Δημητρίου, Ἐπισκόπου Ὀλύμπου, τουπίκλην Μακρῆ καί τῶν ἱερέων, παπα-Κωνσταντίνου Ὀρφανοῦ καὶ παπα-Παπαναγιώτου Κ. Παπαδημητρίου, τῶν εὐκλεῶ...
Δημητρίου, Ἐπισκόπου Ὀλύμπου, τουπίκλην Μακρῆ καί τῶν ἱερέων, παπα-Κωνσταντίνου Ὀρφανοῦ καὶ παπα-Παπαναγιώτου Κ. Παπαδημητρίου, τῶν εὐκλεῶς ἱερατευσάντων καὶ διακονησάντων στὴν ἐνορία αὐτή, ταπεινὸ Μνημόσυνο
Τοπία μακρυνά, χρόνων παιδικῶν τοπία, πού μόνο στό σύθαμπο τά ξαναζεῖς καί τά γυρεύεις, ἀλλ᾿ ἐκεῖνα ἀπομένουν στό βάθος τοῦ χρόνου νά φεγγοβολοῦν μ᾿ ἔνα κερί ἀναμμένο ἐμπρός τους: τήν ἀθωότητά μας. Τοπία εὐλογημένα καί πάντα ἀνέπαφα μέσα στό τρεμόσβυσμα τοῦ ἀπόβραδου αὐτοῦ, πού τά διακρατεῖ ὡς Μνήμη, ὡς καταφύγιο τῆς ψυχῆς μας σέ ὦρες πνιχτές, ἀνήλιαγες καί κακοφορμισμένες....
Κάθε χρόνο, μέσα στό λύγισμα τῆς μέρας πρός τό βράδυ, τοῦτο τόν καιρό τοῦ ἱεροῦ καί σεβάσμιου Δεκαπενταυγούστου, θεωρῶ ξανά μέ πόνο ψυχῆς τή μακρυνή παιδικότητα πού διάβηκε τό κατώφλι τοῦ μισοῦ αἰῶνα καί εἰσοδεύει τό εἶναι στά γερατειά. Σκέφτομαι, λοιπόν, μέ βαρύτατη τή θλίψη νά κρούει τή θύρα ὀλάκερης τῆς ὕπαρξης, πώς δέν ὑπάρχει πιά ἠ ἀθωότητα ἐκείνων τῶν χρόνων καί τῶν καιρῶν. Μήτε καί στά ἴδια τά παιδιά πού παγιδεύτηκαν μέσα στά ὑγρά κελλιά τῶν ἅγριων παιχνιδιῶν καί μηνυμάτων, τά ὀποῖα δαψιλῶς τούς προσφέρονται ἀπό τήν ἀδίστακτη τήν κατανάλωση.
Τώρα πιά τά μελτέμια δέν κομίζουν ἁρμύρα καί ἄρωμα βασιλικοῦ, ματζουράνας καί γαρύφαλλου ὤστε ν᾿ ἀναμιχτεῖ μέ τή μοσχοβολιά τοῦ ἑσπερινοῦ θυμιάματος τῶν εὐκατάνυκτων τῶν Παρακλήσεων, ἀλλά περίεργες ὀσμές ἀπό ἀντηλιακά, ἐδέσματα ἀκόμα καί ἀπό σκουπίδια Βλέπεις, τό θυμίαμα συνεχίζουν νά τό ὀσμίζονται ἀκόμα κάποιες γριοῦλες, ψυχοῦλες ταπεινές καί φορτωμένες πόνο· Μορφές πού σήμερα ὄλο καί λιγοστεύουν, ὄπως λιγοστεύει κι ἠ ἀνθρωπιά γύρω μας, ἀλλά καί ἀπομένουν ἀποκομμένες ἀπό τόν ἄστατο τοῦτο κόσμο .
Δέν ἀπαιτεῖται πιά καμμιά φροντίδα γιά νηστεία καί προσευχή, γιατί αὐτές μετατέθηκαν στά μεταμεσονύχτια ταξίδια στούς κόσμους τῶν σκληρῶν καί βάρβαρων ἤχων καί τοῦ οἰνοπνεύματος.
Ἡ "πενιχρά δέησις" ἀπόμεινε αἴτημα τῶν ἀδαῶν καί "πτωχῶν τῷ πνεύματι", πού ἄν καί μακαρίζονται δαψιλῶς ἀπό Ἐκεῖνον, ἐν τούτοις λοιδωροῦνται ἀσυστόλως καί χυδαίως ἀπό τούς πονηρούς τῇ καρδίᾳ".
Θραύσματα τοῦ κόσμου τούτου ὅλοι αὐτοί ἐπιμένουν νά εἶναι τό μεγάλο ζητούμενο τῆς φιλευσπλάχνου Μητρικῆς Της Ἀγάπης. "Ἐν τῇ Κοιμήσει τόν Κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε...." Ἠ Κοίμηση ἀπομένει τό τελευταῖον μυστήριον τῆς Θείας Οἰκονομίας· ἔνα Μυστήριο πού ἀποδεικνύει στόν ἄνθρωπο τοῦ καιροῦ μας ὅτι "αἱ γεννεαί αἱ πᾶσαι"τήν μακάρισαν, ὡς Μητέρα-Χορηγό τῆς Ζωῆς. Ἐκτός ἐκείνων μόνο πού ἀπορρίπτουν τή Ζωή....
Τοπίο μακρυνό, ἀπλό καί νησιώτικο. Μέ τά θαλερἀ τἀ βιώματα χρόνων παλαιῶν καί λιτῶν νά εἰσοδεύουν στό σύθαμπο τῆς ψυχῆς, καθώς ἀγναντεύουν ἐκείνη τήν πανυγηρίζουσα ἐκκλησιά τῆς Παναγίας στό διπλανό τό χωριό, τή Γλώσσα. Τή θυμᾶσαι πάντα βαμμένη μέ χλωμό χρῶμα, ὠσάν νά βγῆκε ἀπό φλόγα κεροδοσιᾶς. Πάντα μεγαλόπρεπη, κατανυχτική, δίχως ἠλεκτρικά φῶτα-αὐτά ἄναβαν ἀργότερα, μόλις ἄρχιζε ἡ νύχτα-μέσα στό θερινό ἀπόβραδο, ὄταν ἄρχιζαν νά φέρνουν τά πρόσφορα καί τούς ἀναθρεμένους μέ προσοχή βασιλικούς, γιά τή Χάρη Της.
Τό μελιχρό τό φῶς τοῦ δειλινοῦ κατέβαινε ἁπαλό ἀπ᾿ τό σκοτεινοπράσινο τό κυπαρίσι τῆς αὐλῆς κι ἄφηνε τίς στερνές του τίς ἀχτίδες στά λαδοκάντηλα πού τ᾿ ἄναβε μέ ἱερή προσοχή ἡ ἐκκλησιάρισσα, γιά ν᾿ ἀρχίσει ἡ "ἀγρυπνιά".
Ὡστόσο ἡ ματιά θαμπωμένη ἐπιμένει νά κοιτάζει ἐκείνη τήν σεπτή εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως πού εἶναι τοποθετημένη στό τρισκέλι, στολισμένη μέ γαρύφαλα, βασιλικά, ματζουράνα....
Ναί, δέν εἶναι ἡ εἰκόνα αὐτή ἔργο τέχνης, ἐνός περίφημου ἁγιογράφου. Αὐτός πού τήν ἱστόρησε, καπου στά τέλη τοῦ 19ου αἰ., ἦταν γέννημα θρέμμα αὐτοῦ τοῦ χωριοῦ καί τό κυριώτερο εἶχε ἀποθησαυρίσει μέσα στά χρώματα καί στά σχέδια τήν ἀπλότητα, πού συνόδευε, ὡς ἀρετή καί ἦθος, τούς συγχωριανούς του. Παράλληλα εἶχε ἀποταμιεύσει ἐκεῖ ὅλους τούς καϋμούς τους, τίς παρακλήσεις τους, τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς, καταφέρνοντας νά δέσει τέλεια, τήν Παράδοση τοῦ χτές μέ τό σήμερα:Μιά Παράδοση πού δέν ἐπιτρέπεται, παρ᾿ ὅλες τίς προτροπές, καί τίς ἐπιταγές τῶν καιρῶν μας, ὅπως καταφρονηθεῖ καί διαγραφεῖ.
Αὐτή, λοιπόν, ἠ εἰκόνα μᾶς εἰσοδεύει καί φέτος, "τήν Κοίμησιν ἐποπτεῦσαι, τελευταῖον οὗσαν ἐπί γῆς Μυστήριον"τῆς Οἰκονομίας Του. Αὐτή ἡ εἰκόνα πού διακρατεῖ τή νοσταλγία μαζί μέ τή Μνήμη, τή θύμηση ὅσων ἀγαπήσαμε καί μᾶς ἀγαπησαν σ᾿ ἐκεῖνα τά χρόνια τά τρυφερά.....Τά χρόνια πού μοσχομύριζαν βασιλικό, θυμίαμα, ἁρμύρα καί νοτισμένο χῶμα.
π. Κων.Ν. Καλλιανός
Παραμονή Δεκαπενταυγούστου
Τοπία μακρυνά, χρόνων παιδικῶν τοπία, πού μόνο στό σύθαμπο τά ξαναζεῖς καί τά γυρεύεις, ἀλλ᾿ ἐκεῖνα ἀπομένουν στό βάθος τοῦ χρόνου νά φεγγοβολοῦν μ᾿ ἔνα κερί ἀναμμένο ἐμπρός τους: τήν ἀθωότητά μας. Τοπία εὐλογημένα καί πάντα ἀνέπαφα μέσα στό τρεμόσβυσμα τοῦ ἀπόβραδου αὐτοῦ, πού τά διακρατεῖ ὡς Μνήμη, ὡς καταφύγιο τῆς ψυχῆς μας σέ ὦρες πνιχτές, ἀνήλιαγες καί κακοφορμισμένες....
Κάθε χρόνο, μέσα στό λύγισμα τῆς μέρας πρός τό βράδυ, τοῦτο τόν καιρό τοῦ ἱεροῦ καί σεβάσμιου Δεκαπενταυγούστου, θεωρῶ ξανά μέ πόνο ψυχῆς τή μακρυνή παιδικότητα πού διάβηκε τό κατώφλι τοῦ μισοῦ αἰῶνα καί εἰσοδεύει τό εἶναι στά γερατειά. Σκέφτομαι, λοιπόν, μέ βαρύτατη τή θλίψη νά κρούει τή θύρα ὀλάκερης τῆς ὕπαρξης, πώς δέν ὑπάρχει πιά ἠ ἀθωότητα ἐκείνων τῶν χρόνων καί τῶν καιρῶν. Μήτε καί στά ἴδια τά παιδιά πού παγιδεύτηκαν μέσα στά ὑγρά κελλιά τῶν ἅγριων παιχνιδιῶν καί μηνυμάτων, τά ὀποῖα δαψιλῶς τούς προσφέρονται ἀπό τήν ἀδίστακτη τήν κατανάλωση.
Τώρα πιά τά μελτέμια δέν κομίζουν ἁρμύρα καί ἄρωμα βασιλικοῦ, ματζουράνας καί γαρύφαλλου ὤστε ν᾿ ἀναμιχτεῖ μέ τή μοσχοβολιά τοῦ ἑσπερινοῦ θυμιάματος τῶν εὐκατάνυκτων τῶν Παρακλήσεων, ἀλλά περίεργες ὀσμές ἀπό ἀντηλιακά, ἐδέσματα ἀκόμα καί ἀπό σκουπίδια Βλέπεις, τό θυμίαμα συνεχίζουν νά τό ὀσμίζονται ἀκόμα κάποιες γριοῦλες, ψυχοῦλες ταπεινές καί φορτωμένες πόνο· Μορφές πού σήμερα ὄλο καί λιγοστεύουν, ὄπως λιγοστεύει κι ἠ ἀνθρωπιά γύρω μας, ἀλλά καί ἀπομένουν ἀποκομμένες ἀπό τόν ἄστατο τοῦτο κόσμο .
Δέν ἀπαιτεῖται πιά καμμιά φροντίδα γιά νηστεία καί προσευχή, γιατί αὐτές μετατέθηκαν στά μεταμεσονύχτια ταξίδια στούς κόσμους τῶν σκληρῶν καί βάρβαρων ἤχων καί τοῦ οἰνοπνεύματος.
Ἡ "πενιχρά δέησις" ἀπόμεινε αἴτημα τῶν ἀδαῶν καί "πτωχῶν τῷ πνεύματι", πού ἄν καί μακαρίζονται δαψιλῶς ἀπό Ἐκεῖνον, ἐν τούτοις λοιδωροῦνται ἀσυστόλως καί χυδαίως ἀπό τούς πονηρούς τῇ καρδίᾳ".
Θραύσματα τοῦ κόσμου τούτου ὅλοι αὐτοί ἐπιμένουν νά εἶναι τό μεγάλο ζητούμενο τῆς φιλευσπλάχνου Μητρικῆς Της Ἀγάπης. "Ἐν τῇ Κοιμήσει τόν Κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε...." Ἠ Κοίμηση ἀπομένει τό τελευταῖον μυστήριον τῆς Θείας Οἰκονομίας· ἔνα Μυστήριο πού ἀποδεικνύει στόν ἄνθρωπο τοῦ καιροῦ μας ὅτι "αἱ γεννεαί αἱ πᾶσαι"τήν μακάρισαν, ὡς Μητέρα-Χορηγό τῆς Ζωῆς. Ἐκτός ἐκείνων μόνο πού ἀπορρίπτουν τή Ζωή....
Τοπίο μακρυνό, ἀπλό καί νησιώτικο. Μέ τά θαλερἀ τἀ βιώματα χρόνων παλαιῶν καί λιτῶν νά εἰσοδεύουν στό σύθαμπο τῆς ψυχῆς, καθώς ἀγναντεύουν ἐκείνη τήν πανυγηρίζουσα ἐκκλησιά τῆς Παναγίας στό διπλανό τό χωριό, τή Γλώσσα. Τή θυμᾶσαι πάντα βαμμένη μέ χλωμό χρῶμα, ὠσάν νά βγῆκε ἀπό φλόγα κεροδοσιᾶς. Πάντα μεγαλόπρεπη, κατανυχτική, δίχως ἠλεκτρικά φῶτα-αὐτά ἄναβαν ἀργότερα, μόλις ἄρχιζε ἡ νύχτα-μέσα στό θερινό ἀπόβραδο, ὄταν ἄρχιζαν νά φέρνουν τά πρόσφορα καί τούς ἀναθρεμένους μέ προσοχή βασιλικούς, γιά τή Χάρη Της.
Τό μελιχρό τό φῶς τοῦ δειλινοῦ κατέβαινε ἁπαλό ἀπ᾿ τό σκοτεινοπράσινο τό κυπαρίσι τῆς αὐλῆς κι ἄφηνε τίς στερνές του τίς ἀχτίδες στά λαδοκάντηλα πού τ᾿ ἄναβε μέ ἱερή προσοχή ἡ ἐκκλησιάρισσα, γιά ν᾿ ἀρχίσει ἡ "ἀγρυπνιά".
Ὡστόσο ἡ ματιά θαμπωμένη ἐπιμένει νά κοιτάζει ἐκείνη τήν σεπτή εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως πού εἶναι τοποθετημένη στό τρισκέλι, στολισμένη μέ γαρύφαλα, βασιλικά, ματζουράνα....
Ναί, δέν εἶναι ἡ εἰκόνα αὐτή ἔργο τέχνης, ἐνός περίφημου ἁγιογράφου. Αὐτός πού τήν ἱστόρησε, καπου στά τέλη τοῦ 19ου αἰ., ἦταν γέννημα θρέμμα αὐτοῦ τοῦ χωριοῦ καί τό κυριώτερο εἶχε ἀποθησαυρίσει μέσα στά χρώματα καί στά σχέδια τήν ἀπλότητα, πού συνόδευε, ὡς ἀρετή καί ἦθος, τούς συγχωριανούς του. Παράλληλα εἶχε ἀποταμιεύσει ἐκεῖ ὅλους τούς καϋμούς τους, τίς παρακλήσεις τους, τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς, καταφέρνοντας νά δέσει τέλεια, τήν Παράδοση τοῦ χτές μέ τό σήμερα:Μιά Παράδοση πού δέν ἐπιτρέπεται, παρ᾿ ὅλες τίς προτροπές, καί τίς ἐπιταγές τῶν καιρῶν μας, ὅπως καταφρονηθεῖ καί διαγραφεῖ.
Αὐτή, λοιπόν, ἠ εἰκόνα μᾶς εἰσοδεύει καί φέτος, "τήν Κοίμησιν ἐποπτεῦσαι, τελευταῖον οὗσαν ἐπί γῆς Μυστήριον"τῆς Οἰκονομίας Του. Αὐτή ἡ εἰκόνα πού διακρατεῖ τή νοσταλγία μαζί μέ τή Μνήμη, τή θύμηση ὅσων ἀγαπήσαμε καί μᾶς ἀγαπησαν σ᾿ ἐκεῖνα τά χρόνια τά τρυφερά.....Τά χρόνια πού μοσχομύριζαν βασιλικό, θυμίαμα, ἁρμύρα καί νοτισμένο χῶμα.
π. Κων.Ν. Καλλιανός
Παραμονή Δεκαπενταυγούστου
ΣΧΟΛΙΑ