(Στὸν παπα-Βασίλειο Θ. Θερμὸ ποὺ μοῦ τὰ ὑπενθύμισε) «Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ᾿ ἐπιανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτιν...
(Στὸν παπα-Βασίλειο Θ. Θερμὸ ποὺ μοῦ τὰ ὑπενθύμισε)
«Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ᾿ ἐπιανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτινὲς μέρες ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πάτερ Νεῖλος ὁ ψαρᾶς καὶ γινότανε ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μέρες ν᾿ ἁλατίζει ψάρια, νὰ καλαφατίζει βάρκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γραντολογᾶ καραβόπανα, νὰ βολεύει ἄγκουρες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του!
Καὶ στὴ λειτουργία γινότανε σὰν πατριάρχης, μὲ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, μὲ τὸ χρυσὸ φελάνι, μὲ τὰ ἐπιμάνικα, μὲ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα «ὑπὲρ τῶν τοῦ λαοῦ ἁγνοημάτων», «ὡς ἐν δεδομένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν». Ὤ! Τί ἐξαίσια καὶ φρικτὰ μυστήρια ἔχει ἡ ταπεινὴ Ὀρθοδοξία μας! Μὰ ἡ καρδιά μου δάκρυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χαρὰ κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στρώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ᾿ εὐλογοῦσε τὴν τράπεζα ὁ πάτερ Νεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ἐνῶ γύρω στεκόντανε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ ψαρᾶδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα σὲ κείνη τὴν καταβόθρα.
Κ᾿ ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνή του ὁ πάτερ Νεῖλος: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου, ὅτι ἅγιος εἶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐνῶ μᾶς ἀπόσκιαζε ἡ πλώρη τοῦ τρεχαντηριοῦ κ᾿ ἡ ἁρμύρα ἐρχότανε ἀπὸ τὸ βουερὸ τὸ πέλαγο».
Φώτης Κόντογλου, Καλοκαίρι στὸ Ὄρος
Ὁ δικός μας ὁ παπᾶς, ὁ παπα-Βαγγέλης, μήτε ἀπὸ ψάρεμα ἤξερε, μήτε καὶ τραπεζι ἀξιώθηκε νὰ στρώσει σὲ ἐνορίτες του. Ἢταν μεγάλη τότε ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνέχεια στὸ χωριό, ὥστε τὸ πρόσφορο τῆς Κυριακάτικης Λειτουργίας τὸ σφράγιζε ὀ ἴδιος κι ὕστερα ἐμεῖς τὸ κόβαμε μικρά, πολὺ μικρὰ ἀντίδωρα, γιὰ νὰ περισέψει ἄρτος καὶ νὰ τὸν πάει στὰ ἐγγόνια του, νὰ φᾶνε ψωμὶ καὶ νὰ χορτάσουν... Γιατὶ ἦταν μεγάλη κι ἐκεῖ ἡ φτώχεια.
Ἀκόμα θυμᾶμαι τὰ ροζιασμένα χέρια του, μὲ τὰ κυρτὰ τὰ δάχτυλα ἀπό τὴ δουλειά στὰ χτήματα, ὅταν εἶχε ἐλέυθερο χρόνο, χέρια ποὺ σήκωναν μὲ παραδειγματικὴ εὐλάβεια καὶ δέος ποὺ κατένυσε τὴν ψυχή, τὸ Ἅγιο Ποτήριο.
Μάλιστα θυμᾶμαι καὶ κάτι ἀκόμα: τὴ φωνὴ ποὺ ἔτρεμε ἀπὸ τὴ συγκίνηση, καθὼς ζοῦσε μιὰ μιὰ τὶς λέξεις ποὺ πρὀφερε, ἀλλὰ καὶ τὸ ψιχάλισμα τῶν ματιῶν του.
Τὰ θυμήθηκα ὅλ᾿ αὐτά, λοιπόν, διαβάζοντας τὸ περίλαμπρο γραφτὸ τοῦ μακαριστοῦ Κόντογλου κι ἀναρωτιέμαι ἄν σήμερα ὑπάρχουν τέτοιες ἁπλοϊκὲς κι ἁγιασμένες Μορφές, Μορφὲς ποὺ ἀποπνέουν τὴν αὔρα τοῦ Θεοῦ τὴ σωτήριο στὶς φρυγμένες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πιστεύω ὅτι παρ᾿ ὅλη τὴν ἐκκόσμίκευση καὶ τὴν ἀγωνιώδη προσπάθεια νὰ «φανῶμεν τοῖς ἀνθρώποις»-λὲς καὶ δὲν κάνουμε ὅ, τι κάνουμε γιὰ τὸ Θεὸ ἀλλὰ γιὰ ἀνθρωπαρέσκεια - ὑπάρχουν ταπεινὲς ψυχὲς ποὺ διακρατοῦν τὸν πρῶτο ἐνθουσιασμό τους καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔλαβαν στὴ χειροτονία τους ἄν εἶναι κληρικοί ἤ στὴ χειροθεσία τους αν εἶναι μοναχοί. Γιατὶ κοντὰ στὸν παπα-Νεῖλο καὶ τὸν παπα-Βαγγέλη θυμήθηκα καὶ τὸν ἄγνωστο, δυστυχῶς, ἱερομόναχο τῆς Σταυρονικήτα τοῦ χειμώνα τοῦ 1974, ποὺ γονατιστὸς στὸ κελλί μας ἄναβε τὴν ξυλόσομπα κὰι τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωΐ ἐκεῖνος ὁ ἁπλὸς μοναχὸς, ντυμένος μὲ λαμπρὰ ἄμφια - ὄχι ἐξεζητημένα, νὰ ἐξηγούμαστε - συλλειτουργοῦσε στὸ
ἱ. Θυσιαστήριο.
Κι ὁ καταλογος δὲ σταματάει ἐδῶ...
( Στὴ φωτογραφία ὀ παπα-Βαγγέλης από γάμο στη Γλώσσα, αρχές του 1960)
π.κ.ν. καλλιανός
«Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ᾿ ἐπιανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτινὲς μέρες ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πάτερ Νεῖλος ὁ ψαρᾶς καὶ γινότανε ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μέρες ν᾿ ἁλατίζει ψάρια, νὰ καλαφατίζει βάρκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γραντολογᾶ καραβόπανα, νὰ βολεύει ἄγκουρες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του!
Καὶ στὴ λειτουργία γινότανε σὰν πατριάρχης, μὲ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, μὲ τὸ χρυσὸ φελάνι, μὲ τὰ ἐπιμάνικα, μὲ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα «ὑπὲρ τῶν τοῦ λαοῦ ἁγνοημάτων», «ὡς ἐν δεδομένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν». Ὤ! Τί ἐξαίσια καὶ φρικτὰ μυστήρια ἔχει ἡ ταπεινὴ Ὀρθοδοξία μας! Μὰ ἡ καρδιά μου δάκρυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χαρὰ κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στρώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ᾿ εὐλογοῦσε τὴν τράπεζα ὁ πάτερ Νεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ἐνῶ γύρω στεκόντανε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ ψαρᾶδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα σὲ κείνη τὴν καταβόθρα.
Κ᾿ ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνή του ὁ πάτερ Νεῖλος: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου, ὅτι ἅγιος εἶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐνῶ μᾶς ἀπόσκιαζε ἡ πλώρη τοῦ τρεχαντηριοῦ κ᾿ ἡ ἁρμύρα ἐρχότανε ἀπὸ τὸ βουερὸ τὸ πέλαγο».
Φώτης Κόντογλου, Καλοκαίρι στὸ Ὄρος
Ὁ δικός μας ὁ παπᾶς, ὁ παπα-Βαγγέλης, μήτε ἀπὸ ψάρεμα ἤξερε, μήτε καὶ τραπεζι ἀξιώθηκε νὰ στρώσει σὲ ἐνορίτες του. Ἢταν μεγάλη τότε ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνέχεια στὸ χωριό, ὥστε τὸ πρόσφορο τῆς Κυριακάτικης Λειτουργίας τὸ σφράγιζε ὀ ἴδιος κι ὕστερα ἐμεῖς τὸ κόβαμε μικρά, πολὺ μικρὰ ἀντίδωρα, γιὰ νὰ περισέψει ἄρτος καὶ νὰ τὸν πάει στὰ ἐγγόνια του, νὰ φᾶνε ψωμὶ καὶ νὰ χορτάσουν... Γιατὶ ἦταν μεγάλη κι ἐκεῖ ἡ φτώχεια.
Ἀκόμα θυμᾶμαι τὰ ροζιασμένα χέρια του, μὲ τὰ κυρτὰ τὰ δάχτυλα ἀπό τὴ δουλειά στὰ χτήματα, ὅταν εἶχε ἐλέυθερο χρόνο, χέρια ποὺ σήκωναν μὲ παραδειγματικὴ εὐλάβεια καὶ δέος ποὺ κατένυσε τὴν ψυχή, τὸ Ἅγιο Ποτήριο.
Μάλιστα θυμᾶμαι καὶ κάτι ἀκόμα: τὴ φωνὴ ποὺ ἔτρεμε ἀπὸ τὴ συγκίνηση, καθὼς ζοῦσε μιὰ μιὰ τὶς λέξεις ποὺ πρὀφερε, ἀλλὰ καὶ τὸ ψιχάλισμα τῶν ματιῶν του.
Τὰ θυμήθηκα ὅλ᾿ αὐτά, λοιπόν, διαβάζοντας τὸ περίλαμπρο γραφτὸ τοῦ μακαριστοῦ Κόντογλου κι ἀναρωτιέμαι ἄν σήμερα ὑπάρχουν τέτοιες ἁπλοϊκὲς κι ἁγιασμένες Μορφές, Μορφὲς ποὺ ἀποπνέουν τὴν αὔρα τοῦ Θεοῦ τὴ σωτήριο στὶς φρυγμένες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πιστεύω ὅτι παρ᾿ ὅλη τὴν ἐκκόσμίκευση καὶ τὴν ἀγωνιώδη προσπάθεια νὰ «φανῶμεν τοῖς ἀνθρώποις»-λὲς καὶ δὲν κάνουμε ὅ, τι κάνουμε γιὰ τὸ Θεὸ ἀλλὰ γιὰ ἀνθρωπαρέσκεια - ὑπάρχουν ταπεινὲς ψυχὲς ποὺ διακρατοῦν τὸν πρῶτο ἐνθουσιασμό τους καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔλαβαν στὴ χειροτονία τους ἄν εἶναι κληρικοί ἤ στὴ χειροθεσία τους αν εἶναι μοναχοί. Γιατὶ κοντὰ στὸν παπα-Νεῖλο καὶ τὸν παπα-Βαγγέλη θυμήθηκα καὶ τὸν ἄγνωστο, δυστυχῶς, ἱερομόναχο τῆς Σταυρονικήτα τοῦ χειμώνα τοῦ 1974, ποὺ γονατιστὸς στὸ κελλί μας ἄναβε τὴν ξυλόσομπα κὰι τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωΐ ἐκεῖνος ὁ ἁπλὸς μοναχὸς, ντυμένος μὲ λαμπρὰ ἄμφια - ὄχι ἐξεζητημένα, νὰ ἐξηγούμαστε - συλλειτουργοῦσε στὸ
ἱ. Θυσιαστήριο.
Κι ὁ καταλογος δὲ σταματάει ἐδῶ...
( Στὴ φωτογραφία ὀ παπα-Βαγγέλης από γάμο στη Γλώσσα, αρχές του 1960)
π.κ.ν. καλλιανός
ΣΧΟΛΙΑ