Γράφοντας τὴ προηγούμενη φορὰ γιὰ τὶς λέξεις ποὺ χάνονται μαζί μὲ τοὺς παλιοὺς ἀνθρώπους, σκέφτηκα νὰ συνεχίσω τὸ λόγο μου ποὺ ἀφορᾶ τὶς παλ...
Γράφοντας τὴ προηγούμενη φορὰ γιὰ τὶς λέξεις ποὺ χάνονται μαζί μὲ τοὺς παλιοὺς ἀνθρώπους, σκέφτηκα νὰ συνεχίσω τὸ λόγο μου ποὺ ἀφορᾶ τὶς παλιὲς λέξεις καὶ ἐκφράσεις ποὺ ἄκουγα στὰ παιδικά μου χρόνια στὸ μικρό, ὀρεινὸ χωριό, τὸ Κλήμα, ἕνα ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Σκοπέλου.
Μάλιστα, μπορῶ νὰ πῶ, πὼς ὅταν ἄρχιζα νὰ πρωτοδιαβαζω τὸν Παπαδιαμαντη, τὸ ὁμολογῶ: μοῦ φάνηκε ὅτι ἦταν κομμάτι τῆς κοινωνίας τοῦ χωριοῦ μου, γιατὶ ἕνα πλῆθος λέξεων, ἐθίμων καὶ συμπεριφορῶν ποὺ παρουσίασε στὰ γραφτά του, τὰ βίωνα. Παραδειγματικὰ ἀναφέρω τὴ σύναξη τῶν γυναικῶν στὸ φοῦρνο στὸ διήγημα «Βαρδιάνος στὰ σπόρκα», τὸ ἔθιμο τῆς Προαίρεσης στὸ διήγημα «Ντελησυφέρω» κ.ἄ.
Ὅμως ὁ λόγος μου εἶναι γιὰ τὶς λέξεις ποὺ ἄκουγα τότε, ἐδῶ καὶ πενήντα δηλ. χρόνια, ἴσως καὶ παραπάνω, καὶ σήμερα σχεδὸν ἔχουν ξεχαστεῖ, δὲν ἔχουν ὅμως πεθάνει, γιατὶ πιστεύω πὼς οἱ λέξεις δὲν πεθαίνουν ποτέ. Κάπου ταμιεύονται καὶ περιμένουν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ κάθε πρόθυμου ἐρευνητῆ νὰ τὶς προσεγγίσει καὶ νὰ τὶς χαρεῖ: Γιατὶ ἔχουν καὶ κάλλος καὶ ἱστορία. Δὲ νομίζετε;
Ἡ γιαγιά μου, λοιπόν, ποὺ μνημόνεψα τὴν προηγούμενη φορὰ ἔλεγε τὴν περίεργη φράση: « μπῆκα σ᾿ αὐτὸ τοὺ μιλέτ’ » καὶ μ᾿ αὐτὸ ἐννοοῦσε πὼς συμπεθέριασε μὲ τὴν τἀδε οἰκογένεια, μὲ λίγα λόγια τὴν ἔμαθε.
Ἀκόμα, ὅταν ἦταν νηστικὴ ἤ στενοχωρημένη χρησιμοποιοῦσε τὶς φράσεις: «Μὲ ’πιασι ἡ ψ’χήμ» ἤ « Μ᾿ πουνάει ἡ ψ’χή μ’ » ἤ « Ἀρή, πάει ἡ ψ’χήμ! ».
Ἄλλες φράσεις ποὺ ἄκουγα ἦταν καὶ οἱ παρακάτω.
« Μπάκι θαρρεῖς; », δηλ. μήπως νομίζεις;
« Μ’λιά-σιτιά » δηλ. τίποτε μὴν πεῖς
« Οὔτι μ᾿ λιά, οὔτι ἀπιλουϊά » δηλ. Οὔτε μιλιά, οὔτε ἀπολογιά
« Μπιτούν᾿ κους ἄλλαξα » δηλ. ἄλλαξα ὅλα μου τὰ ροῦχα.
« Τοὺ τσαρδίν᾿ ἄλλου τσαρδίν ’» δηλ. γιὰ νὰ κάμω αἱματηρὴ οἰκονομία φοροῦσα τὸ ἕνα παλιουπάπουτσο μετὰ τὸ ἄλλο. Ἀπὸ κεῖ δὲ βγῆκε καὶ τὸ «γκώμ’»( παρωνύμιο δηλ.) «τσαρδίνου».
« Ναί, μαράθ᾿ κα » δηλ. Ναί, σιγὰ μὴ στενοχωρηθῶ ποὺ ἔγινε αὐτὸ ἤ τὸ ἄλλο. Καὶ τὸ παρόμοιο: « Ναί, ντρουκάηκα» δηλ. ναί, σιγά, μὴν κάψω τὰ ἄντερά μου!
« Ποῦ θὰ πᾶς χριστιανέμ...Σκουτάδ᾿ ἄσβους ὄξου!!! » δηλ. ποῦ πᾶς...Ἔξω ἔχει σκοτάδι πυκνό.
Φυσικά εἶναι κι οἱ λέξεις...Λέξεις πολλές, που κάθε μιὰ εἶχε τὴ σημασία της καὶ τὴν καταγωγή της. Ἄλλες ξεχασμένες σήμερα, ἄλλες ἀκόμα ζωντανές. Λέξεις ποὺ χιλιοειπώθηκαν ἀπὸ ἁπλοὺς καὶ ἀγράμματους στὸ μεγαλύτερο σύνολό τους χωρικούς. Λέξεις ποὺ λέγονταν μὲ μιὰ φυσικότητα ποὺ συγκινοῦσε, γιατὶ μὴ κατέχοντας λεξικὰ ἤ ἄλλα ἐργαλεῖα οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι μετέδιδαν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ λέξεις - ὀχήματα, πάνω στὰ ὁποῖα στήνονταν ἕνα πολιτισμὸς ποὺ σήμερα ἀναζητεῖται. Καί, μάλιστα, μὲ τὰ μανίας. Ὅπως διαβαζεται ὁ Παπαδιαμαντης δηλ.
Γραφω μερικὲς λέξεις, ἔτσι εἰς μνημόσυνον...Ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ξαναθυμηθῶ τὰ χρόνια μου ἐκεῖνα:Τὰ πρωτινά
« Τὰ μπόξα » =τὰ κουτιά
Ἡ τζάρα = Ἡ γυάλα
Ἡ φουρτιέρα = φρουτιέρα. Στὴν οὐσία εἶναι ἕνα γυάλινο πιᾶτο μὲ κολωνάτη βάση, μὲ τὴν ὁποία κεςρνοῦσαν τὰ χαμαλιὰ ἤ τὰ ἀμυγδαλωτά
Τοὺ τσαγκλί = κυρίως τὸ οὐροδοχεῖο
Τοὺ τάμπιρ = τὸ μεταλλικὸ θύρωμα ποὺ τοποθετοῦνταν στὴ βάση τῆς καμινάδας τοῦ φούρνου καὶ τὸ ὁποῖο, ἀνάλογα τὴν περίπτωση, τὸ ἄνοιγαν ἤ τὸ ἔκλειναν.
Αὐτὰ πρὸς τὸ παρόν.
παπα-κων. ν. καλλιανός
Μάλιστα, μπορῶ νὰ πῶ, πὼς ὅταν ἄρχιζα νὰ πρωτοδιαβαζω τὸν Παπαδιαμαντη, τὸ ὁμολογῶ: μοῦ φάνηκε ὅτι ἦταν κομμάτι τῆς κοινωνίας τοῦ χωριοῦ μου, γιατὶ ἕνα πλῆθος λέξεων, ἐθίμων καὶ συμπεριφορῶν ποὺ παρουσίασε στὰ γραφτά του, τὰ βίωνα. Παραδειγματικὰ ἀναφέρω τὴ σύναξη τῶν γυναικῶν στὸ φοῦρνο στὸ διήγημα «Βαρδιάνος στὰ σπόρκα», τὸ ἔθιμο τῆς Προαίρεσης στὸ διήγημα «Ντελησυφέρω» κ.ἄ.
Ὅμως ὁ λόγος μου εἶναι γιὰ τὶς λέξεις ποὺ ἄκουγα τότε, ἐδῶ καὶ πενήντα δηλ. χρόνια, ἴσως καὶ παραπάνω, καὶ σήμερα σχεδὸν ἔχουν ξεχαστεῖ, δὲν ἔχουν ὅμως πεθάνει, γιατὶ πιστεύω πὼς οἱ λέξεις δὲν πεθαίνουν ποτέ. Κάπου ταμιεύονται καὶ περιμένουν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ κάθε πρόθυμου ἐρευνητῆ νὰ τὶς προσεγγίσει καὶ νὰ τὶς χαρεῖ: Γιατὶ ἔχουν καὶ κάλλος καὶ ἱστορία. Δὲ νομίζετε;
Ἡ γιαγιά μου, λοιπόν, ποὺ μνημόνεψα τὴν προηγούμενη φορὰ ἔλεγε τὴν περίεργη φράση: « μπῆκα σ᾿ αὐτὸ τοὺ μιλέτ’ » καὶ μ᾿ αὐτὸ ἐννοοῦσε πὼς συμπεθέριασε μὲ τὴν τἀδε οἰκογένεια, μὲ λίγα λόγια τὴν ἔμαθε.
Ἀκόμα, ὅταν ἦταν νηστικὴ ἤ στενοχωρημένη χρησιμοποιοῦσε τὶς φράσεις: «Μὲ ’πιασι ἡ ψ’χήμ» ἤ « Μ᾿ πουνάει ἡ ψ’χή μ’ » ἤ « Ἀρή, πάει ἡ ψ’χήμ! ».
Ἄλλες φράσεις ποὺ ἄκουγα ἦταν καὶ οἱ παρακάτω.
« Μπάκι θαρρεῖς; », δηλ. μήπως νομίζεις;
« Μ’λιά-σιτιά » δηλ. τίποτε μὴν πεῖς
« Οὔτι μ᾿ λιά, οὔτι ἀπιλουϊά » δηλ. Οὔτε μιλιά, οὔτε ἀπολογιά
« Μπιτούν᾿ κους ἄλλαξα » δηλ. ἄλλαξα ὅλα μου τὰ ροῦχα.
« Τοὺ τσαρδίν᾿ ἄλλου τσαρδίν ’» δηλ. γιὰ νὰ κάμω αἱματηρὴ οἰκονομία φοροῦσα τὸ ἕνα παλιουπάπουτσο μετὰ τὸ ἄλλο. Ἀπὸ κεῖ δὲ βγῆκε καὶ τὸ «γκώμ’»( παρωνύμιο δηλ.) «τσαρδίνου».
« Ναί, μαράθ᾿ κα » δηλ. Ναί, σιγὰ μὴ στενοχωρηθῶ ποὺ ἔγινε αὐτὸ ἤ τὸ ἄλλο. Καὶ τὸ παρόμοιο: « Ναί, ντρουκάηκα» δηλ. ναί, σιγά, μὴν κάψω τὰ ἄντερά μου!
« Ποῦ θὰ πᾶς χριστιανέμ...Σκουτάδ᾿ ἄσβους ὄξου!!! » δηλ. ποῦ πᾶς...Ἔξω ἔχει σκοτάδι πυκνό.
Φυσικά εἶναι κι οἱ λέξεις...Λέξεις πολλές, που κάθε μιὰ εἶχε τὴ σημασία της καὶ τὴν καταγωγή της. Ἄλλες ξεχασμένες σήμερα, ἄλλες ἀκόμα ζωντανές. Λέξεις ποὺ χιλιοειπώθηκαν ἀπὸ ἁπλοὺς καὶ ἀγράμματους στὸ μεγαλύτερο σύνολό τους χωρικούς. Λέξεις ποὺ λέγονταν μὲ μιὰ φυσικότητα ποὺ συγκινοῦσε, γιατὶ μὴ κατέχοντας λεξικὰ ἤ ἄλλα ἐργαλεῖα οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι μετέδιδαν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ λέξεις - ὀχήματα, πάνω στὰ ὁποῖα στήνονταν ἕνα πολιτισμὸς ποὺ σήμερα ἀναζητεῖται. Καί, μάλιστα, μὲ τὰ μανίας. Ὅπως διαβαζεται ὁ Παπαδιαμαντης δηλ.
Γραφω μερικὲς λέξεις, ἔτσι εἰς μνημόσυνον...Ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ξαναθυμηθῶ τὰ χρόνια μου ἐκεῖνα:Τὰ πρωτινά
« Τὰ μπόξα » =τὰ κουτιά
Ἡ τζάρα = Ἡ γυάλα
Ἡ φουρτιέρα = φρουτιέρα. Στὴν οὐσία εἶναι ἕνα γυάλινο πιᾶτο μὲ κολωνάτη βάση, μὲ τὴν ὁποία κεςρνοῦσαν τὰ χαμαλιὰ ἤ τὰ ἀμυγδαλωτά
Τοὺ τσαγκλί = κυρίως τὸ οὐροδοχεῖο
Τοὺ τάμπιρ = τὸ μεταλλικὸ θύρωμα ποὺ τοποθετοῦνταν στὴ βάση τῆς καμινάδας τοῦ φούρνου καὶ τὸ ὁποῖο, ἀνάλογα τὴν περίπτωση, τὸ ἄνοιγαν ἤ τὸ ἔκλειναν.
Αὐτὰ πρὸς τὸ παρόν.
παπα-κων. ν. καλλιανός
ΣΧΟΛΙΑ