Κληματιανῆς Προσωπογραφίας συνέχεια.... Ὁ μπάρμπα -Ἀναργυρος, ὁ ἀγαθὸς κηπουρὸς καὶ κουρέας. Μοῦ εἶναι ἀδύνατο αὐτὲς τὶς θερινὲς τὶς μέρες ν...
Κληματιανῆς Προσωπογραφίας συνέχεια....
Ὁ μπάρμπα -Ἀναργυρος, ὁ ἀγαθὸς κηπουρὸς καὶ κουρέας.
Μοῦ εἶναι ἀδύνατο αὐτὲς τὶς θερινὲς τὶς μέρες νὰ μὴ θυμηθῶ στὴν ὅμορφη παραλία «Κώστα» ποὺ πηγαίναμε γιὰ τό, σχεδόν, καθημερινὸ θαλάσσιο μπάνιο, κυρίως ἐμεῖς τὰ παιδιά. Γιατὶ οἱ μεγάλοι σπάνια πήγαιναν στὴ θἀλασσα, ἐπειδὴ ὁλημερὶς ἦταν ἀπασχολημένοι μὲ ἀγροτικὲς ἐργασίες κ.ἄ δουλιές.
Κάθε ἀπόγευμα, λοιπόν, μικροὶ ὁμιλοι ἀπὸ ἕξ ἑφτὰ παιδιὰ κατεβάιναμε «τς᾿ Κώστα», γιὰ νὰ κολυμπήσουμε, ν᾿ ἀνεβούμε στὸν «Ἀνοιχτό»-ἕνα βράχο φυτεμένο ἀπὸ ἀιώνων γύρω στὰ 30 μέτρα ἀπὸ τὴν ἀκτή, νὰ φᾶμε πεταλίδες, νὰ πάιξουμε. Κι ἦταν κατόρθωμα γιὰ μᾶς τοὺς μικρούς ν’ἀνεβουμε στὸν «Ἀνοιχτό», γιατὶ τὰ μεγαλύτερα τὰ παιδιὰ πήγαιναν μέχρι τὸ «Μαῦρο βράχο», ποὺ γιὰ νὰ τὸν φτάσουμε ἐμεῖς, ἔπερεπε νὰ περάσουν ἀρκετὰ χρόνια νὰ τὸν ζυγώσουμε, γιατὶ προκαλοῦσε δέος καὶ μιὰ παγωμάρα στὴν παιδικὴ ψυχή.
Μόλις, λοιπόν, τελειώναμε τὸ κολύμπι ἀλλάζαμε δρομολόγιο καὶ πηγάιναμε, γιὰ πιὸ συντομία, ἀπὸ τὰ καλάμια, ὅπου ἦταν καὶ τὸ δροσερὸ τὸ μποστάνι τοῦμπάρμπα-Ἀνάργυρου καὶ τῆς θειᾶς τῆς Σεραϊνῶς.
Κουρέας ἦταν ὁ μπάρμπα-Ἀναργυρος καὶ μάλιστα πολὺ καλός, φιλικός, σύντομος καὶ θαυμάσιος τεχνίτης. Μᾶς κούρευε μὲ ἐκείνη τὴ μηχανὴ τοῦ χεριοῦ, ποὺ ἄφηνε ἕνα γλυκό, ἁπαλὸ ἦχο ὅταν ἔκοβε τὰ μαλλιά, μὲ ἐκείνη τὴν περιποιημένη «γρούντα» μπροστά. Ἀλήθεια, πόσα Σἀββατα δὲ βρεθήκαμε ἐκεῖ, στὸ μικρὸ Κουρεῖο, γιὰ νὰ εἴμαστε περιποιημένοι τὴν Κυριακὴ καὶ τὴ Δευτέρα στὸ Σχολεῖο...
Ὅμως ὁ μπάρμα-Ἀναργυρος ἦταν καὶ μερακλὴς κηπουρός. Καλλιεργοῦσε τὸ μποστάνι του καὶ φύτευε ντοματίες, κολοκυθιές, ἀγγουριές, μελιτζανες πιπεριές , φασόλια κ.λ.π. Κι ἦταν ἕνα κῆπος τῆς Ἐδὲμ ἐκεῖνο τὸ μποστάνι ποὺ ἐκτὸς τῶν ἄλλων εἶχε καὶ καρποφόρα δέντρα, ἀχλαδιὲς δηλαδή, ροδακινιές,κ. ἄ.
Περνούσαμε, λοιπόν, ἀρκετὲς φορὲς μετὰ τὸ κολύμπι ἀπὸ κεῖ γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦμε στὴ στὴ στροφή, ὅπου κι ἡ ἀιωνόβια ἐλιά, καὶ ἀπὸ κεῖ νὰ πᾶμε πιὸ κοντὰ στὸ χωριό.
Περνούσαμε μὲ κάποια συστολὴ στὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸ μποστάνι, ὅμως γρήγορα καταλαβαίναμε πὼς εἴχαμε μπεῖ σὲ φιλόξενο περιβάλλον, ὅπου ἡ καλὴ πάντα καὶ νοικοκυρεμένη θειὰ τὸ Σεραϊνώ, θὰ μᾶς πρόσφερνε ἔνα νερὸ συνοδευμένο ἀπὸ τρυφερό, εὐωδιαστὸ ἀγγουρι ἤ καὶ κομμένη ντοματα, ποὺ ἀκόμα νομίζω πὼς νοιώθω ἐκεῖνο τὸ ἄρωμα καὶ τὴ γλυκύτητα...Κι ἀπόμειναν αὐτὰ τὰ ἀδιάψευστα τεκμήρια τῆς αὐθόρμητης φιλοξενίας φυλαγμένα στὴν ψυχὴ βαθειά, γιατὶ ἀργότερα, ὅταν βρέθηκα ἀνάμεσα σὲ γνωστοὺς καὶ «φίλους», γνώρισα τὴν ἄλλη ὄψη τῆς «φιλοξενίας»: τὴν «πολιτισμένη» ἀδιαφορία, ποὺ μοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβω ἕνα πράγμα: ὅτι ἐνοχλῶ... Ἄρα, εἶμαι περιττός κι ανεπιθύμητος.
Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ἀγράμματοι ἄνθρωποι, ποὺ δὲν εἶχαν καθοδηγηθεῖ ἀπὸ κανένα «SavoirBibre”, εἶχαν μιὰ ἀνθρωπιὰ ποὺ συγκινοῦσε καὶ μιὰ φιλικὴ προσέγγιση, ποὺ δὲ τὴ σκίαζε καμμία ὑποψία συμφέροντος. Γιατὶ μέχρι καὶ τὸ σπανιο γιὰ τὰ παιδικά μας χρόνια ροδάκινο μᾶς πρόσφερε ἡ ἀείμνηστη ἡ θειὰ τὸ Σεραϊνώ, ποὺ παρόμοιό του δὲν ἔχω ξαναγευτεῖ.
Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴ θυμηθεῖς τὶς ψυχὲς αὐτές, νὰ μὴν πεῖς λόγο ἐλάχιστο εὐγνωμοσύνης γιὰ ἐκεῖνο τὸ ἀρχοντικὸ φέρσιμο, μὲ τὰ εὐωδιαστὰ τὰ ἀγγουράκια, τὶς ἀρωματισμένες ντομάτες καὶ τὸ δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ εὐωδίαζε νοτισμένο χῶμα, ἀπὸ τα σπλάχνα τῆς γῆς καθὼς ἀνέβαινε, λὲς καὶ τὄπινες ἀπὸ φρεσκογεμισμένη πήλινη στάμνα.
Ὁ Θεὸς νὰ τάξει τὶς ψυχὲς τῶν δύο αὐτῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων σὲ κήπους δροσερούς, κήπους ἀναψυχῆς, φυτεμένους μὲ ὄλα τοῦ Παραδείσου τὰ ἄνθη καὶ τὰ φυτά .
π. κ. ν.κ
ΣΧΟΛΙΑ