάγνωση μιᾶς εἰκόνας
Στὴν ἱστορικὴ ἐκκλησιὰ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴ Γλώσσα ὑπάρχει μιὰ ἄγνωστη σὲ πολλοὺς εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μοδέστου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Πρόκειται γιὰ μιὰ εἰκόνα μὲ ἔκδηλα τὰ ἀναγεννησιακὰ στοιχεῖα στὸν τρόπο τῆς ἱστορήσεώς της ἀπὸ τὸν ἁγιογράφο ποὺ τὴ ζωγράφισε, τὰ ὁποῖα ὡστόσο ἐνέχουν κι ἕνα χαρακτῆρα οἰκεῖο καὶ συνάμα πολὺ ἀνθρώπινο. Βλέπεις εἴμαστε στὴν ἐποχή ( τέλος τοῦ 19ου μέχρι τὰ μέσα τοῦ 20ου αἰ.) ὅπου αὐτὸς ὁ τρόπος ἁγιογραφήσεως κυριαρχεῖ, ἀκόμα καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ κορυφάιους ἁγιογραφους τοὺς πρίφημους Ἰωσαφαίους, τοὺς ὁποίους ἀργότερα μιμήθηκαν πολλοί.
Ἔτσι λοιπόν, τὸ 1933 ὁ πολὺς ἁγιορείτης μοναχὸς Γαβριὴλ, Γλώσσιώτης τὴν καταγωγὴ ποὺ μονάζει στὴ Σκήτη τῆς Προβατας δἐχεται μιὰ παραγγελία ἀπὸ τὸ Κοινὸ Τῆς πατρίδας του τῆς Πλατανας,νὰ φέρει στὸ χωριὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μοδέστου, τὴν ὁποία στὴ συνέχεαι θὰ ἀφιέρωνε στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως.
Πράγματι, ἡ εἰκόνα ἱστορεῖται στὸν ἁγιογραφικὸ οἶκο τῆς ἀδελφότητος τῶν Ἀβραμιάιων, ποὺ βρισκόταν στὴ Νέα Σκήτη στὸ Ὄρος καὶ κομίζεται στὴ Γλώσσα νὰ στολίζει ἀπὸ τὴ μιὰ τὸ ναὸ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἀκτινοβολεῖ μνῆμες ἀπὸ ἕνα ἄλλο καιρό. Καιρὸ σχεδὸν ἄγνωστο στοὺς σημερινούς. Μὲ λίγα λόγια ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν παραγγέλθηκε ἀπὸ ὅλο τὸ χωριό -ἀς τὸ προσέξουμε αὐτό- τυχαῖα. Ἤξεραν ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοῖ, πλὴν εὐσεβεῖς καὶ φιλάγιοι τὶ κάνανε. Γιατὶ εἶχαν ἀκόυσει ὅτι ὁ Ἅγιος Μόδεστος εἶναι ὁ προστάτης τῶν ζώων, ποὺ τὰ σκέπει καὶ φυλάσσει. Κι ἐπειδὴ ἡ Γλώσσα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ γυρω χωριὰ ἦταν μιὰ εὐρεῖα ἀγροτοκτηνοτροφικὴ περιοχή, ὅπως ἐπίσης ἐπειδὴ τὰ ζῶα ἦταν τὸ μέσον τοῦ βιοπορισμοῦ τῶν παλιῶν Γλωσσιωτῶν, τὰ ἤθελαν γερὰ κι εὐλογημένα. Κι αὐτὸ γιατὶ μὲ τὸ μουλάρι, τὸ γαϊδουράκι ἤ καὶ τὸ ἄλογο βγάζανε τὸ ψωμί τους κουβαλώντας ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἄλλα ζῶα, ὅπως τὰ πρόβατα, οἱ γίδες, οἱ κότες κ.λ.π. εἶχαν τὸ σπίτι τους γεμᾶτο καὶ τὴν τροφή τους σίγουρη.
Στὸν βίο τοῦ Ἁγίου διαβάζουμε γιὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε σὲ ἄρρωστα ζῶα, γι᾿ αὐτὸ κι ὁ ἁγιογραφος τὰ ἔχει ἱστορήσει νὰ Τὸν κυκλώνουν στὴν εἰκόνα, καθὼς βλέπουμε. Καὶ σκέφτομαι ἐκείνους τοὺς ταπεινοὺς χωρικοὺς πόσες προσευχὲς καὶ ἰκεσίες θὰ κατέθεσαν στὸν Ἅγιο ποὺ ἦλθε στὸ τόπο τους γιὰ τὸ κάθε ἄρρωστο ζῶο τους, σὲ μιὰν ἐποχὴ ποὺ ,μήτε κτηνίατροι ὑπῆρχαν μήτε φάρμακα. Ὅπως ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε πὼς τὸ κάθε ὑποζύγιο εἶχε τὴν ἀξία καὶ τὴ φροντίδα ἀπὸ μέρους τοῦ ἀφέντη του, γιατὶ ἦταν τὸ μέσον τῆς δουλειᾶς τους καὶ συνάμα κομμάτι πολύτιμο τῆς ζωῆς τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἤ τὸ Πάσχα πάντα κάνανε καὶ ἕνα κουλουράκι γιὰ τὰ «ζά», νὰ εἶναι καλὰ κι εὐλογημένα. Ἔπειτα μὴ λησμονᾶμε ὅτι στὴ Γλώσσα ὑπῆρχε ἠ καλύτερη «ράτσα» προβάτων σὲ ὅλο τὸ νησί.Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ σφραγιδα τοῦ παλιοῦ Δήμου τῆς Πλατάνας εἶχε ὡς σύμβολο τὸ πρόβατο.
Πῶς λοιπόν, τὸ «Κοινὸν τῆς Πλατάνας», ὅλοι δηλαδή ἤ σχεδὸν ὅλοι οἱ Γλωσσιῶτες νὰ μὴ συμβάλλουν ὥστε νὰ ἔρθει στὴν ἐκκλησιά τους ὁ Ἅγιος Μόδεστος, ο προστάτης τῶν ζώντανῶν τους;
( ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ εὐχαριστῶ τὸν ἀγαπητὸ κ. Γιῶργο Ρουσέτη γιὰ τὶς φωτογραφίες ποὺ στολίζουν τὸ κέιμενο αὐτό). π κ. ν. κ
Στὴν ἱστορικὴ ἐκκλησιὰ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴ Γλώσσα ὑπάρχει μιὰ ἄγνωστη σὲ πολλοὺς εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μοδέστου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Πρόκειται γιὰ μιὰ εἰκόνα μὲ ἔκδηλα τὰ ἀναγεννησιακὰ στοιχεῖα στὸν τρόπο τῆς ἱστορήσεώς της ἀπὸ τὸν ἁγιογράφο ποὺ τὴ ζωγράφισε, τὰ ὁποῖα ὡστόσο ἐνέχουν κι ἕνα χαρακτῆρα οἰκεῖο καὶ συνάμα πολὺ ἀνθρώπινο. Βλέπεις εἴμαστε στὴν ἐποχή ( τέλος τοῦ 19ου μέχρι τὰ μέσα τοῦ 20ου αἰ.) ὅπου αὐτὸς ὁ τρόπος ἁγιογραφήσεως κυριαρχεῖ, ἀκόμα καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ κορυφάιους ἁγιογραφους τοὺς πρίφημους Ἰωσαφαίους, τοὺς ὁποίους ἀργότερα μιμήθηκαν πολλοί.
Ἔτσι λοιπόν, τὸ 1933 ὁ πολὺς ἁγιορείτης μοναχὸς Γαβριὴλ, Γλώσσιώτης τὴν καταγωγὴ ποὺ μονάζει στὴ Σκήτη τῆς Προβατας δἐχεται μιὰ παραγγελία ἀπὸ τὸ Κοινὸ Τῆς πατρίδας του τῆς Πλατανας,νὰ φέρει στὸ χωριὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μοδέστου, τὴν ὁποία στὴ συνέχεαι θὰ ἀφιέρωνε στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως.
Πράγματι, ἡ εἰκόνα ἱστορεῖται στὸν ἁγιογραφικὸ οἶκο τῆς ἀδελφότητος τῶν Ἀβραμιάιων, ποὺ βρισκόταν στὴ Νέα Σκήτη στὸ Ὄρος καὶ κομίζεται στὴ Γλώσσα νὰ στολίζει ἀπὸ τὴ μιὰ τὸ ναὸ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἀκτινοβολεῖ μνῆμες ἀπὸ ἕνα ἄλλο καιρό. Καιρὸ σχεδὸν ἄγνωστο στοὺς σημερινούς. Μὲ λίγα λόγια ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν παραγγέλθηκε ἀπὸ ὅλο τὸ χωριό -ἀς τὸ προσέξουμε αὐτό- τυχαῖα. Ἤξεραν ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοῖ, πλὴν εὐσεβεῖς καὶ φιλάγιοι τὶ κάνανε. Γιατὶ εἶχαν ἀκόυσει ὅτι ὁ Ἅγιος Μόδεστος εἶναι ὁ προστάτης τῶν ζώων, ποὺ τὰ σκέπει καὶ φυλάσσει. Κι ἐπειδὴ ἡ Γλώσσα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ γυρω χωριὰ ἦταν μιὰ εὐρεῖα ἀγροτοκτηνοτροφικὴ περιοχή, ὅπως ἐπίσης ἐπειδὴ τὰ ζῶα ἦταν τὸ μέσον τοῦ βιοπορισμοῦ τῶν παλιῶν Γλωσσιωτῶν, τὰ ἤθελαν γερὰ κι εὐλογημένα. Κι αὐτὸ γιατὶ μὲ τὸ μουλάρι, τὸ γαϊδουράκι ἤ καὶ τὸ ἄλογο βγάζανε τὸ ψωμί τους κουβαλώντας ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἄλλα ζῶα, ὅπως τὰ πρόβατα, οἱ γίδες, οἱ κότες κ.λ.π. εἶχαν τὸ σπίτι τους γεμᾶτο καὶ τὴν τροφή τους σίγουρη.
Στὸν βίο τοῦ Ἁγίου διαβάζουμε γιὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε σὲ ἄρρωστα ζῶα, γι᾿ αὐτὸ κι ὁ ἁγιογραφος τὰ ἔχει ἱστορήσει νὰ Τὸν κυκλώνουν στὴν εἰκόνα, καθὼς βλέπουμε. Καὶ σκέφτομαι ἐκείνους τοὺς ταπεινοὺς χωρικοὺς πόσες προσευχὲς καὶ ἰκεσίες θὰ κατέθεσαν στὸν Ἅγιο ποὺ ἦλθε στὸ τόπο τους γιὰ τὸ κάθε ἄρρωστο ζῶο τους, σὲ μιὰν ἐποχὴ ποὺ ,μήτε κτηνίατροι ὑπῆρχαν μήτε φάρμακα. Ὅπως ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ σκεφτοῦμε πὼς τὸ κάθε ὑποζύγιο εἶχε τὴν ἀξία καὶ τὴ φροντίδα ἀπὸ μέρους τοῦ ἀφέντη του, γιατὶ ἦταν τὸ μέσον τῆς δουλειᾶς τους καὶ συνάμα κομμάτι πολύτιμο τῆς ζωῆς τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἤ τὸ Πάσχα πάντα κάνανε καὶ ἕνα κουλουράκι γιὰ τὰ «ζά», νὰ εἶναι καλὰ κι εὐλογημένα. Ἔπειτα μὴ λησμονᾶμε ὅτι στὴ Γλώσσα ὑπῆρχε ἠ καλύτερη «ράτσα» προβάτων σὲ ὅλο τὸ νησί.Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ σφραγιδα τοῦ παλιοῦ Δήμου τῆς Πλατάνας εἶχε ὡς σύμβολο τὸ πρόβατο.
Πῶς λοιπόν, τὸ «Κοινὸν τῆς Πλατάνας», ὅλοι δηλαδή ἤ σχεδὸν ὅλοι οἱ Γλωσσιῶτες νὰ μὴ συμβάλλουν ὥστε νὰ ἔρθει στὴν ἐκκλησιά τους ὁ Ἅγιος Μόδεστος, ο προστάτης τῶν ζώντανῶν τους;
( ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ εὐχαριστῶ τὸν ἀγαπητὸ κ. Γιῶργο Ρουσέτη γιὰ τὶς φωτογραφίες ποὺ στολίζουν τὸ κέιμενο αὐτό). π κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ