Ἀλέξανδρα Γ. Μπερδάνη Πλήρης ἡμερῶν ἔφυγε γιὰ τὴν Χώρα τῶν Ζώντων ἡ θεία ἡ Ἀλεξάνδρα ἡ Μπιρτάνινα. Ἔφυγε τὴν πρώτη ἡμέρα ποὺ χάραζε τὴν παρο...
Ἀλέξανδρα Γ. Μπερδάνη
Πλήρης ἡμερῶν ἔφυγε γιὰ τὴν Χώρα τῶν Ζώντων ἡ θεία ἡ Ἀλεξάνδρα ἡ Μπιρτάνινα. Ἔφυγε τὴν πρώτη ἡμέρα ποὺ χάραζε τὴν παρουσία του ἀναμεσά μας ὁ εὐλογημένος μήνας Αὔγουστος, μὲ τὰ τόσα καλούδια καὶ τὶς εὐωδίες του. Ποὺ δὲν τὶς πρόλαβε, ἀλλὰ ἀγαποῦσε. Μαζὶ μὲ τὴν θειὰ τὴν Ἀλεξάνδρα, ὡστόσο πρέπει νὰ προσθέσουμε, πὼς ἔκλεισε ἕνα κύκλος ἁγνοῦ, ἀνόθευτου καὶ πηγαίου πολιτισμοῦ ποὺ εἶχε νὰ παρουσίασει τὸ παλιό μας τὸ χωριό, πολιτισμὸ ποὺ συμπυκνώνονταν σὲ ἐνέργειες καὶ ἐκφάνσεις τοῦ βίου, ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε τὸ προσποιητό καὶ πρὸ πάντων τὸ ψεύτικο καὶ ἀλλαζονικό.
Γιατὶ ἡ θειὰ ἡ Ἀξεξανδρα, ποὺ ὑπῆρξε ἕνας γλυκύς, εὐπροσήγορος καὶ ὑπέροχος ἄνθρωπος, ἦταν ἡ τελευταία Κληματιανὴ ποὺ φόρεσε καὶ τίμησε τὴν τόσο θαυμάσια τοπικὴ ἐνδυμασία. Τὴ «φστάνα». Καὶ λέω τίμησε, γιατὶ ἦταν ἀπὸ τὶς μοναδικὲς Κληματιανὲς ποὺ πρόσεχε πάντα, ὥστε τὸ ντυσιμό της νὰ μὴν προδώσει τὴν ἀρχοντικὴ ὀμορφιὰ ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ στολή-μουσειακὸ ἔκθεμα σήμερα, μὲ πολλά, δυστυχῶς, κακόγουστα πειράματα, ποὺ καταστρέφουν μιὰ παράδοση αἰώνων καὶ μιὰν ἰδανικὴ καὶ μοναδικὴ προσφορὰ τῶν προγόνων μας.
Δὲ θυμᾶμαι, λοιπόν, ποτὲ τὴ θειὰ τὴν Ἀλεξανδρα μὲ ἀτσάκιστη «φστάνα». Πάντα βολτιασμένη, προσεχτικὰ σιδερωμένη, μὲ πουκάμισο πάντα κεντημένο στὰ μανίκια καὶ στὴν τραχηλιά, καὶ μὲ μαντήλι, ὄχι ὅπως τὸ φορᾶνε σήμερα - λὲς καὶ γυρίζουν ἀπὸ τὴ βρύση ἤ τὸ χτήμα καὶ τὴ δουλειά-ἀλλὰ πάντα σιδερωμένο, καθαρό καί φυσικά, μὲ μιὰ ἄφαντη καρφίτσα πιασμένο ἀπὸ τὰ μπροστινὰ τὰ μαλλιά. Τὸ ἴδιο πτίδια ἦταν κι ἡ «γουρδέλα» πίσω στὶς κοτσίδες.
Παλιότερα φοροῦσε τὰ ἀμίμητα ἐκεῖνα πασούμια ποὺ ἔφτιαχνε μὲ μαστοριὰ καὶ μεράκι ὁ μπάρμπα-Παντελὴς ὁ Χατζηνικολάου, πότε κεντητά, πότε λουστρίνια...Ἀργότερα χἀθηκαν κι αὐτά.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἦταν καλλιτέχνις στὸ κέντημα κ.λ.π. Καὶ πάντα σιωπηλή, χαμογελαστή, φιλόξενη καὶ ἀγαπητή. Ὅπως ἡ μητέρα της ἡ θειὰ ἡ Ἀναστασία μὲ τὶς λευκόχρυσες πλεξίδες κι ὁ μπάρμπα-Πήτ, ( Παναγιώτης Χήρας) ὁ πάτέρας της.
Ἀλησμόνητα θὰ μείνουν ἐπίσης τὰ κεράσματα στὴ δροσερὴ αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ της, κάτω ἀπὸ τὴν σκιερὴ κληματαριά, ὅπου ὁ δίσκος ἦταν πάντα στολισμένος μὲ ἀξεπέραστης καλλιτεχνίας πετσετάκια κ.λ.π. ποὺ τόνιζαν τὸν ἀρχοντικό χαρακτήρα τὴς νοικοκυρᾶς.
Τώρα κι αὐτὴ ἀναπάυεται στὰ φιλόξενα χώματα τοῦ χωριοῦ της, γιὰ νὰ τὸ ἀντικρύζει νὰ ὑψώνεται μέσα στὸ Ἑλληνικὸ καλοκαίρι, λευκοντυμένο καὶ πάντα χαριτωμένο κι ἀρωματισμένο ἀπὸ βασιλικά, γαρυφαλιές, ματζουράνα κι ἀμπαρόρριζα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκείνη τὴν εὐωδιὰ ποὺ λιγώνει, εὐωδιὰ ἀπὸ λιασμένο καὶ φρεσκοψημμένο δαμάσκηνο...
( Στὴ φωτ.- ἀρχὲς τοῦ 1960 - ἡ θειὰ ἡ Ἀλέξανδρα μὲ τὴν κόρη της Βιολέτα καὶ δίπλα της ἡ θεία της, ἡ θειὰ τὸ Λενιὼ ἠ Χαραλαμπίνα. Εὐχαριστῶ πολὺ τὸν Σταματη Χαρ. Σαλπαδῆμο γιὰ τὴν παραχώρηση κι αὐτοῦ τοῦ φωτ. τεκμηρίου).
π. κ. ν. κ
Πλήρης ἡμερῶν ἔφυγε γιὰ τὴν Χώρα τῶν Ζώντων ἡ θεία ἡ Ἀλεξάνδρα ἡ Μπιρτάνινα. Ἔφυγε τὴν πρώτη ἡμέρα ποὺ χάραζε τὴν παρουσία του ἀναμεσά μας ὁ εὐλογημένος μήνας Αὔγουστος, μὲ τὰ τόσα καλούδια καὶ τὶς εὐωδίες του. Ποὺ δὲν τὶς πρόλαβε, ἀλλὰ ἀγαποῦσε. Μαζὶ μὲ τὴν θειὰ τὴν Ἀλεξάνδρα, ὡστόσο πρέπει νὰ προσθέσουμε, πὼς ἔκλεισε ἕνα κύκλος ἁγνοῦ, ἀνόθευτου καὶ πηγαίου πολιτισμοῦ ποὺ εἶχε νὰ παρουσίασει τὸ παλιό μας τὸ χωριό, πολιτισμὸ ποὺ συμπυκνώνονταν σὲ ἐνέργειες καὶ ἐκφάνσεις τοῦ βίου, ποὺ δὲν εἶχαν τίποτε τὸ προσποιητό καὶ πρὸ πάντων τὸ ψεύτικο καὶ ἀλλαζονικό.
Γιατὶ ἡ θειὰ ἡ Ἀξεξανδρα, ποὺ ὑπῆρξε ἕνας γλυκύς, εὐπροσήγορος καὶ ὑπέροχος ἄνθρωπος, ἦταν ἡ τελευταία Κληματιανὴ ποὺ φόρεσε καὶ τίμησε τὴν τόσο θαυμάσια τοπικὴ ἐνδυμασία. Τὴ «φστάνα». Καὶ λέω τίμησε, γιατὶ ἦταν ἀπὸ τὶς μοναδικὲς Κληματιανὲς ποὺ πρόσεχε πάντα, ὥστε τὸ ντυσιμό της νὰ μὴν προδώσει τὴν ἀρχοντικὴ ὀμορφιὰ ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ στολή-μουσειακὸ ἔκθεμα σήμερα, μὲ πολλά, δυστυχῶς, κακόγουστα πειράματα, ποὺ καταστρέφουν μιὰ παράδοση αἰώνων καὶ μιὰν ἰδανικὴ καὶ μοναδικὴ προσφορὰ τῶν προγόνων μας.
Δὲ θυμᾶμαι, λοιπόν, ποτὲ τὴ θειὰ τὴν Ἀλεξανδρα μὲ ἀτσάκιστη «φστάνα». Πάντα βολτιασμένη, προσεχτικὰ σιδερωμένη, μὲ πουκάμισο πάντα κεντημένο στὰ μανίκια καὶ στὴν τραχηλιά, καὶ μὲ μαντήλι, ὄχι ὅπως τὸ φορᾶνε σήμερα - λὲς καὶ γυρίζουν ἀπὸ τὴ βρύση ἤ τὸ χτήμα καὶ τὴ δουλειά-ἀλλὰ πάντα σιδερωμένο, καθαρό καί φυσικά, μὲ μιὰ ἄφαντη καρφίτσα πιασμένο ἀπὸ τὰ μπροστινὰ τὰ μαλλιά. Τὸ ἴδιο πτίδια ἦταν κι ἡ «γουρδέλα» πίσω στὶς κοτσίδες.
Παλιότερα φοροῦσε τὰ ἀμίμητα ἐκεῖνα πασούμια ποὺ ἔφτιαχνε μὲ μαστοριὰ καὶ μεράκι ὁ μπάρμπα-Παντελὴς ὁ Χατζηνικολάου, πότε κεντητά, πότε λουστρίνια...Ἀργότερα χἀθηκαν κι αὐτά.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἦταν καλλιτέχνις στὸ κέντημα κ.λ.π. Καὶ πάντα σιωπηλή, χαμογελαστή, φιλόξενη καὶ ἀγαπητή. Ὅπως ἡ μητέρα της ἡ θειὰ ἡ Ἀναστασία μὲ τὶς λευκόχρυσες πλεξίδες κι ὁ μπάρμπα-Πήτ, ( Παναγιώτης Χήρας) ὁ πάτέρας της.
Ἀλησμόνητα θὰ μείνουν ἐπίσης τὰ κεράσματα στὴ δροσερὴ αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ της, κάτω ἀπὸ τὴν σκιερὴ κληματαριά, ὅπου ὁ δίσκος ἦταν πάντα στολισμένος μὲ ἀξεπέραστης καλλιτεχνίας πετσετάκια κ.λ.π. ποὺ τόνιζαν τὸν ἀρχοντικό χαρακτήρα τὴς νοικοκυρᾶς.
Τώρα κι αὐτὴ ἀναπάυεται στὰ φιλόξενα χώματα τοῦ χωριοῦ της, γιὰ νὰ τὸ ἀντικρύζει νὰ ὑψώνεται μέσα στὸ Ἑλληνικὸ καλοκαίρι, λευκοντυμένο καὶ πάντα χαριτωμένο κι ἀρωματισμένο ἀπὸ βασιλικά, γαρυφαλιές, ματζουράνα κι ἀμπαρόρριζα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκείνη τὴν εὐωδιὰ ποὺ λιγώνει, εὐωδιὰ ἀπὸ λιασμένο καὶ φρεσκοψημμένο δαμάσκηνο...
( Στὴ φωτ.- ἀρχὲς τοῦ 1960 - ἡ θειὰ ἡ Ἀλέξανδρα μὲ τὴν κόρη της Βιολέτα καὶ δίπλα της ἡ θεία της, ἡ θειὰ τὸ Λενιὼ ἠ Χαραλαμπίνα. Εὐχαριστῶ πολὺ τὸν Σταματη Χαρ. Σαλπαδῆμο γιὰ τὴν παραχώρηση κι αὐτοῦ τοῦ φωτ. τεκμηρίου).
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ