Μνῆμες τῶν παλαιῶν ἡμερῶν τοῦ Ἰουνἰου στό Παλιό τό Κλῆμα Μικρό ἀφιέρωμα σέ Δασκάλους καί παλιούς συμμαθητές Θ εωρ...
Μνῆμες τῶν παλαιῶν ἡμερῶν τοῦ Ἰουνἰου στό Παλιό τό Κλῆμα
Μικρό ἀφιέρωμα σέ Δασκάλους καί παλιούς συμμαθητέςΘεωρῶ χρέος μου νά καταθέσω αὐτές τίς γραμμές, γιά νά ξαναθυμίσω στούς Κληματιανούς κάποιες στιγμές τοῦ χτές, στιγμές χαριέστατες καί εὐλογημένες, τίς ὀποῖες πολλοί θά ἀνακαλέσουν στή μνήμη τους, ὅταν διαβάσουν τὰ παρακάτω. Τό πόσοι θά συγκινηθοῦν δέν ξέρω, γιατί αὐτό πού καταλαβαίνω εἶναι ἕνα: οἱ ρυθμοί τῆς ζωῆς καί ἡ προσπάθεια ν᾿ ἀποτάξουμε τό παρελθόν, ἔχουν μεταβάλλει τούς ἀνθρώπους σέ ἔναγχα ἀνταγωνιστικά ἄτομα, πού ἐπιθυμοῦν μόνο τήν προσωπική τους προβολή καί πολύ λιγότερο, ἤ καθόλου, τήν προβολή καί τήν διατήρηση τῆς μνήμης, τῆς ἱστορίας καὶ τῆς παράδοσης τοῦ τόπου τους.
Ὡστόσο ὑπάρχουν καί κάποιοι πού ἐπιμένουν νά θυμοῦνται καί νά κρατοῦν μέσα τους, ὡσάν ἱερή παρακαταθήκη, Μνῆμες καί Πρόσωπα τοῦ χτές, τά ὀποῖα στέκουν μέσα στὴ βεβαιωμένη αὐτή σύγχρονη Βαβέλ, ὡς μία τίμια καί χαριτωμένη παρένθεση, πού, δυστυχῶς, δέν ἐπιστρέφει πιά... Ὅμως καιρός εἶναι νά κοιτάξουμε κατά κεῖνες τίς μέρες τίς χθεσινές, τότε πού ἀχνόφεγγε τό καλοκαίρι στό παλιό μας τό χωριό.
Ὁ Ἰούνιος ἦταν γιά τούς παλιούς Κληματανιούς ό μῆνας τῆς σύναξης τῶν χορταριῶν γιά τά ζῶα, ἀλλά καί τῆς συλλογῆς τῶν καρπῶν, ὅπως τοῦ κερασιοῦ καί τοῦ βερύκοκου. Ἀκόμα ἀπομένει ἐκείνη ἡ μοσχοβολιά τοῦ κομμένου καί ξεραμένου χορταριοῦ, τό ὁποῖο μάζευαν σέ "μπάλες" καί τό ἀποθήκευαν στίς καλύβες, γιά νά τό ἔχουν πρόχειρο τό χειμώνα καί νά ταΐζουν τά ζῶα. Μιά μοσχοβολιά πού συνοδευόταν ἀπό κείνη ἐπίσης τήν εὐωδία τοῦ φρεσκοκομμένου βερύκοκου ἤ τοῦ κερασιοῦ. Κι ἠ χαρά τῶν παιδιῶν ἦταν ἀναμφίβολα πολύ μεγάλη, γιατί ἐκτός τῶν βερύκοκων πού τρώγανε, στή συνέχεια σπάζανε τά κουκούτσια καί τρώγανε τίς "κοκόσες", τήν ψύχα δηλαδή. Φυσικά, ἀπό μιά μόνο ποικιλία βερύκοκων ἦταν γλυκιά ἡ ψύχα τῶν κουκουτσιῶν. Κι αὐτά ἦταν τά λεγόμενα "καϊσά".
Ὅμως ὁ Ἰούνιος ἐπεφύλασσε στούς παλιούς Κληματιανούς καί ὄψεις ψυχαγωγίας τους ἀπό τούς τότε μαθητές τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, πού ἦταν, τόσο οἱ γυμναστικές ἐπιδείξεις, ὅσο καί ἡ Σχολική Γιορτή τῆς λήξης τῶν μαθημάτων.
Οἱ γυμναστικές ἐπιδείξεις γίνονταν συνήθως μετά τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, τέλη Μαΐου, ἀρχές Ἰουνίου καί πάντα στό Γήπεδο, στόν Ἐλιώνα. Μαζεύονταν δέ τότε ὅλο τό χωριό καί χειροκροτοῦσε τά παιδιά πού ἐπιδείκνυαν τίς ἰκανότητές τους στἀ διάφοα ἀθλήματα. Μάλιστα, πολύ διασκέδαζαν οί Κληματιανοί τόσο μέ τά ἀθλήματα τῆς "τσουβαλοδρομίας", ὅσο καί μέ τό χορό τῶν μικρῶν παιδιῶν τῆς πρώτης, τῆς δευτέρας τάξης. Πάντα στή μνήμη θά ὑπάρχει ἐκείνη ἡ δροσερή δειλινή ὥρα μέ τή φωτεινή ἀτμόσφαιρα πού εἶχε τό Γήπεδο κι ὅλη ἐκείνη ἡ περιοχή. Κι ἔνα γύρω οἱ Κληματιανοί νά κοιτάζουν τά παιδιά τους καί νά χαίρονται τούτη τήν εὐχάριστη παρένθεση πού γλύκαινε κάπως τή βασανισμένη τους ψυχή. Εὐχἀριστη ἦταν ἐπίσης καί ἡ ἀποχώρηση σέ ὥρα ἀπόβραδη, κάπου ἐκεῖ πού σιμώνει ἡ νύχτα, ὄταν ὅλοι εὔχονταν ἀπό καρδιᾶς: καί τοῦ χρόνου. Μόνο πού ἦρθε μιά χρονιά καί σταμάτησαν αὐτές οἱ ὄμορφες καί λιτές ἐκδηλώσεις.... Ἡ ζωή, βλέπετε, ἄλλαζε· μαζί της καὶ τό Κλῆμα...
Οἱ ἐξετάσεις, κάπου στό τέλος τοῦ Ἰουνίου, ἦταν μιά γιορτή, πραγματική γιορτή, λήξης τοῦ Σχολικοῦ ἔτους. Γίνονταν πάντα Κυριακή, κατά τό ἀπόβραδο, στό προαύλιο τοῦ Σχολείου, ὅπου μαζεύονταν ὄλο σχεδόν τό χωριό, γιά νά καμαρώσει τά παιδιά πού θά λέγανε τά ποιήματα ἤ θά παίζανε στά μικρά θεατρικά, κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τῶν Δασκάλων. Πόσο νοσταλγικά ἀπομένουν στή μνήμη ὅλων μας ἐκεῖνα τά δροσερά ἀπόβραδα τῶν Σχολικῶν ἐξετάσεων, ὅταν μορφοντυμένα τά παιδιά λέγανε τά ποιήματα ἤ παίζανε κάποιους μικρούς ρόλους σέ "σκέτς", δηλαδή σέ μικρά θεατρικά ἔργα. Στήνονταν μιά σκηνή ἁπλῆ, μέ κιλίμια στρωμμένη κι ἀπό κεῖ τά παιδιά λέγανε τό ποίημά τους. Πολύ συγκινητικό μάλιστα ἦταν γιά παιδια τῆς ἕκτης, πού ἄν καί ὅλο τό χρόνο λέγανε, "πότε νά τελειώσω, νά φύγω", αύτές τίς στιγμές ἦταν παραπονεμένα καί λυπημένα. Τό ἔδειχναν δέ περισσότερο αὐτό τήν ἄλλη μέρα, ὅταν ἔπαιρναν τό ἀπολυτήριο κι ἄκουγαν ἀπό τούς Δασκάλους τίς στερνές συμβουλές. Αὐτὲς ποὺ θὰ κρατοῦσαν, ἄν ἤθελαν, παρακαταθήκη γιὰ μιὰ ζωή...
Ἡ Δευτέρα, μετά τό μικρό πανηγύρι τῶν ἐξετάσεων, ἦταν ἡ μέρα τῆς ἀπόδοσης τῶν ἐνδεικτικῶν καί τῶν ἀπολυτηρίων στούς μαθητές. Γινόταν δέ μέ ἐπίσημο τρόπο καί μέσα σέ κλίμα ἀγωνίας, χαρᾶς καί συγκίνησης
Ἡ ἀγωνία σχετιζόταν μέ τή βαθμολογία πού θά ἔπαιρναν τά παιδιά. Γιατί ἔπρεπε νά ἀνακουφιστοῦν κι οἱ γονεῖς, ἀλλιῶς, τί τά περίμενε! Ἡ χαρά πάλι ἦταν γιά τήν καλοκαιρινή τὴν ξεγνοιασιά, πού οὐσιαστικά δέν ἦταν καθόλου ξεγνοιασιά. γιατί ὅλα σχεδόν τά παιδιά βοηθούσαμε τούς δικούς μας στίς ἀγροτικές δουλιές, ὅπως τή σύναξη τών καρπῶν, τό θάμνεμα, ἀκόμα καί τό νά πηγαίνουμε στή βρύση νά φέρνουμε κρύο νερό. Ὅμως ἐκεῖ πού τό στοιχεῖο τῆς συγκίνησης ἔφτανε στό κατακόρυφο ἦταν, ὅταν τά παιδιά τῆς ἔκτης πάιρνανε τό ἀπολυτήριο.
Άφοῦ λοιπόν μοίραζε ὁ δάσκαλος τά ἀπολυτήρια στή συνέχεια ἔλεγε καί τά ἀποχαιρετιστήρια λόγια του, τίς τελευταῖες συμβουλές, γιά χρηστοήθεια, καλωσύνη καί τιμιότητα, ἀρετές πού ὀφείλουν νά δειξουν τά παιδιά στή ζωή τους πού τότε ἄρχιζε. Γιατί τά περισσότερα τά παιδιά ἄρχιζαν ἀμέσως νά μπαίνουν στή βιοπάλη, ἐνῶ πολύ ἐλάχιστα ἀκολουθοῦσαν τό δρόμο γιά τό Γυμνάσιο. Ἄκουγες τότε τά παιδιά νά κλαῖνε μέ ἀναφιλητά, γιατί αὐτό πού μέχρι χθές ζούσανε στὴ σχολική ξεγνοιασιά, πέρναγε πιά ὁριστικά... Παρ᾿ ὅλες τίς γκρίνιες καί τήν ἀναμονή νά τελειώσει τό Σχολεῖο, νά φύγουν καί νά τά παρατήσουν ὅλα, χαρτιά βιβλία καί Δασκάλους. Ὅμως ἐκείνη ἡ τελευταία ήμέρα τά διέψευδε πάντα. Γιατί αὐτό πού τελειώνει δέν ξανάρχεται, πολύ περισσότερο ὁ εὐλογημένος καί όνειρεμένος καιρός τῆς παιδικῆς μας ἡλικίας....
π.Κων. Ν. Καλλιανός
ΣΧΟΛΙΑ