Χρόνια πολλά στους απανταχού Γλωσσώτες και όχι μόνο! Και μιας και η περίοδος που θ' ακολουθήσει είναι γεμάτη τραγούδι, κέφι και χορό, εί...
Και μιας και η περίοδος που θ' ακολουθήσει είναι γεμάτη τραγούδι, κέφι και χορό, είπαμε να κάνουμε κι εμείς ένα αφιέρωμα σε τί άλλο; Στα τραγούδια που ακούγονταν καθημερινά σε κάθε σπίτι του τόπου μας. Τραγούδια που μιλούν για τις χαρές και τις λύπες της ζωής. Και είναι τόσα πολλά! Αχείλη μου μελαχρινό, όταν περνάς γιατί, το ναυτόπουλο,η Σούσα,αλλά και εκείνα που
λέγονται χωρίς ντροπή και αναστολές. Εμείς ανοίξαμε το μπαούλο των αναμνήσεων και με τη βοήθεια του μπάρμπα-Τζίμη του Διομή,ξεκινάμε το χορό.Άντε και καλή Αποκριά!
Ένα το λέγει η λυγερή
- Δυνάσαι ότι κι αν σου πω απάντηση να δώσεις;Από το ένα ως το εκατό χωρίς να τα λαθώσεις;
- Δυνάμαι ότι κι αν μου πεις απάντηση να δώσω κι από το ένα ως τα εκατό χωρίς να τα λαθώσω!Ένα το λέγει η λυγερή κι ο νιος απολογιέται.
- Μια σ'είδα, μια σ'αγάπησα,μα εσύ το νου μου πήρες, ψηλό,λιγνό μου γιασεμί και πού μου τον επήγες;
- Δυο μάτια έχεις στο πρόσωπο,πολλές καρδιές μαραίνεις κι όταν θα σμίξουμε τα δυο δε μας απαντηχαίνεις.
- Άγια Τριάδα κάνε την, την κόρη να θελήσει, να μου το δώσει το φιλί χωρίς να ξεψυχήσει. Τέσσεροκάντηνος σταυρός κρέμεται στο λαιμό της,όλοι φιλούνε το σταυρό και γω το μάγουλό της.
- Πέντε μαχαίρια ακόνισα στου μαχαιρά τ' ακόνι και στην καρδιά μου τα μπηξα να μου διαβούν οι πόνοι. Εξώστηκα στα μάτια σου,ώσπου να σ'αγαπήσω και τώρα που σ'αγάπησα πώς να σε λησμονήσω;
- Εφτά βδομάδες έκανα κόρη να σου μιλήσω, γιατί ήτανε σαρακοστή να μη σε αμαρτήσω.
- Οκτώ τ' Οκτώβρη το πουλί που κελαϊδεί και λέει,κάποιος αγάπη έχασε και κάθεται και κλαίει.
- Εννοιάστικα στα κάλη σου,κόρη μ'στην στην εμορφιά σου,στ'αγγελικό σου το κορμί και στην περπατησιά σου. Δεκάτισε τα λόγια σου,λέγε τα δέκα δέκα κι ώσπου να πάω στα εκατό,σε παίρνω για γυναίκα.
- Είκοσι μήλα σου 'στειλα,δεμένα στο μαντήλι και κάτσες και ζωγράφισες τα ρόδινά σου χείλη.
- Τριανταφυλλιές εφύτεψα μέσα στα σωθικά μου κι αντί νερό τις πότιζα αίμα από την καρδιά μου.
- Σαράντα βρύσες κι αν χυθούν,μες σ'εκατό λαγκάδια,δε μου τη σβήνουν τη φωτιά πούχω στα φυλλοκάρδια .
- Βρύση πεντουλοκάνουλη, νερό μου κρυσταλλένιο, αγγελικό μου πρόσωπο γιατί είσαι μαραμένο;
- Εξηνταβέργινο κλουβί,μου φτιάξαν οι γονείς μου και μέσα με κλειδώσανε για χάρη σου πουλί μου!
- Βδομήντα κάτεργοι έρχονται,απ' εδώ κι απ'άλλη Χώρα και κάνουν τον αγιασμό και δράμανε την ώρα.
- Ογδόντα οργιές την έσκαψα τη γη με το βελόνι, να βρω τ'αθάνατο νερό να πιει το χελιδόνι.
- Μες σ'εννενήντα εκκλησιές, θα μπώ να προσκηνήσω τη νιότη μου στα χέρια σου θα τηνε αναλύσω.
- Εκατό καλόγυρ' κάθονται, απάνω σ'ένα πεύκο,τρώνε το μήνα κάστανο,το χρόνο λεπτοκάρυ και κάμουν τον αγιασμό για τη δική σου χάρη.Σώθκι του τραγούδι μας,κριμάσκι του γαϊδούρι μας!
- αφήγηση: (Δημήτρης Διομής)
Όταν ήμουνα μικρή και παιχνιδιάρα
Όταν ήμουνα μικρή και παιχνιδιάρα, πέρασ' από το σπίτι μας ενάς με την κιθάρα.
Μου κάνει νόημα καλέ, πως θε να μου μιλήσει, μου λένε τα χειλάκια του πως μ' εχει αγαπήσει.
Εγώ μικρή κι αν ήμουνα αμέσως του το είπα, αγόρι μου είμαι φτωχή εγώ δεν έχω προίκα!
Δεν πέρασε πολύς καιρός που χαμε την αγάπη,τον ρώτησα στο σπίτι μας ποιά μέρα θέλει να΄ρθει.
Κι εκείνος μου αποκρίθηκε με την αδιαφορία,θα σ' έπαιρνα κορίτσι μου αν ήσουνα πλουσία!
Καλέ τί κόσμος ειν' αυτός, τί σφαίρα είναι τούτη; Να μη νικάει ο έρωτας μον' να νικούν τα πλούτη;
Εις το μπαξέ μια φορά
Εις το μπαξέ μια φορά, καθόμουνα με τη χαρά
και τα άνθη θεωρούσα κι όλο με αυτά περνούσα.
Μα των ανθών η μυρωδιά, δε μου ευφραίνει την καρδιά
τα λουλούδια δε μ' ευφραίνουν, μάλιστα και με πικραίνουν.
Γιατί αγαπώ ένα πουλί κι είναι ο πόθος μου εκεί
αχ κοντά στη γειτονιά μου και μαραίνεται η καρδιά μου.
Και λέω με τη συλλογή, να γίνω ένα μικρό πουλί
και να τρέξω να το φτάσω και μαζί του να πετάξω.
Και να το πάρω να διαβώ μέσα στα δάση μοναχό
μες τα έρημα τα δάση και ο κόσμος ας μας χάσει.
Και να γυρεύουν το πουλί, μα εκείνο σε χρυσό κλουβί
τότε θά μαστε τα δυο μας να περνούμε τον καιρό μας!
ΣΧΟΛΙΑ