Τὴν Τρίτη τῆς Διακαινισήμου, παραμονὴ τοῦ ἄλλου ἐφόρου τῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τῆς Ἁγιοφόρου νήσου Σκοπέλου, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ...
Τὴν Τρίτη τῆς Διακαινισήμου, παραμονὴ τοῦ ἄλλου ἐφόρου τῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τῆς Ἁγιοφόρου νήσου Σκοπέλου, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ἐκοιμήθη μέσα στὴν Πασχάλιο χαρμολύπη καὶ μὲ ἀναμμένη( ἀπὸ χρόνων ἰκανῶν) τὴν λαμπάδα τῆς ἑτοίμης καὶ φρονίμου Παρθένου, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ εὐτελῆ πρὸς τὰ θυμηδέστερα καὶ θεοφιλῆ σκηνώματα, ἡ ἐνάρετος καὶ σεμνοτάτη Μοναχὴ Ματρώνα, τῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου ἱστορικῆς Μονῆς συμμονάστρια καὶ ἀδελφή.
Ἀνεχώρησε σὲ ἠλικία ὀγδοήκοντα καὶ τεσσάρων ἐτῶν, ἡ καταγομένη ἀπὸ τὸ λεγόμενο μέχρι τῆς σήμερον Καπακλὶ τοῦ Βόλου, εὐλαβὴς Δέσποινα Ἰωάννου, ἡ ὁποία ἔμεινε ὀρφανὴ πατρὸς ἀπὸ τὰ πρὸ τοῦ Πολέμου ἔτη καὶ στὴ συνέχεια ὀρφανὴ μητρός, ἀφοῦ ἡ κατὰ σάρκα μητέρα της, καπνεργάτρια τότε στὸ ἐργοστάσιο τοῦ Ματσάγγου, στὸ Βόλο, ἐξετελέσθη ἀπὸ τὶς Κατοχικὲς δυνάμεις τῶν Γερμανῶν.
Τὴν περιέθλαψε ὅμως ὁ καλὸς ἒφημέριος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Βόλου π. Ἀνδρέας Βαρβιτσιώτης καὶ ἐφρόντισε τὴν μικρὴ Ἰωάννα, ὡς ἄλλος γονέας. Παράλληλα τὴ συνέδραμε καὶ πνευματικά, ὥστε νὰ ἀνατραφεῖ, «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (
Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ π. Ἀνδρέα ἀπό τὴν Μεταμόρφωση τὴν πνευματικὴ πατρότητα ἀνέλαβε ὁ ἐν τῆς Ἁγιοτόκου Εὐρυτανίας π. Δημήτριος Οἰκονόμου, έφημέριος καὶ αὐτὸς τῆς Μεταμορφώσεως.
Ἡ ἀγαθὴ καὶ σεμνοτάτη Ἰωάννα γνωρίστηκε μὲ ἄλλες πνευματικές της ἀδελφές, μία τῶν ὀποίων ἦταν καὶ ἡ Μαρία Σδούγκου, μετέπειτα ἡγουμένη τῆς Μονῆς τοῦ Τ. Προδρόμου. Ἔτσι, μὲ τὴν προτροπὴ καὶ εὐλογία τοῦ καλοῦ παπα-Δημητρίου στὶς ἀρχὲς τοῦ 1950 ἀναχωροῦν γιὰ τὴ Σκόπελο καὶ μετ᾿ ὀλίγον κείρονται μοναχὲς ἀπό τὸν πολιὸ καὶ μὲ ἐμφανῆ πνευματικὴ ἀκτινοβολία στὴ Σκόπέλο κι ὄχι μόνο, Γέροντα Προκόπιο Μακρυγιάννη, πνευμετικὸ ὁδηγὸ τῆς ἄλλης γεραρᾶς καὶ ἱστορικῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Καὶ ἡ μὲν Ἰωάννα ὀνομάζεται Ματρώνα, ἡ δὲ Μαρία, Ξένη εἰς τιμὴν τῆς ἀξιοσεβάστου Ξένης Μοναχῆς Γαλατσανου, πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ ἀγίου Γέροντος Σωφρονίου ἱεορομονάχου, Κεχαγιόγλου.
Διακόνημα τῆς μοναχῆς Ματρώνας ἦταν ἡ γιὰ πλεκτομηχανῆς, τὴν ὁποία ἄριστα ἐγνώριζε, ἡ κατασκευὴ διαφόρων ἐργοχείρων, κυρίως μαλλίνων («κασκόλ», φανελῶν, «πουλόβερ», γαντιῶν κ.λ.π.
Ὅμως ἡ μεγίστη αὐτῆς ἀρετὴ ἦταν ἡ εὐπροσήγορος καὶ ἀγόγγυστος προθυμία της στὸ νὰ διακονεῖ. Καί, μάλιστα, μὲ ἀπαράμιλλη εὐγένεια καὶ ἦθος ποὺ σπανιζει σήμερα. Οὐδέποτε ἐδέχθη ἐπισκέπτη συνοφρυομένη καὶ μὲ ἀπροθυμία, ἀλλὰ μὲ χαμόγελο κι ἕνα καλὸ λόγο, ποὺ δὲν εἶχε κανένα ἴχνος φαρισαϊσμοῦ καὶ προσποιήσεως.
Ὅταν δὲ συναντοῦσε κάποιο κληρικό, ὅποιας βαθμίδος, τὸν παρακαλοῦσε νὰ εὔχεται. Καὶ τὸ ἐννοοῦσε αὐτό. Ἐπίσης, ὅταν κοινωνοῦσε, προσερχόταν μὲ μεγαλη εὐλάβεια ψυθιρίζοντας τό, «Τοῦ Δείπνου Σου τοῦ Μυστικοῦ...».
Καρτερικὰ ὑπέμεινε τὴν κάθε της δοκιμασία - ἦταν μὲ μισὸ πνεύμονα, ἡ ἄρθρωση τοῦ ἑνὸς ποδιοῦ κατεστραμμένη καὶ τὸ κυριώτερο, ἔβλεπε ἐλάχιστα, γιατὶ ἡ ὅρασή της εἶχε σημανικὰ μειωθεῖ.
Ὅταν βρέθηκε στὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Βόλου, ἕνα μῆνα περίπου πρὶν τὴν κοίμησή της, ἔλεγε ἀπὸ στήθους τοὺς Χαιρετισμοὺς καὶ τὴν Παράκληση στὴν Παναγία Μητέρα της ποὺ τὴ συντρόφεψε, μαζὶ μὲ τὸν Ἔφορο τῆς Μονῆς της, τὸν Τίμιο Πρόδρομο, μέχρι ἐσχατιὲς τοῦ βίου της. Καὶ μάλιστα, κατὰ τὴν περίοδο τῆς νοσηλείας της στὸ Βόλο, ἐξέπληξε τοὺς γύρω της, ἀσθενεῖς καὶ μὴ μὲ τὴν εὐλάβειά της καὶ τὴν ἁγιότητα ποὺ ἀπέπνεε.
Ἀπὸ τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου τὸ μεσημέρι ἄρχισε τὸ ταξίδι της γιὰ τὴν αἰωνιότητα, γιὰ τὸν Κύριο τῆς Δόξης, τὸν Ἀναστάντα Κύριο, γιατὶ ὑπῆρξε συνειδητὴ Νύμφη Χριστοῦ, εὐλογημένη Μοναχή, τέκνο ὑπακοῆς καὶ ἃγιασμένη Μορφὴ: ἀπὸ τὶς Μορφὲς δηλαδὴ ποὺ δύσκολα λησμονεῖς.
Ἐτἀφη δὲ δίπλα στὴ πρὸ ἑνὸς περίπου μηνὸς μεταστᾶσα πνευματική της ἀδελφὴ καὶ συμμονάστρια, τὴν Γερόντισσα Σωφρονία, ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὸ Κοιμητήριο τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου, ἐκεῖ ποὺ ἀναπαύονται δεκάδες ψυχῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Μητέρων.
Ἄς εὔχεται καὶ γιὰ μᾶς ἡ θεοπειθὴς αὐτὴ Γεροντισσα καὶ τρισευλογημένη .
( Τὶς πληροφορίες ἀντλήσαμε ἀπὸ τὸν ἐπικήδειο ποὺ ἐξεφώνησε ὁ π.Νικόλαος Κασσανδριανός, πρωτοπρεσβύτερος καὶ Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος Σκοπέλου-Ἁλοννήσου, ὁ ὁποῖος καὶ ἐξεπροσώπησε τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδος,Ἰστιάιας καὶ Βορείων Σποράδων κ. Χρυσόστομον) π.κ.
Υ. Γ. Τὴν ὥρα τῆς Κηδείας εἶχε ἁπλωθεῖ,μέσα καὶ ἔξω στὴ Μονὴ μιὰ καταχνιά, ποὺ θύμιζε χειμωνιάτικο καιρό, κι ἄς ἦταν ἄνοιξη.
Νὰ ἦταν, ἄραγε, τὸ νέφος τῶν ὁσίων Πατέρων καὶ Μητέρων ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἀσκήθηκαν στὸ ἱερὸ τοῦτο καθίδρυμα, καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα παρίσταντο στὴν Ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς πνευματικῆς τους ἀδελφῆς;
Ἀνεχώρησε σὲ ἠλικία ὀγδοήκοντα καὶ τεσσάρων ἐτῶν, ἡ καταγομένη ἀπὸ τὸ λεγόμενο μέχρι τῆς σήμερον Καπακλὶ τοῦ Βόλου, εὐλαβὴς Δέσποινα Ἰωάννου, ἡ ὁποία ἔμεινε ὀρφανὴ πατρὸς ἀπὸ τὰ πρὸ τοῦ Πολέμου ἔτη καὶ στὴ συνέχεια ὀρφανὴ μητρός, ἀφοῦ ἡ κατὰ σάρκα μητέρα της, καπνεργάτρια τότε στὸ ἐργοστάσιο τοῦ Ματσάγγου, στὸ Βόλο, ἐξετελέσθη ἀπὸ τὶς Κατοχικὲς δυνάμεις τῶν Γερμανῶν.
Τὴν περιέθλαψε ὅμως ὁ καλὸς ἒφημέριος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Βόλου π. Ἀνδρέας Βαρβιτσιώτης καὶ ἐφρόντισε τὴν μικρὴ Ἰωάννα, ὡς ἄλλος γονέας. Παράλληλα τὴ συνέδραμε καὶ πνευματικά, ὥστε νὰ ἀνατραφεῖ, «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (
Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ π. Ἀνδρέα ἀπό τὴν Μεταμόρφωση τὴν πνευματικὴ πατρότητα ἀνέλαβε ὁ ἐν τῆς Ἁγιοτόκου Εὐρυτανίας π. Δημήτριος Οἰκονόμου, έφημέριος καὶ αὐτὸς τῆς Μεταμορφώσεως.
Ἡ ἀγαθὴ καὶ σεμνοτάτη Ἰωάννα γνωρίστηκε μὲ ἄλλες πνευματικές της ἀδελφές, μία τῶν ὀποίων ἦταν καὶ ἡ Μαρία Σδούγκου, μετέπειτα ἡγουμένη τῆς Μονῆς τοῦ Τ. Προδρόμου. Ἔτσι, μὲ τὴν προτροπὴ καὶ εὐλογία τοῦ καλοῦ παπα-Δημητρίου στὶς ἀρχὲς τοῦ 1950 ἀναχωροῦν γιὰ τὴ Σκόπελο καὶ μετ᾿ ὀλίγον κείρονται μοναχὲς ἀπό τὸν πολιὸ καὶ μὲ ἐμφανῆ πνευματικὴ ἀκτινοβολία στὴ Σκόπέλο κι ὄχι μόνο, Γέροντα Προκόπιο Μακρυγιάννη, πνευμετικὸ ὁδηγὸ τῆς ἄλλης γεραρᾶς καὶ ἱστορικῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Καὶ ἡ μὲν Ἰωάννα ὀνομάζεται Ματρώνα, ἡ δὲ Μαρία, Ξένη εἰς τιμὴν τῆς ἀξιοσεβάστου Ξένης Μοναχῆς Γαλατσανου, πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ ἀγίου Γέροντος Σωφρονίου ἱεορομονάχου, Κεχαγιόγλου.
Διακόνημα τῆς μοναχῆς Ματρώνας ἦταν ἡ γιὰ πλεκτομηχανῆς, τὴν ὁποία ἄριστα ἐγνώριζε, ἡ κατασκευὴ διαφόρων ἐργοχείρων, κυρίως μαλλίνων («κασκόλ», φανελῶν, «πουλόβερ», γαντιῶν κ.λ.π.
Ὅμως ἡ μεγίστη αὐτῆς ἀρετὴ ἦταν ἡ εὐπροσήγορος καὶ ἀγόγγυστος προθυμία της στὸ νὰ διακονεῖ. Καί, μάλιστα, μὲ ἀπαράμιλλη εὐγένεια καὶ ἦθος ποὺ σπανιζει σήμερα. Οὐδέποτε ἐδέχθη ἐπισκέπτη συνοφρυομένη καὶ μὲ ἀπροθυμία, ἀλλὰ μὲ χαμόγελο κι ἕνα καλὸ λόγο, ποὺ δὲν εἶχε κανένα ἴχνος φαρισαϊσμοῦ καὶ προσποιήσεως.
Ὅταν δὲ συναντοῦσε κάποιο κληρικό, ὅποιας βαθμίδος, τὸν παρακαλοῦσε νὰ εὔχεται. Καὶ τὸ ἐννοοῦσε αὐτό. Ἐπίσης, ὅταν κοινωνοῦσε, προσερχόταν μὲ μεγαλη εὐλάβεια ψυθιρίζοντας τό, «Τοῦ Δείπνου Σου τοῦ Μυστικοῦ...».
Καρτερικὰ ὑπέμεινε τὴν κάθε της δοκιμασία - ἦταν μὲ μισὸ πνεύμονα, ἡ ἄρθρωση τοῦ ἑνὸς ποδιοῦ κατεστραμμένη καὶ τὸ κυριώτερο, ἔβλεπε ἐλάχιστα, γιατὶ ἡ ὅρασή της εἶχε σημανικὰ μειωθεῖ.
Ὅταν βρέθηκε στὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Βόλου, ἕνα μῆνα περίπου πρὶν τὴν κοίμησή της, ἔλεγε ἀπὸ στήθους τοὺς Χαιρετισμοὺς καὶ τὴν Παράκληση στὴν Παναγία Μητέρα της ποὺ τὴ συντρόφεψε, μαζὶ μὲ τὸν Ἔφορο τῆς Μονῆς της, τὸν Τίμιο Πρόδρομο, μέχρι ἐσχατιὲς τοῦ βίου της. Καὶ μάλιστα, κατὰ τὴν περίοδο τῆς νοσηλείας της στὸ Βόλο, ἐξέπληξε τοὺς γύρω της, ἀσθενεῖς καὶ μὴ μὲ τὴν εὐλάβειά της καὶ τὴν ἁγιότητα ποὺ ἀπέπνεε.
Ἀπὸ τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου τὸ μεσημέρι ἄρχισε τὸ ταξίδι της γιὰ τὴν αἰωνιότητα, γιὰ τὸν Κύριο τῆς Δόξης, τὸν Ἀναστάντα Κύριο, γιατὶ ὑπῆρξε συνειδητὴ Νύμφη Χριστοῦ, εὐλογημένη Μοναχή, τέκνο ὑπακοῆς καὶ ἃγιασμένη Μορφὴ: ἀπὸ τὶς Μορφὲς δηλαδὴ ποὺ δύσκολα λησμονεῖς.
Ἐτἀφη δὲ δίπλα στὴ πρὸ ἑνὸς περίπου μηνὸς μεταστᾶσα πνευματική της ἀδελφὴ καὶ συμμονάστρια, τὴν Γερόντισσα Σωφρονία, ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὸ Κοιμητήριο τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου, ἐκεῖ ποὺ ἀναπαύονται δεκάδες ψυχῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Μητέρων.
Ἄς εὔχεται καὶ γιὰ μᾶς ἡ θεοπειθὴς αὐτὴ Γεροντισσα καὶ τρισευλογημένη .
( Τὶς πληροφορίες ἀντλήσαμε ἀπὸ τὸν ἐπικήδειο ποὺ ἐξεφώνησε ὁ π.Νικόλαος Κασσανδριανός, πρωτοπρεσβύτερος καὶ Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος Σκοπέλου-Ἁλοννήσου, ὁ ὁποῖος καὶ ἐξεπροσώπησε τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδος,Ἰστιάιας καὶ Βορείων Σποράδων κ. Χρυσόστομον) π.κ.
Υ. Γ. Τὴν ὥρα τῆς Κηδείας εἶχε ἁπλωθεῖ,μέσα καὶ ἔξω στὴ Μονὴ μιὰ καταχνιά, ποὺ θύμιζε χειμωνιάτικο καιρό, κι ἄς ἦταν ἄνοιξη.
Νὰ ἦταν, ἄραγε, τὸ νέφος τῶν ὁσίων Πατέρων καὶ Μητέρων ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἀσκήθηκαν στὸ ἱερὸ τοῦτο καθίδρυμα, καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα παρίσταντο στὴν Ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς πνευματικῆς τους ἀδελφῆς;
ΣΧΟΛΙΑ