« Ὑπὲρ παντὸς κοιμηθέντων γένους βροτῶν, ἡλικίας Δέσποτα, ἀξιώματος ὁμοῦ, καὶ μεγέθους, ἅπαντες θερμῶς, δυσωποῦμεν, ὅπως σώσῃς οὓς μετέστησα...
« Ὑπὲρ παντὸς κοιμηθέντων γένους βροτῶν, ἡλικίας Δέσποτα, ἀξιώματος ὁμοῦ, καὶ μεγέθους, ἅπαντες θερμῶς, δυσωποῦμεν, ὅπως σώσῃς οὓς μετέστησας»
Ἀπέναντι στὸ θάνατο, ποὺ κληροδοτήσαμε ἀπὸ τοὺς πρωτόπλαστους καὶ τὸν Ἄγγελο τοῦ Σκότους, ὁ Πανάγαθος Θεὸς μᾶς χάρισε τὸ μεγάλο καὶ μοναδικὸ προνόμιο τῆς Μνήμης.
Τῆς Μνήμης ποὺ λειτουργεῖ μὲ τρόπο εὐεργετικὸ καὶ ἀκριβέστατο, γιατὶ διασώζει, τὰ Πρόσωπα ποὺ ἀναχώρησαν γιὰ πάντα καὶ τὰ Γεγονότα μὲ τὰ ὁποῖα συνδέονται, ἀρυτίδωτα μέσα μας. Τὰ κρατοῦμε, λοιπόν, ἀθάνατα μέσα μας, μέχρι τῆς τελευτῆ μας ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα, ποὺ ζοῦμε καὶ ὑπάρχουμε καὶ πορευόμαστε ἴσαμε τὴν αἰωνιότητα ποὺ προσδοκοῦμε. Διακρατώντας πάντα Μνήμη Ἀγαθὴ καὶ φιλανθρωπο.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ πάνσφοι τῆς Ἐκκλησίας μας Πατέρες ἐθέσπισαν γιᾶ τὸ Σάββατο, τὸ κάθε Σάββατο,
- πλὴν τοῦ Μ. Σαββατου - νὰ εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς Κεκοιμημένους, στοὺς προσφιλεῖς μας δηλαδή, συγγενεῖς καὶ γνωστούς ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ σιμά μας, μὲ κορύφωση τὰ δύο Ψυχοσάββατα τοῦ ἔτους, ὅπου καὶ ἡ ἰδιότυπος τελεῖται πανήγυρις «ἁπάντων κατ᾿ ὄνομα, μετὰ πίστεως ζησάντων εὐσεβῶς... πατέρας καὶ ἀδελφοὺς ἠμῶν, φίλους ὁμοῦ καὶ συγγενεῖς, ἅπαντα ἄνθρωπον τὰ τοῦ βίου λειτουργήσαντα πιστῶς». Πανήγυρις ναί, γιατὶ ἡ σύναξις τῶν πιστῶν τὰ Ψυχοσάββατα, ὅπως εἶναι τὸ σημερινό δηλαδή, ἕνα σκοπὸ ἔχει: Στὸ νὰ δεηθοῦμε ὅλοι μας ὅπως, «Αἱ ψυχαὶ αὐτῶν [τῶν Κεκοιμημένων μας] ἐν ἀγαθοῖς αὐλισθήσονται» . Κι ὅλοι μας ξέρουμε τὶ σημαινει αὐτὸ τὸ, αὐλίζομαι.
Ψυχοσάββατο, λοιπόν, καὶ σήμερα. Μὲ τὴν ἀγαθὴ τὴ Μνήμη νὰ ἐμφανίζει ἐμπρὸς μας, ὅλους τοὺς προσφιλεῖς ποὺ ἤδη ἀναχώρησαν. Ἀναχώρησαν καὶ βρίσκονται πιὰ «ἐν οὐρανίοις θαλάμοις» μὲ τὴν λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους ἀναμμένη, ὅπως τὴν κρατησαν στὸν Ἐπιταφιο καὶ στὴν Ἀνάσταση, γιατὶ προσδοκοῦν καὶ τὴ δικιά τους Ἀνάσταση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴ σημαδιακὴ αὐτὴ καὶ κορυφαία τοῦ ἔτους ἠμέρα τοὺς μνημονεύουμε καλώντας τους, ἕναν-ἕναν μὲ τὸ ὄνομά του. Κι ἔχει τὴ σημασία του αὐτὴ ἡ ἐκφώνηση τοῦ κάθε ὀνόματος καὶ μάλιστα σὲ ὥρα ἱερή, ὥρα εὐχαριστιακῆς δεήσεως καὶ προσευχῆς. Γιατὶ τὸ κάθε ὄνομα εἶανι δηλωτικὸ τῆς ὑπάρξεως αὐτοῦ ποὺ τὸ ἔφερε. Καὶ μάλιστα δὲν τὸ ἔφερε τυχαῖα, δηλαδή δὲν ἦλθε στὸν κόσμο μὲ τὸ ὄνομα ποὺ εἶχε σ᾿ ὁλάκερο τὸν ἐπίγειο βίο του. Τὸ ὄνομα τὸ ἔλαβε κατὰ τὴν φρικτὴ τὴν ὥρα τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπίσματος «συνταφεὶς αὐτῶ ( τῶ Κυρίῳ) διὰ τοῦ Βαπτίσματος».
Αὐτό, λοιπόν, τὸ ὄνομα τὸν κάνει νὰ ξεχωρίζει, ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ μνημονεύεται μὲ τοὺς Κεκοιμημένους τούτη τὴν χαρισματικὴ ἡμέρα τοῦ Ψυχοσαββάτου. Νὰ ξεχωρίζει ὠς πρόσωπο, ὡς ποίημα τοῦ Δημιουργοῦ ( πρβλ. τό, «ποιήσωμεν...» Γεν, 1,26-27), ἀλλὰ καὶ νὰ καθίσταται «τοῦ Παραδείσου πολίτης καὶ γεωργός». Μὲ μιὰ λεπτομέρεια: ὅτι δὲν ἦταν καὶ δὲν ὑπῆρξε στὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του μιὰν ἄχρηστη μονάδα, ἀλλ᾿ ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν καταχωρίζει «ἐν βίβλῳ ζωῆς» ἀμέσως μόλις λάβει τὸ ὄνομα, κατὰ τὴν ὥρα «τοῦ ποιῆσαι Κατηχούμενον». Αὐτὀ λοιπόν τὸ ὄνομα, ποὺ δὲν εἶναι μιὰ ἀπλῆ γραμματοσειρά, ἀλλὰ λέξη μὲ βαθὺ θεολογικὸ καὶ ἱστορικὸ περιεχόμενο, εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς Μνήμης ποὺ ἀπαιτεῖται νὰ διατηρηθεῖ «εἰς αἰῶνας αἰώνων». Δὲν πειράζει ἄν οἱ ἄνθρωποι λησμονήσουν κάποτε τοὺς προγόνους τους - φυσικὸ εἶναι καθὼς τὰ χρόνια σωρεύουν στάχτη καὶ λήθη.
Ἀρκεῖ ποὺ ἡ Ἐκκλησία, αὐτὴ τὴ θεοίδρυτη ἑορτὴ καὶ πανήγυρι τοῦ Ψυχοσαββατου, θυμᾶται καὶ μνημονεύει τῶν κεκοιμημένων,διδασκοντας παράλληλα, ὅτι κι ἐμεῖς στὸ ἴδιο τὸ μονοπατι ὁδοιποροῦμε, «ὅπου πάντες βροτοὶ πορευσόμεθα, ἐπιτάφιον θρῆνον ποιοῦντες ᾠδὴν τό, Ἀλληλούϊα». Ἀμήν...
π. κων. ν. καλλιανός
ΣΧΟΛΙΑ