Ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα δῶρα ποὺ φέρνει ὁ μῆνας Μάϊος, ἡ κορύφωση τῆς Ἀνοιξεως, εἶναι καὶ οἱ χαρισματικές του εὐωδιές, ποὺ ἀναπαύουν τὴν ἀν...
Ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα δῶρα ποὺ φέρνει ὁ μῆνας Μάϊος, ἡ κορύφωση τῆς Ἀνοιξεως, εἶναι καὶ οἱ χαρισματικές του εὐωδιές, ποὺ ἀναπαύουν τὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ποὺ τῆς χαρίζουν τὴν εὐλογία τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τὴν ἐπίγνωση ὄτι ή φύση, ὡς Δῶρο Θεοῦ, στέλνει στὸν καθένα ποὺ θὰ τὴν ἐπισκεφτεῖ, τὰ πρόσφορα τῆς φροντίδας της γιὰ τὴ συνέχιση τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτό, ἄν προσέξει ὁ κάθε συνειδητὸς φυσιολάτρης καὶ ἄνθρωπος
ποὺ σέβεται τὸν κόσμο, τὴν ὁμορφιὰ δηλαδὴ ποῦ εἶναι
σπαρμένη γύρω μας, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ κάθε μῆνας ἔχει καὶ τὰ δικά του στολίδια, τὶς δικές του εὐωδιές καὶ προσφορές. Ἀκόμα καὶ μέσα στὸ χειμῶνα, ἄν ψάξει, θὰ βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὰ θαυμάσια χόρτα τοῦ ἀγροῦ, ποὺ ἀνασταίνουν τὴν ψυχὴ μὲ τὸ ἄρωμά τους.
Ἔτσι κι ὁ Μάϊος, ὁ πλόυσια ἀνθοστολισμένος μῆνας, ποὺ ἀπὸ τὶς εὐωδιὲς τῆς Κατανύξεως τῆς Μ. Ἑβδομάδας μᾶς φέρνει σιμὰ στὶς ἄλλες εὐωδιές, ἐκεῖνες τῆς άνοίξεως ποὺ ὠριμάζει πιά. Καὶ πόσες δὲν εἶναι αὐτές!!
Ἐπίτηδες καταφεύγω στὸν ἀείμνηστο καὶ πάντα ἀγαπημένο μου Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, γιὰ νὰ θυμίσω κάποιες ἀπὸ τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς κομίζει ὁ Μάης. Κι οἱ εἰκόνες αὐτές, ποὺ εἶναι παρόμοιες μὲ αὐτὲς ποὺ ζήσαμε, θὰ πρέπει νὰ πληροφορηθεῖ ὁ ἀναγνὠστης, πὼς εἶναι ἀπὸ τὴν ἀπέναντι Σκιάθο...
«Τώρα τὸν Μάϊον, τὴν ἔβλεπον [τὴ θειά-Ζωΐτσα] νὰ κουβαλῇ εἰς τὴν πτωχικήν της οἰκίαν τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα λευκὰ καὶ μεγάλα σκόρδα, εἰς μακροὺς ὁρμαθούς, τὰ ὁποῖα μόνη τῆς ἐκαλλιέργει.... Τὴν ἔβλεπον νὰ φέρῃ με τὰ κοφίνια ἐκεῖνα τὰ σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερά καὶ μεγάλα, εὐωδιάζοντα ἄνοιξιν, καὶ τὶς εὔμορφες στρογγυλὲς καὶ βυσσινοβαμμένες ἀγγινάρες.... Τὴν ἔβλεπον νὰ φορτώνεται ἀβασταγιὲς τὸ πρωὶ μὲ τὴν δρόσον τὰ τρυφερά μάραθα καὶ τὰ δροσόπλαστα κρεμμυδάκια καὶ τὸ εὐῶδες ἡδύοσμον, ποὺ εὐωδίαζεν ὁ δρόμος ὅταν περνοῦσε....».
Ὅμως ἄς θυνηθοῦμε καὶ τὰ ἐδέσματα ποὺ εὐωδίαζαν τὶς γειτονές, τὰ μαγιάτικα ἐδέσματα, ὅπως τὰ ὑπέροχα «ἀγγιναρουκούκια» μὲ φρέσκο, δροσερὸ ἄνιθο, μάραθο καὶ κρεμύδι φρέσκο μαγειρεμένα. Ἤ τὶς «ἀγγινάρες μὲ τὸ ρύζι» καὶ σιμὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ περίφημα «γιαπράκια», μὲ τὰ φύλλα τὰ πρῶτα τῆς ἀνοιχτοπράσινης κληματαριᾶς.
Κι ἀφοῦ γίνεται λόγος γιὰ τὶς ἀγγινάρες, ποιὸς δὲ θυμᾶται τὸν ἑαυτό του νὰ «ξεφυλλίζει» τὴν τρυφερή ἀγγινάρα καὶ τὴν τρώει ὠμή...Ἰδίως ἐκείνη ἡ «καρδιά»...Τὶ γλυκύτητα ἄφηνε στὸ στόμα καὶ ...«γιώσιμο» στὰ δάχτυλα.
Φυσικὰ δὲ λείπανε καὶ τὰ βλαστάρια μὲ τὰ μάραθα καὶ τοῦς κεφαλάδες, ποὺ ὅταν τὰ βράζανε μοσχοβολοῦσε ὁ τοπος. Μάλιστα, τὶς μέρες τὶς πασχαλινὲς τὰ συνδύαζαν μὲ ἀβγὰ καὶ τυρὶ φρέσκο. Καὶ τ᾿ ἀβγά, γιὰ νὰ βράσουν, τὰ ρίχνανε μέσα στὸ θερμό, ἀφοῦ βγάζανε τὰ βρασμένα τὰ χόρτα. Κι ἔπαιρναν μιὰν εὐωδιά....
Μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, ξεχάστηκαν πολλὰ καὶ χρήσιμα. Γιατὶ οἱ νέοι ρυθμοὶ ζωῆς, ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο νὰ λησμονήσει ἀκόμα καὶ τὰ εὐωδιαστὰ «ἀγγιναροκούκια», θυσιάζοντάς τα στὸ βωμὸ τῶν fastfood. Ἀλιμονο, δηλαδή.
Στὸ περίθώριο τῶν παραπάνω θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε κι αύτό: τὶς εὐωδιὲς ποὺ σκορποῦσαν τὰ μαγιάτικα τὰ τριαντάφυλλα ποὺ τὰ μάζευαν αὐγή-αὐγή, μὲ τὴ δροσιὰ τῆς νύχτας στολισμένα, νὰ τὰ «μπελονιάσουν» ὕστερα οἱ νοικοκυρές, ἀφοῦ τὰ μαδοῦσαν προσεχτικά, νὰ τὰ βάλλουν μέσα σὲ μεγάλες γυάλινες γιάλες κι ὕστερα νὰ τὰ τοποθετήσουν στὸν ἥλιο, γιὰ νὰ βγεῖ τὸ ἁγιασμένο ροδόσταμο. Καὶ τὸ λέω ἁγιασμένο, γιατὶ τὸ «προυφαντό», τὸ πρῶτο δηλαδή, τὸ προόριζαν γιὰ τὀ ναό τῆς ἐνορίας τους μὲ σκοπὸ νὰ προσφερθεί ἀντὶ κολώνιας στὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ πανηγύρεις, ἰδιάιτερα δὲ γιὰ τὸν Ἐπιτάφιο. Γιατὶ ὅταν ἔφτανε ἡ ὥρα νὰ ραντιστεῖ ὁ Ἐπιταφιος καὶ στὴ συνέχεια οἱ πιστοί, στό «Ἔρραναν τὸν τάφο...», τότε ὁ ραντισμός γίνονταν μὲ ροδόσταμο καθαρό κι ὄχι μὲ ἀρώματα φερμένα ἀπὸ ἂλλοῦ.
Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο ἦταν πὼς τὰ σπίτια δὲν εὐωδίαζαν μονάχα ἀπὸ τὰ παραπάνω γευστικά φαγητά. ἀλλὰ καὶ ἀπὶ τὰ ξερὰ τὰ φύλλα τῶν μαγιάτικων τριαντάφυλλων, ποὺ μετὰ τὴ συλλογὴ τοῦ ροδόσταμου δὲν τὰ πετοῦσαν ἀλλὰ τὰ βάζανε οἱ παλιὲς νοικοκυρὲς μὲσα σὲ δίχτυα ἤ λεπτὰ κομμάτια ἀπὸ ὕφασμα καὶ τὰ κρεμοῦσαν πίσω ἀπό τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ὁμορφιὰ τῆς ἄνοιξης πάντα παροῦσα; στὸ σπίτι καὶ στὴ ζωή τους.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
ποὺ σέβεται τὸν κόσμο, τὴν ὁμορφιὰ δηλαδὴ ποῦ εἶναι
σπαρμένη γύρω μας, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ κάθε μῆνας ἔχει καὶ τὰ δικά του στολίδια, τὶς δικές του εὐωδιές καὶ προσφορές. Ἀκόμα καὶ μέσα στὸ χειμῶνα, ἄν ψάξει, θὰ βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὰ θαυμάσια χόρτα τοῦ ἀγροῦ, ποὺ ἀνασταίνουν τὴν ψυχὴ μὲ τὸ ἄρωμά τους.
Ἔτσι κι ὁ Μάϊος, ὁ πλόυσια ἀνθοστολισμένος μῆνας, ποὺ ἀπὸ τὶς εὐωδιὲς τῆς Κατανύξεως τῆς Μ. Ἑβδομάδας μᾶς φέρνει σιμὰ στὶς ἄλλες εὐωδιές, ἐκεῖνες τῆς άνοίξεως ποὺ ὠριμάζει πιά. Καὶ πόσες δὲν εἶναι αὐτές!!
Ἐπίτηδες καταφεύγω στὸν ἀείμνηστο καὶ πάντα ἀγαπημένο μου Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, γιὰ νὰ θυμίσω κάποιες ἀπὸ τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς κομίζει ὁ Μάης. Κι οἱ εἰκόνες αὐτές, ποὺ εἶναι παρόμοιες μὲ αὐτὲς ποὺ ζήσαμε, θὰ πρέπει νὰ πληροφορηθεῖ ὁ ἀναγνὠστης, πὼς εἶναι ἀπὸ τὴν ἀπέναντι Σκιάθο...
«Τώρα τὸν Μάϊον, τὴν ἔβλεπον [τὴ θειά-Ζωΐτσα] νὰ κουβαλῇ εἰς τὴν πτωχικήν της οἰκίαν τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα λευκὰ καὶ μεγάλα σκόρδα, εἰς μακροὺς ὁρμαθούς, τὰ ὁποῖα μόνη τῆς ἐκαλλιέργει.... Τὴν ἔβλεπον νὰ φέρῃ με τὰ κοφίνια ἐκεῖνα τὰ σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερά καὶ μεγάλα, εὐωδιάζοντα ἄνοιξιν, καὶ τὶς εὔμορφες στρογγυλὲς καὶ βυσσινοβαμμένες ἀγγινάρες.... Τὴν ἔβλεπον νὰ φορτώνεται ἀβασταγιὲς τὸ πρωὶ μὲ τὴν δρόσον τὰ τρυφερά μάραθα καὶ τὰ δροσόπλαστα κρεμμυδάκια καὶ τὸ εὐῶδες ἡδύοσμον, ποὺ εὐωδίαζεν ὁ δρόμος ὅταν περνοῦσε....».
Ὅμως ἄς θυνηθοῦμε καὶ τὰ ἐδέσματα ποὺ εὐωδίαζαν τὶς γειτονές, τὰ μαγιάτικα ἐδέσματα, ὅπως τὰ ὑπέροχα «ἀγγιναρουκούκια» μὲ φρέσκο, δροσερὸ ἄνιθο, μάραθο καὶ κρεμύδι φρέσκο μαγειρεμένα. Ἤ τὶς «ἀγγινάρες μὲ τὸ ρύζι» καὶ σιμὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ περίφημα «γιαπράκια», μὲ τὰ φύλλα τὰ πρῶτα τῆς ἀνοιχτοπράσινης κληματαριᾶς.
Κι ἀφοῦ γίνεται λόγος γιὰ τὶς ἀγγινάρες, ποιὸς δὲ θυμᾶται τὸν ἑαυτό του νὰ «ξεφυλλίζει» τὴν τρυφερή ἀγγινάρα καὶ τὴν τρώει ὠμή...Ἰδίως ἐκείνη ἡ «καρδιά»...Τὶ γλυκύτητα ἄφηνε στὸ στόμα καὶ ...«γιώσιμο» στὰ δάχτυλα.
Φυσικὰ δὲ λείπανε καὶ τὰ βλαστάρια μὲ τὰ μάραθα καὶ τοῦς κεφαλάδες, ποὺ ὅταν τὰ βράζανε μοσχοβολοῦσε ὁ τοπος. Μάλιστα, τὶς μέρες τὶς πασχαλινὲς τὰ συνδύαζαν μὲ ἀβγὰ καὶ τυρὶ φρέσκο. Καὶ τ᾿ ἀβγά, γιὰ νὰ βράσουν, τὰ ρίχνανε μέσα στὸ θερμό, ἀφοῦ βγάζανε τὰ βρασμένα τὰ χόρτα. Κι ἔπαιρναν μιὰν εὐωδιά....
Μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, ξεχάστηκαν πολλὰ καὶ χρήσιμα. Γιατὶ οἱ νέοι ρυθμοὶ ζωῆς, ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο νὰ λησμονήσει ἀκόμα καὶ τὰ εὐωδιαστὰ «ἀγγιναροκούκια», θυσιάζοντάς τα στὸ βωμὸ τῶν fastfood. Ἀλιμονο, δηλαδή.
Στὸ περίθώριο τῶν παραπάνω θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε κι αύτό: τὶς εὐωδιὲς ποὺ σκορποῦσαν τὰ μαγιάτικα τὰ τριαντάφυλλα ποὺ τὰ μάζευαν αὐγή-αὐγή, μὲ τὴ δροσιὰ τῆς νύχτας στολισμένα, νὰ τὰ «μπελονιάσουν» ὕστερα οἱ νοικοκυρές, ἀφοῦ τὰ μαδοῦσαν προσεχτικά, νὰ τὰ βάλλουν μέσα σὲ μεγάλες γυάλινες γιάλες κι ὕστερα νὰ τὰ τοποθετήσουν στὸν ἥλιο, γιὰ νὰ βγεῖ τὸ ἁγιασμένο ροδόσταμο. Καὶ τὸ λέω ἁγιασμένο, γιατὶ τὸ «προυφαντό», τὸ πρῶτο δηλαδή, τὸ προόριζαν γιὰ τὀ ναό τῆς ἐνορίας τους μὲ σκοπὸ νὰ προσφερθεί ἀντὶ κολώνιας στὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ πανηγύρεις, ἰδιάιτερα δὲ γιὰ τὸν Ἐπιτάφιο. Γιατὶ ὅταν ἔφτανε ἡ ὥρα νὰ ραντιστεῖ ὁ Ἐπιταφιος καὶ στὴ συνέχεια οἱ πιστοί, στό «Ἔρραναν τὸν τάφο...», τότε ὁ ραντισμός γίνονταν μὲ ροδόσταμο καθαρό κι ὄχι μὲ ἀρώματα φερμένα ἀπὸ ἂλλοῦ.
Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο ἦταν πὼς τὰ σπίτια δὲν εὐωδίαζαν μονάχα ἀπὸ τὰ παραπάνω γευστικά φαγητά. ἀλλὰ καὶ ἀπὶ τὰ ξερὰ τὰ φύλλα τῶν μαγιάτικων τριαντάφυλλων, ποὺ μετὰ τὴ συλλογὴ τοῦ ροδόσταμου δὲν τὰ πετοῦσαν ἀλλὰ τὰ βάζανε οἱ παλιὲς νοικοκυρὲς μὲσα σὲ δίχτυα ἤ λεπτὰ κομμάτια ἀπὸ ὕφασμα καὶ τὰ κρεμοῦσαν πίσω ἀπό τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ὁμορφιὰ τῆς ἄνοιξης πάντα παροῦσα; στὸ σπίτι καὶ στὴ ζωή τους.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
ΣΧΟΛΙΑ