(Σ᾿ αὐτὸν ποὺ μοὔ δωσε τὴν ἰδέα καὶ τὴν ἀφορμή, ὥστε νὰ γραφοῦν τὰ παρακάτω: Στὸν Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, γιατρό, ποὺ μάλιστα μοῦ πρόσφερε ...
(Σ᾿ αὐτὸν ποὺ μοὔ δωσε τὴν ἰδέα καὶ τὴν ἀφορμή, ὥστε νὰ γραφοῦν τὰ παρακάτω:
Στὸν Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, γιατρό, ποὺ μάλιστα μοῦ πρόσφερε καὶ τὸ φωτ. ὑλικό).
Σκέφτηκα, μέρες χρονιάρες ποὺ εἶναι, νὰ ξαναθυμηθῶ κάποια ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ παλιοῦ μου τοῦ χωριοῦ, γιὰ νὰ ξαναζήσω μαζί τους γεγονότα ἀθάνατα, λησμονημένα ὡστόσο σήμερα. Γεγονότα ποὺ δὲν θὰ ἐπαναληφθοῦν καὶ ποὺ τὰ κρατῶ στὴν ψυχή μου ὡς τὰ πλέον ἱερὰ τεκμήρια ἑνὸς καιροῦ, ποὺ τὸν χαρακτήριζε ἡ φιλοτιμία, ἡ ἐργατικότητα, ἡ ἐντιμότητα καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ ἀγάπη στὴ Γῆ.
Τέτοιοι, στὴν πλειονότητά τους ἦταν οἱ περισσότεροι παλιοὶ Κληματιανοί. Ἀγαποῦσαν καὶ φρόντιζαν τὴ γῆ ποὺ κατεῖχαν, καλλιεργοῦσαν τὰ δέντρα κι τ᾿ ἀμπέλια τους καὶ κοίταζαν νὰ εἶναι πάντα «παστρικοδούληδες καὶ μερακλῆδες» Καὶ τὸ εἶχαν καταφέρει αὐτό.
Ἀνάμεσα στοὺς μεγάλους καὶ σημαντικοὺς νοικοκυραίους τοῦ χωριοῦ μας ἦταν κι ὁ μπάρμπα Χαράλαμπος Στ. Σαλπαδῆμος, ἀγρότης γνήσιος, ἀλλὰ καὶ ἄριστος παραγωγὸς ξυλοκάρβουνου.
Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ἰκανοὺς καλλιεργητές, ἀλλὰ καὶ οἰνοπαραγωγοὺς στὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ Κλῆμα ἦταν τὸ κέντρο, θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ, τῆς παραγωγῆς τοῦ ἄριστου καὶ ὑπέροχου σκοπελίτικου κρασιοῦ.
Τὰ κτήματά τοῦ μπαρμπα-Χαράλαμπου ἦταν ὅλα περιποιημένα καὶ μάλιστα τόσο παστρικά, ὥστε, κατὰ τὴν ντόπια ἔκφραση «νὰ χύσεις λάδι καὶ νὰ τὸ μαζέψεις».
Ἀλήσμόνητα θὰ μείνουν στὴν ψυχὴ τὰ μαξούλια ἐκεῖνα μὲ τὰ ἀμύγδαλα, ἀπ᾿ τὸν ἀμυγδαλιῶνα στοῦ «Γιουργατζῆ», οἱ μαῦρες οἱ ἐλιὲςκαὶ τὰ λάδια, μὰ περισσότερο ἀπ᾿ὅλα ὁ τρύγος. Ὁ τρύγος ποὺ ἔκανε τὸ χωριὸ νὰ μοσχοβολᾶ στιμμένο σταφύλι καὶ βρασμένο «στέφλο». Θυμᾶμαι πόσα φορτώματα ἔφενε μὲ τὸ μουλάρι του ἀπ᾿ τὰ «Θλικάκια» - ὅπου καὶ τὸ περίφημο ἀμπέλι του, ὄχι σὲ κοφίνια ἤ καφάσια, ἀλλὰ σὲ προβιές, γιὰ νὰ πατηθοῦν καὶ νὰ γίνει ἐκεῖνο τὸ νέκταρ τῶν θεῶν, γιατὶ σὲ ἕνα ἦταν κορυφαῖος μάστορας στὸ χωριὸ ὁ μπάρμπας, στὸ νὰ παρασκευάζει τὸ ἀνόθευτο καὶ ὑπέροχο κρασί, πού, εἰλικρινὰ τὸ λέω, ἄλλο δὲν ἔχω παρόμοιο ξαναγευτεῖ.
Τὰ χρόνια ὅμως πέρασαν. Μεγάλωσε ὁ μπάρμπας, ἔχασε καὶ τη σύζυγό του, τὴν θειὰ τὸ Λενιὼ τ᾿ Χαραλαμπίνα, μιὰ καλλιτέχνιδα στὰ κεντήματα καὶ πλεξίματα, ἀλλὰ καὶ νοικοκυρά, μέχρι ποὺ ὅλα τὰ παραπάνω ἀπόμειναν γλυκειὰ ἀνάμνηση χρόνων παιδικῶν, νὰ θυμίζει κάτι τέτοιες μέρες πόσο σημαντικοὶ ὑπῆρξαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωή μας, γιατὶ μᾶς μάθανε ν᾿ ἀγαπᾶμε τὴ γῆ, νὰ εἴμαστε φίλεργοι καὶ προπάντων νοικοκυρεμένοι καὶ προσεχτικοί: «Δέκα νὰ μερτᾶμε κι ἕνα νὰ κάνουμε» Καὶ μήπως δὲν εἶχαν δίκιο;
(Θερμὰ εὐχαριστῶ στὸν Σταμάτη Χαρ. Σαλπαδῆμο, γιὸ τοῦ ἀείμνηστου μπάρμπα Χαράλαμπου καὶ στὸν Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, γιὰ τὴν προθυμία καὶ βοήθειά τους).
π. κ. ν. κ
Στὸν Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, γιατρό, ποὺ μάλιστα μοῦ πρόσφερε καὶ τὸ φωτ. ὑλικό).
Σκέφτηκα, μέρες χρονιάρες ποὺ εἶναι, νὰ ξαναθυμηθῶ κάποια ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ παλιοῦ μου τοῦ χωριοῦ, γιὰ νὰ ξαναζήσω μαζί τους γεγονότα ἀθάνατα, λησμονημένα ὡστόσο σήμερα. Γεγονότα ποὺ δὲν θὰ ἐπαναληφθοῦν καὶ ποὺ τὰ κρατῶ στὴν ψυχή μου ὡς τὰ πλέον ἱερὰ τεκμήρια ἑνὸς καιροῦ, ποὺ τὸν χαρακτήριζε ἡ φιλοτιμία, ἡ ἐργατικότητα, ἡ ἐντιμότητα καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ ἀγάπη στὴ Γῆ.
Τέτοιοι, στὴν πλειονότητά τους ἦταν οἱ περισσότεροι παλιοὶ Κληματιανοί. Ἀγαποῦσαν καὶ φρόντιζαν τὴ γῆ ποὺ κατεῖχαν, καλλιεργοῦσαν τὰ δέντρα κι τ᾿ ἀμπέλια τους καὶ κοίταζαν νὰ εἶναι πάντα «παστρικοδούληδες καὶ μερακλῆδες» Καὶ τὸ εἶχαν καταφέρει αὐτό.
Ἀνάμεσα στοὺς μεγάλους καὶ σημαντικοὺς νοικοκυραίους τοῦ χωριοῦ μας ἦταν κι ὁ μπάρμπα Χαράλαμπος Στ. Σαλπαδῆμος, ἀγρότης γνήσιος, ἀλλὰ καὶ ἄριστος παραγωγὸς ξυλοκάρβουνου.
Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ἰκανοὺς καλλιεργητές, ἀλλὰ καὶ οἰνοπαραγωγοὺς στὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ Κλῆμα ἦταν τὸ κέντρο, θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ, τῆς παραγωγῆς τοῦ ἄριστου καὶ ὑπέροχου σκοπελίτικου κρασιοῦ.
Τὰ κτήματά τοῦ μπαρμπα-Χαράλαμπου ἦταν ὅλα περιποιημένα καὶ μάλιστα τόσο παστρικά, ὥστε, κατὰ τὴν ντόπια ἔκφραση «νὰ χύσεις λάδι καὶ νὰ τὸ μαζέψεις».
Ἀλήσμόνητα θὰ μείνουν στὴν ψυχὴ τὰ μαξούλια ἐκεῖνα μὲ τὰ ἀμύγδαλα, ἀπ᾿ τὸν ἀμυγδαλιῶνα στοῦ «Γιουργατζῆ», οἱ μαῦρες οἱ ἐλιὲςκαὶ τὰ λάδια, μὰ περισσότερο ἀπ᾿ὅλα ὁ τρύγος. Ὁ τρύγος ποὺ ἔκανε τὸ χωριὸ νὰ μοσχοβολᾶ στιμμένο σταφύλι καὶ βρασμένο «στέφλο». Θυμᾶμαι πόσα φορτώματα ἔφενε μὲ τὸ μουλάρι του ἀπ᾿ τὰ «Θλικάκια» - ὅπου καὶ τὸ περίφημο ἀμπέλι του, ὄχι σὲ κοφίνια ἤ καφάσια, ἀλλὰ σὲ προβιές, γιὰ νὰ πατηθοῦν καὶ νὰ γίνει ἐκεῖνο τὸ νέκταρ τῶν θεῶν, γιατὶ σὲ ἕνα ἦταν κορυφαῖος μάστορας στὸ χωριὸ ὁ μπάρμπας, στὸ νὰ παρασκευάζει τὸ ἀνόθευτο καὶ ὑπέροχο κρασί, πού, εἰλικρινὰ τὸ λέω, ἄλλο δὲν ἔχω παρόμοιο ξαναγευτεῖ.
Τὰ χρόνια ὅμως πέρασαν. Μεγάλωσε ὁ μπάρμπας, ἔχασε καὶ τη σύζυγό του, τὴν θειὰ τὸ Λενιὼ τ᾿ Χαραλαμπίνα, μιὰ καλλιτέχνιδα στὰ κεντήματα καὶ πλεξίματα, ἀλλὰ καὶ νοικοκυρά, μέχρι ποὺ ὅλα τὰ παραπάνω ἀπόμειναν γλυκειὰ ἀνάμνηση χρόνων παιδικῶν, νὰ θυμίζει κάτι τέτοιες μέρες πόσο σημαντικοὶ ὑπῆρξαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωή μας, γιατὶ μᾶς μάθανε ν᾿ ἀγαπᾶμε τὴ γῆ, νὰ εἴμαστε φίλεργοι καὶ προπάντων νοικοκυρεμένοι καὶ προσεχτικοί: «Δέκα νὰ μερτᾶμε κι ἕνα νὰ κάνουμε» Καὶ μήπως δὲν εἶχαν δίκιο;
(Θερμὰ εὐχαριστῶ στὸν Σταμάτη Χαρ. Σαλπαδῆμο, γιὸ τοῦ ἀείμνηστου μπάρμπα Χαράλαμπου καὶ στὸν Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, γιὰ τὴν προθυμία καὶ βοήθειά τους).
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ