Τ ά καλοκαίρια μᾶς ἄρεσε τό ψάρεμα. Κυρίως ὅμως γιά νά συνοδέψουμε, ὡς βοηθοί, κάποιον ἔμπειρο ψαρά "στό γιαλό", στό ψάρεμα δηλαδ...
Τά καλοκαίρια μᾶς ἄρεσε τό ψάρεμα. Κυρίως ὅμως γιά νά συνοδέψουμε, ὡς βοηθοί, κάποιον ἔμπειρο ψαρά "στό γιαλό", στό ψάρεμα δηλαδή μέ τή βάρκα.
Τοῦ βοηθοῦ ὁ ρόλος ἦταν ὁ ἑξῆς. Νά "τραβάει κουπί"μέχρι νά φτάσουν στό μέρος ὅπου ὑπῆρχε ἀρκετό ψάρι, νά "κρατάει σία"τά κουπιά, ὥστε νά μήν παρασύρεται ἡ βάρκα ἀπό τά θαλάσσια ρέματα καί νά ὑπακούει στίς προσταγές τοῦ βαρκάρη-ψαρά.
Ἕνας ἀπό τούς παλιούς καλούς ψαράδες τοῦ χωριοῦ ἦταν κι ὁ μπάρμπα ὁ Βαρσαμᾶς ὁ Πολύζος. Μεγαλος στά χρόνια, ἀλλά ἔμπειρος καί πάντα ἀκμαῖος. Εἶχε πάει στήν Ἀμερική στά πρῶτα δύσκολα χρόνια τῶν ἀρχῶν τοῦ 20 ου αἰ. μέσα σ᾿ ἔνα ταξίδι πού κράτησε πάνω ἀπό ἕνα μῆνα, δούλεψε στήν ξενιτιά καί τελικά, ἀφοῦ ἄφησε τά παιδιά του ἐκεῖ, γύρισε στήν πατρίδα, στό νησί του, σκάρωσε στή Σκόπελο, ὅπου μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 1960 κρατοῦσε ὁ παλιός ὁ ταρσανᾶς, ἕνα φελούκι γύρω στά τρία-τέσσερα μέτρα, τὄφερε στά γνώριμα τά τσαρδάκια πού σώζονταν μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 1980 στοῦ "Κώστα" καί ὅποτε ὁ καιρός τό ἐπέτρεπε, ἔπαιρνε ἕνα παιδί γιά βοηθό, κυρίως κωπηλάτη, καί πήγαινε νά "χανέψει".
Εἶχα, λοιπόν, γυρίσει γιά τίς διακοπές στό χωριό μέ τό τέλος τῆς σχολικῆς χρονιᾶς, ὅταν ἕνα ἀπόβραδο τοῦ Ἰουλίου ἐξηγήθηκα μέ τόν μπαρμπα Βαρσαμᾶ, γιά νά πᾶμε στό γυαλό, ἀφοῦ ξέραμε πώς τήν ἐπαύριο θά ἦταν καλωσύνη - οἱ παλιοί τό ξέρανε ἀπό πολλά, δυσεξήγητα σήμερα προγνωστικά, ἄν τήν ἐπάυριο ξημερώσει κακοκαιριά ἤ καλωσύνη. Κι ἐδῶ θυμᾶμαι τόν μπάμπα Βαγγέλη τόν Κοσμᾶ, ὅταν 16 Δεκεμβρίου τοῦ 1980 ἐρχόμασταν ἀπό "Νησί" καί κοιτώντας τήν ἥρεμη τή θάλασσα μοῦ εἶπε. "Παπᾶ μ', πουλύ ρίχ᾿ βλέπου· χ᾿μῶνα θἀχουμε", κι βγῆκε ἀληθινός ὁ λόγος του, γιατί ἤξερε πώς, σέ καιρό χειμώνα, ὅταν τραβιόντουσαν τά νερά καί φαίνονταν οἱ ξέρες, τότε ἔρχεται κακοκαιριά.
Ἀπό τό χωριό ξεκινήσαμε χαράματα· κατεβήκαμε τό καλτερίμι κι ὅταν φτάσαμε στό γυαλό βάλαμε τά "φαλάκια"καί σύραμε προσεχτικά τό φελούκι στό νερό.
Ὁ μπάρμπα Βαρσαμᾶς πῆρε τή χαν᾿κοσακκούλα, πού ἦταν καμωμένη ἀπό χοντρό καραβόπανο, μέσα στήν ὁποία ἦταν τ᾿ ἁρμίδια κι οἱ "μπετονιές"καθώς καί ἄλλα σύνεργα τῆς ψαρικῆς καί ἀφοῦ μπήκαμε μέσα στή βάρκα, ἀρχίσαμε κι οἱ δυό τό κουπί. Ἐγώ ἤμουν καθισμένος στόν πάγκο πού εἶναι στή μέση τῆς βάρκας καί τραβοῦσα τά μεγάλα τά κουπιά κι ὁ μπάρμπας καθόταν πίσω στήν πρύμη καί κωπηλατοῦσε μέ τά μικρά.
Δέν ξεχνιοῦνται αὐτές οἱ στιγμές ποτέ. Νά κοιτᾶς τό βυθό πού ἄλλαζε χρώματα, πράσινο σκοῦρο ἐδῶ, πιό ἀπαλό παραπέρα, καφετί, ἐκεῖ πού ἦταν οἱ φυκιάδες, λευκόχρυσο στ᾿ ἁμουδερά, ἐνῶ τό φελούκι, καθώς ταξίδευε ἥρεμο, καθρεφτιζόταν πάνω στά νερά πού εἶχαν ἕνα χρῶμα καθαρισμένης μεταλλικής ἐπιφάνειας. Ὁ ἥλιος δέν μᾶς εἶχε ἀγγίξει ἀκόμα, παρ᾿ ὅλο πού φωτιζε ἀπέναντι τή Σκιάθο, τήν Παξιμάδα, ἀλλά καί τό Λουτράκι.
Προορισμός μας ἦταν "οὑ Πάγκους", πού εἶναι μέχρι σήμερα ψαρότοπος καί βρίσκεται κοντά στά ξερονήσια Πλαροννήσι, Κασίδη καί Στρογγυλό. Τό λένε ἔτσι, γιατί δέν εἶναι μεγάλου βάθους, γύρω στίς ὀκτώ - δέκα ὀργιές, ἐνῶ ὁ βυθός ἔχει, ὅπως λένε οἱ παλιοί οἱ ψαράδες, "κεφάλια", ξέρες δηλαδή κι ὄχι φύκια ἤ ἄμμο.
Πρῶτα πλησιάσαμε τό Πλαροννήσι ὅπου ἐκεῖ δέσαμε δύο μπετονιές καμωμένες ἀπό γερό ἄσπρο σπάγκο, μιά καί τ᾿ ἀγκίστρι ἦταν μεγάλο κι εἶχε δόλωμα μικρό ψάρι. Σημειώνω δέ ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς πετονιές τίς εἶχαν γιά "χοντρά", τά μεγάλα δηλαδή, ψάρια.
Ἀφοῦ κράτησα "σία" τά κουπιά καί ή βάρκα κάπως ἀκινητοποιήθηκε, ὁ μπάρμπας δόλωσε, ἔκαμε τό σταυρό του κι ἀφοῦ εἶπε "καλή ψαριά", ἔριξε τ᾿ ἀρμίδι μέσα στά λουλακιά νερά καί τ' ἀνέβαζε πάνω κάτω. Πότε- πότε φώναζε: "τού διξί σ᾿ τού κπί κοίτα", πού σήμαινε πώς ἔπρεπε ἡ μεσινέζα τ᾿ ἀρμιδιοῦ νἄναι κάθετη καί νᾶ μῆν μᾶς πέρνει σβάρνα τό θαλάσσιο ρέμα.
Μόλις καταλάβαινε ὅτι εἶχαν πιαστεῖ ψάρια, γιατί τ᾿ ἀρμίδι εἶχε τρία τέσσερα ἀγγίστρια, τραβοῦσε γρήγορα, ἀλλά καί προσεχτικά τή μεσινέζα, ἔφερνε πάνω στόν πάγκο τῆς πρύμης τήν ψαριά, ξαγκίστρωνε τούς χάνους ἤ τίς πέρκες, τίς ἔριχνε σ᾿ ἕνα τενεκέ σκεπασμένο μέ λινάτσα, δόλωνε καί ξανάριχνε.
Κάποτε τό δόλωμα τό τρώγανε τά γύλια, πού εἶναι πονηρά ψάρια, ὁπότε ἀναγκαζόταν μπάρμας ν᾿ ἀνεβάζει τ᾿ ἀρμίδι ἄδειο. Τότε ἦταν πού θύμωνε πολύ καί φώναζε τό ἑξῆς....βλάσφημο:" Τού Μπραΐμ᾿ς, κιαρατά! " Βλέπεις ἦταν γεννημένος γύρω στά 1875-80 καί τά δάνεια ἀπ᾿ τήν Τουρκοκρατία ἦταν χλωρά μέσα του....(Ἀνοίγω ἐδῶ μιά παρένθεση, γιατί θυμήθηκα κάτι πού μοῦ εἶπε μακαριστή Ἀντιγόνη Βακράτσα, κατάλοιπο κι αὐτό ἀπό τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὅταν λοιπόν, μέχρι τίς ἀρχες τοῦ 20ου αἰ. μάλωναν οἱ γυναῖνες τά ἄτακτα παιδιά, τούς λέγανε μέ ἄγριο τρόπο "Ἄντι, ἀρέ σύ, Τσάμ᾿ Καρατάσσου")
Ὅταν πλησιάζε μεσημέρι πάιρναμε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ἀφοῦ περνούσαμε κι ἀπ᾿ τό Πλαρονήσι νά λύσουμε τίς ἄδειες, τουλάχιστο αὐτό ἐγώ θυμᾶμαι κι ἔζησα, πετονιές.
Φτάνοντας στοῦ "Κώστα", βγάζαμε ἔξω τό φελούκι, ταχτοποιούσαμε τά κουπιά κάι ὀ μπάρμπας μάζευε στή χανικοσακκούλα τ᾿ ἀρμίδια του. Παράλληλα γινόταν κι ή μοιρασιά. Σέ τρία μερίδια: ἕνα τοῦ ψαρᾶ, τό δεύτερο τοῦ βοηθοῦ καί τό τρίτο τῆς βάρκας.
Τά ψάρια τά μπελονιάζαμε μέ σπάρτο κάνοντας ἀρμάθες, τίς ὁποῖες, ἀφοῦ τίς βουτούσαμε στή θάλασσα, κράτώντας τες ἀνεβάιναμε, κοντά σό μεσημέρι, στό χωριό.
Μπορεῖ αὐτές οἱ ψαριές νά εἶχαν τήν κούραση καί κάποτε τόν ἀγαναχτισμό τους, ὅμως ἦταν ἐμπειρίες ἀξιολογες, μαθήματα ἰκανά σεβασμοῦ καί νοικοκυρωσύνης, ἀφοῦ βλέπαμε μέ πόση ἀγάπη καί φροντίδα πρόσεχαν αὐτοί οἱ παλιοί οἱ ψαράδες, τούς συνεργάτες τους, τά σύνεργά τους, τό καΐκάκι τους, ἀκόμα καί τήν ἴδια τή θάλασσα....
Μνημονεύω πάντα τόν μπάρμα Βαρσαμᾶ καί στοχάζομαι ,πώς ἐκεῖνες οἱ θερινές ὧρες τοῦ ψαρέματος, πού δέν θά ξανάρθουν, ἐπιμένουν μέχρι σήμερα νά κομίζουν στή φρυγμένη ψυχή τή δοσερή τήν ἐωθική τήν αὔρα τήν πληρωμένη μέ θυμίαμα καθαροῦ ἰωδίου...
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Σκόπελος
Γλωσσάρι
Κώστα= παραλία, ἀλλά κάι πρόχειρο λιμάνι, κάτω ἀπότό χωριό Κλῆμα
Πάγκους (ὁ) Πάγκος= θαλάσσια περιοχή ἀπέναντι ἀπό τό Κλῆμα, ἀρκετά ρηχή, κοντά στίς νησίδες πού μνημόνεψα.
Πλαροννήσι, Κασίδης, Στρογγυλο= νησίδες ἀπέναντι ἀπό τό Κλῆμα, στή θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σκοπέλου καί Β. Εὐβοίας
Χανικοσακκούλα= σακούλλα σἐ σχῆμα κυλίνδρου φτιαγμένη ἀπό καραβόπανο, μέσα στήν ὁποία βρίσκονταν τ᾿ αρμίδια (οἱ μπετονιές, ὅπως λέγοναι σήμερα), ἡ σαλαγκιά (γιά τά καλαμάρια, ἀλλά κάι γιά τά χταπόδια κάποτε), ἐφεδρικές μολυβίθρες, ἀγκίστρια, κ. ἄ) Κάποιοι ψαράδεςτή βάφανε μέ μίνιο, γιά νά μή λερώνεται.
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἑνότητα "Βιώματα, Μνῆμες καί Πρόσωπα τοῦ χτές..."
ΣΧΟΛΙΑ