Στὸν ἐξαίρετο Ἄνθρωπο καὶ Γιατρό, Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, ἀπὸ τὸ Κλήμα, εὐχετήριο γιὰ τὰ ἐπικείμενα ὀνομαστήριά του: ...
Στὸν ἐξαίρετο Ἄνθρωπο καὶ Γιατρό, Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, ἀπὸ τὸ Κλήμα, εὐχετήριο γιὰ τὰ ἐπικείμενα ὀνομαστήριά του:
«Εἶσαι ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκκλήσι δαρμένο
ἀπὸ τὴν ἀντηλιά. Γύρω-γύρω ἀμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές καὶ κάπου κάπου μοναχικὴ
καὶ κάποια ἐλιά. Χρυσοφρυγανισμένα τὰ χορτάρια
ἀχνίζουνε, ἄχυρο πιά• κι' ἀντὶς γι' ἀγγέλους, τὰ τζιτζίκια,
σοῦ κανοναρχοῦνε τὸ κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργὰ
μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα».
Τ.Κ. Παπατσώνης
Δεκαπενταύγουστος λοιπόν, καὶ μέσα μου λυγίζουν ξανὰ μνῆμες καὶ εἰκόνες, ἀνάμικτες μὲ εὐωδιές, ποὺ ἀνοθευτες, ἀπέιραχτες καὶ πάντα συγκινητικὲς ἔχουν σταθεῖ σὲ περίοπτη θέση τῆς καρδιᾶς. Μαζὶ μ᾿ αὐτὲς καὶ τὰ πρόσωπα. Τὰ πρόσωπα, ποὺ ἀσφαλῶς δίχως αὐτά, μήτε ὁ χῶρος, μήτε ὁ χρόνος μποροῦν νὰ σταθοῦν μέσα σου: θέλουν, βλέπεις, τὶς βακτηρίες τους.
Τὶς μέρες αὐτές, λοιπόν, τὸ χωριὸ εὐωδίαζε ἀπὸ τὸ λιασμένο καὶ ψημμένο δαμασκηνο. Μιὰ γλυκειὰ μοσχοβολιὰ ἀνέβαινε ἀπὸ τοὺς φούρνους ποὺ τὸ ψήνανε, ἀναμικτη εὐωδιὰ μὲ τὸ ρετσίνι τοῦ πέυκου.
Ὅμως καὶ τὰ σπίτια εὐωδιάζανε τὶς μέρες τῆς νηστείας, καθὼς μὲ αὐστηρότητα τὴν διακρατοῦσαν οἱ παλιοὶ καὶ περιμένανε τοῦ Σωτῆρος νὰ γευτοῦν τὸ ψάρι καὶ τῆς Παναϊᾶς τὸ καλὸ τὸ φαΐ. Καὶ περνοῦσαν οἱ μέρες μὲ κύριο ἔδεσμα βραστὸ κολοκύθι, στὸ ὁποῖο προσθεταν γιὰ εὐωδία καὶ νοστιμιά τρυφερὲς κορυφὲς ἀπό μάραθο, ἀλλὰ καὶ καλαμάρια τηγανιτά, ποὺ ἀφθονοῦσαν τότε. Φυσικὰ δὲ λέιπανε καὶ οἱ εὐωδιαστὲς ντομάτες ἀπό τοὺς κήπους στὸ Ρέμα ἤ ἀπό τὸν όνομαστὸ κῆπο τοῦ μπάρμπα Ἀναργυρου στοῦ «Κώστα».
Τοῦ Σωτῆρος,στὶς 6 Αὐγούστου δηλαδή, ποὺ καταλύανε ψάρι τὴν πρώτη θέση εἶχαν στὸ τραπέζι οἱ τηγανιτές ἤ βραστὲς ζαργάνες. Μέχρι νἄρθει ἡ Γιορτή, ὀ φωτεινὸς Δεκαπενταύγουστος, νὰ μοσχοβολήσει τὸ χωριὸ ἀπὸ τὸ κρέας καπαμᾶ, νὰ τιμηθεῖ ἡ ἡμέρα καὶ νὰ χαρεῖ ἐκεῖνος ὁ παιδεμένος κόσμος. Γιατὶ ἡ περίοδος ἐκείνη ἦταν ἀρκετὰ φορτωμένη κι ἔπερεπε νὰ ἐκμεταλλευτοῦν τὶς μέρες καὶ τὰ μαξούλια. Μαξούλια ποὺ φέρνανε τὴ δραχμὴ στὸ σπίτι, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ γιὰ τὸ χειμώνα. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ χωριὸ μοσχοβολοῦσε λιαστὸ καὶ ψημμένο δαμασκηνο, στὰ μπαλκόνια καὶ στὶς πεζοῦλες λιάζονταν ὁ ἄλλος καρπός: τὸ ἀμύγδαλο, ποὺ ἦταν στὸ χαβᾶ του. Κι ὕστερα στὶς «λιάστρες» τὰ σῦκα, τὰ παστάλια, ὅπως τἄλεγε ἡ γιαγιά μου, ἄσπρα καὶ μαῦρα σῦκα, τοποθετημένα πάνω σὲ σπαρτίνες ποὺ τὶς κόβανε τὸν Ἰούνιο καὶ τὶς πατοῦσαν μὲ πέτρες ὥστε νὰ ἰσιάσουν, νὰ γίνουν τὸ δυνατὸ ἐπίπεδες, ὥστε νὰ δεχτοῦν τοὺς καρποὺς ποὺ ἦταν γιὰ λιάσιμο. Μάλιστα, τὰ μισοφαγωμένα ἀπὸ τὰ πουλιὰ ἤ τὰ ζουζουλα σῦκα κι ἐκεῖνα τὰ μάζευαν, τὰ λιάζανε ξεχωριστὰ καὶ τὰ εἶχαν γιὰ τροφὴ τῶν ζώων( μουλαριῶν καὶ γαϊδουριῶν) τὸ χειμώνα. Μὲ λιγα λόγια τίποτε δὲν πήγαινε χαμένο.
Μόνο ποὺ ὅλ᾿ αὐτὰ ἀπομένουν πιὰ μιὰ περασμένη πραγματικότητα, ὡστόσο ποτὲ ξεπερασμένη...
Δεκαπενταύγουστος... Δροσερὴ ἡ παλιά μας ἐκκλησιά, μὲ τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο τὸν Ξανθούλη νὰ κελαϊδάει τὸ «Πεπεοικιλμένη» καὶ τὸ «Αἱ γεννεαὶ αἱ πᾶσαι μακαρίζομέν σε τὴν μόνην Θεοτόκον...»Κι ὕστερα τὸ κέρασμα μὲ τὸ γλυκὸ τὸ βύσινο καὶ τὸ δροσερὸ νερὸ ἀπο τὴ βρύση στὸ πλάτανο...
Κι ἀπὸ τὴν ἀντικρυνὴ τὴ Γλώσσα, ποὺ πανηγυρίζε τὴ μέρα αὐτή, οἱ ἀσίγαστες γιορταστικὲς καμπάνες νὰ γεμίζουν τὴν ψυχὴ αἰσιοδοξία, κατανυξη καὶ εὐλογία. Ποὺ μέχρι σήμερα τὴν κρατοῦμε μέσα μας, φυλαχτὸ πολυτιμότατο, ποὺ δὲν ἐξαργυρώνεται μὲ τίποτε.
Δεκαπενταύγουστος 2014
π. Κων. Ν. Καλλιανός
«Εἶσαι ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκκλήσι δαρμένο
ἀπὸ τὴν ἀντηλιά. Γύρω-γύρω ἀμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές καὶ κάπου κάπου μοναχικὴ
καὶ κάποια ἐλιά. Χρυσοφρυγανισμένα τὰ χορτάρια
ἀχνίζουνε, ἄχυρο πιά• κι' ἀντὶς γι' ἀγγέλους, τὰ τζιτζίκια,
σοῦ κανοναρχοῦνε τὸ κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργὰ
μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα».
Τ.Κ. Παπατσώνης
Δεκαπενταύγουστος λοιπόν, καὶ μέσα μου λυγίζουν ξανὰ μνῆμες καὶ εἰκόνες, ἀνάμικτες μὲ εὐωδιές, ποὺ ἀνοθευτες, ἀπέιραχτες καὶ πάντα συγκινητικὲς ἔχουν σταθεῖ σὲ περίοπτη θέση τῆς καρδιᾶς. Μαζὶ μ᾿ αὐτὲς καὶ τὰ πρόσωπα. Τὰ πρόσωπα, ποὺ ἀσφαλῶς δίχως αὐτά, μήτε ὁ χῶρος, μήτε ὁ χρόνος μποροῦν νὰ σταθοῦν μέσα σου: θέλουν, βλέπεις, τὶς βακτηρίες τους.
Τὶς μέρες αὐτές, λοιπόν, τὸ χωριὸ εὐωδίαζε ἀπὸ τὸ λιασμένο καὶ ψημμένο δαμασκηνο. Μιὰ γλυκειὰ μοσχοβολιὰ ἀνέβαινε ἀπὸ τοὺς φούρνους ποὺ τὸ ψήνανε, ἀναμικτη εὐωδιὰ μὲ τὸ ρετσίνι τοῦ πέυκου.
Ὅμως καὶ τὰ σπίτια εὐωδιάζανε τὶς μέρες τῆς νηστείας, καθὼς μὲ αὐστηρότητα τὴν διακρατοῦσαν οἱ παλιοὶ καὶ περιμένανε τοῦ Σωτῆρος νὰ γευτοῦν τὸ ψάρι καὶ τῆς Παναϊᾶς τὸ καλὸ τὸ φαΐ. Καὶ περνοῦσαν οἱ μέρες μὲ κύριο ἔδεσμα βραστὸ κολοκύθι, στὸ ὁποῖο προσθεταν γιὰ εὐωδία καὶ νοστιμιά τρυφερὲς κορυφὲς ἀπό μάραθο, ἀλλὰ καὶ καλαμάρια τηγανιτά, ποὺ ἀφθονοῦσαν τότε. Φυσικὰ δὲ λέιπανε καὶ οἱ εὐωδιαστὲς ντομάτες ἀπό τοὺς κήπους στὸ Ρέμα ἤ ἀπό τὸν όνομαστὸ κῆπο τοῦ μπάρμπα Ἀναργυρου στοῦ «Κώστα».
Τοῦ Σωτῆρος,στὶς 6 Αὐγούστου δηλαδή, ποὺ καταλύανε ψάρι τὴν πρώτη θέση εἶχαν στὸ τραπέζι οἱ τηγανιτές ἤ βραστὲς ζαργάνες. Μέχρι νἄρθει ἡ Γιορτή, ὀ φωτεινὸς Δεκαπενταύγουστος, νὰ μοσχοβολήσει τὸ χωριὸ ἀπὸ τὸ κρέας καπαμᾶ, νὰ τιμηθεῖ ἡ ἡμέρα καὶ νὰ χαρεῖ ἐκεῖνος ὁ παιδεμένος κόσμος. Γιατὶ ἡ περίοδος ἐκείνη ἦταν ἀρκετὰ φορτωμένη κι ἔπερεπε νὰ ἐκμεταλλευτοῦν τὶς μέρες καὶ τὰ μαξούλια. Μαξούλια ποὺ φέρνανε τὴ δραχμὴ στὸ σπίτι, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ γιὰ τὸ χειμώνα. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ χωριὸ μοσχοβολοῦσε λιαστὸ καὶ ψημμένο δαμασκηνο, στὰ μπαλκόνια καὶ στὶς πεζοῦλες λιάζονταν ὁ ἄλλος καρπός: τὸ ἀμύγδαλο, ποὺ ἦταν στὸ χαβᾶ του. Κι ὕστερα στὶς «λιάστρες» τὰ σῦκα, τὰ παστάλια, ὅπως τἄλεγε ἡ γιαγιά μου, ἄσπρα καὶ μαῦρα σῦκα, τοποθετημένα πάνω σὲ σπαρτίνες ποὺ τὶς κόβανε τὸν Ἰούνιο καὶ τὶς πατοῦσαν μὲ πέτρες ὥστε νὰ ἰσιάσουν, νὰ γίνουν τὸ δυνατὸ ἐπίπεδες, ὥστε νὰ δεχτοῦν τοὺς καρποὺς ποὺ ἦταν γιὰ λιάσιμο. Μάλιστα, τὰ μισοφαγωμένα ἀπὸ τὰ πουλιὰ ἤ τὰ ζουζουλα σῦκα κι ἐκεῖνα τὰ μάζευαν, τὰ λιάζανε ξεχωριστὰ καὶ τὰ εἶχαν γιὰ τροφὴ τῶν ζώων( μουλαριῶν καὶ γαϊδουριῶν) τὸ χειμώνα. Μὲ λιγα λόγια τίποτε δὲν πήγαινε χαμένο.
Μόνο ποὺ ὅλ᾿ αὐτὰ ἀπομένουν πιὰ μιὰ περασμένη πραγματικότητα, ὡστόσο ποτὲ ξεπερασμένη...
Δεκαπενταύγουστος... Δροσερὴ ἡ παλιά μας ἐκκλησιά, μὲ τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο τὸν Ξανθούλη νὰ κελαϊδάει τὸ «Πεπεοικιλμένη» καὶ τὸ «Αἱ γεννεαὶ αἱ πᾶσαι μακαρίζομέν σε τὴν μόνην Θεοτόκον...»Κι ὕστερα τὸ κέρασμα μὲ τὸ γλυκὸ τὸ βύσινο καὶ τὸ δροσερὸ νερὸ ἀπο τὴ βρύση στὸ πλάτανο...
Κι ἀπὸ τὴν ἀντικρυνὴ τὴ Γλώσσα, ποὺ πανηγυρίζε τὴ μέρα αὐτή, οἱ ἀσίγαστες γιορταστικὲς καμπάνες νὰ γεμίζουν τὴν ψυχὴ αἰσιοδοξία, κατανυξη καὶ εὐλογία. Ποὺ μέχρι σήμερα τὴν κρατοῦμε μέσα μας, φυλαχτὸ πολυτιμότατο, ποὺ δὲν ἐξαργυρώνεται μὲ τίποτε.
Δεκαπενταύγουστος 2014
π. Κων. Ν. Καλλιανός
ΣΧΟΛΙΑ