Ζωγράφος Α. Σιδέρης « Τάριρι κι γρούτσου γρούτσου .... Ανέβηκα στην κουκναριά κι αγνάντεψα του Βόλου......
« Τάριρι κι γρούτσου γρούτσου .... Ανέβηκα στην κουκναριά κι αγνάντεψα του Βόλου...» Η συνέχεια δική σας...
Εμ! Στην καρδιά της Αποκριάς βρισκόμαστε! Τί, θα ξεχάσουμε τα τραγούδια που έκαναν τα μάγουλα να κοκκινίζουν και τα μάτια να χαμηλώνουν, πάντα χωρίς πονηριά, γιατί χωρατό ήταν βρεαδερφέ, χωρατό για να σκορπίσει γύρω μας την ευθυμία και ν’ ανθίζει το χαμόγελο στα χείλη μας. Και πόσο στ’ αλήθεια, χρειαζόμαστε όλοι αυτό το χαμόγελο...
Μέρες λοιπόν που είναι, θυμήθηκα με άφατη νοσταλγία το θείο Ζωγράφο, που τα τραγουδούσε αυτά, χωρίς φόβο και πάθος, αφήνοντας κι αυτός το στίγμα του στην κοινωνία της Γλώσσας, λόγω του
‘αμίμητου ταλέντου του, αλλά και του γνήσιου χαρακτήρα του: χαρακτήρα ανοιχτού ανθρώπου, με τα αστεία και την χαρούμενη διάθεση, που σκόρπιζε αισιοδοξία και χαρά, αλλά και δεν έθιγε κανένα. Αθώα χρόνια, αθώοι και οικείοι οι άνθρωποι, αθώα και τα αστεία τους. Όπως του συγχωρεμένου θείου Ζωγράφου, που ήταν το πέμπτο, από τα έξι παιδιά του Αγάλου και της Ελένης Σιδέρη. Σε αντίθεση με τα αδέρφια του, που λάτρεψαν τη θάλασσα και της αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, ο Ζωγράφος, προτίμησε να γίνει ράφτης, αφού η θέα και μόνο της θάλασσας του προκαλούσε απίστευτη ναυτία. Έμεινε δίπλα στη μητέρα του και την υπηρέτησε, χωρίς να κάνει οικογένεια. Όμως δεν ένοιωσε ποτέ του τη μοναξιά, αφού ήταν αγαπητός από άντρες και γυναίκες του χωριού.Ο απλός του χαρακτήρας σε συνδυασμό με τις μοναδικές καλλιτεχνικές και μαγειρικές του ικανότητες, γίνονταν η αφορμή, ώστε να τον καλούν συχνά οι νοικοκυρές στα σπίτια τους, πότε για να τους ''κεντήσει''τα ρυζόγαλα με κανέλα, άλλοτε να τους φτιάξει τις μοναδικές τηγανίτες, τις « κατσαρές ή αγκαθωτές» - που τις ετοίμαζε πάντα με κείνα τα ''ειδικά πιρούνια'' που κουβαλούσε μαζί του- , αλλά και να τους βγάλει με απίστευτη ευκολία « του σκέδιου» για τα κοφτά κεντήματα. Και, σα να μην έφταναν αυτά, έπρεπε μαζί με τα εργόχειρα, να υπάρχει κι η ανάλογη εύθυμη ατμόσφαιρα, που τη δημιουργούσε με τα αστεία του, αλλά και η απαραίτητη διασκέδαση, αφού μετά το καφεδάκι που του πρόσφεραν, τους έλεγε ''δήθεν'' το φλιτζάνι με το δικό του, μοναδικό, μπριόζικο κι αμίμητο τρόπο. « Αρή, τί βλέπου!!! Γράμμα θα πάρ’ ς... Αντι, κι καλά σχαρίκια» κ.α
Αν πεις τα προξενιά; Η καλύτερή του! Έτσι και δεν έκλεινε αυτός τις παντρειές, ήταν σκέτη μελαγχολία...» Ακούς αρή, να μ’ κλείσνει ντ΄πόρτα!»
Ελάττωμα, είχε άραγε; Η οικειότητα και η αθωότητά του να μη χτυπάει τις πόρτες, αλλά να κοιτάζει από τα παράθυρα,κολλώντας μάλιστα το πρόσωπό του σαν βεντούζα στο τζάμι, ήταν το « ελάττωμά»του, πράγμα που πολλές φορές έφερνε σε δύσκολη θέση τους σπιτονοικοκύρηδες ,ειδικά αν τους πετύχαινε σε στιγμές ...προσωπικές! Κανείς όμως δεν του κράταγε κακία, γιατί όλοι ήξεραν πόσο δοτικός ήταν στις φιλίες του! Οι σουπιέρες, πάντα γεμάτες για τα σπίτια που σύχναζε και δεν ήταν και λίγα!
Όταν άνοιγε το Τριώδιο, έφτιαχνε για όλους, συγγενείς και φίλους, κολοκυθόπιτες. Την Κυριακή πάλι της Αποκριάς, μαγείρευε το κρέας το κοκκινιστό με τα μακαρόνια. Της Τυρινής έφτιαχνε τις μυρωδάτες τυρόπιτες, τα αμίμητα εκείνα « στριφτάρια» και « τ’. Αη Θουδώρ», ευωδιαστούς ταραμοκεφτέδες (τηγάνιζε πάνω από τριακόσιους ).! Επάνω στο τραπέζι, αράδιαζε τις πιατέλες κι ύστερα άρχιζε τη διανομή.
Τον αποκαλούσαν ''καθηγητή'' στα λεγόμενα « πιρπάσκα» αποκριάτικα τραγούδια και δικαιολογημένα. Ο τρόπος που τα έλεγε,σε συνδυασμό με την μοναδικότητα της ηθοποιίας που ξεχείλιζε από μέσα του, έκανε μικρούς και μεγάλους να μη μπορούν να συγκρατηθούν από τα γέλια. Κι εδώ πρέπει να πούμε ότι τα « πιρπάσκα», λέγονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασκεδάζουν κι όχι να θίγουν, γιατί δεν είχαν ίχνος πρόκλησης η προστυχιάς.
Όταν δε ξεκινούσαν οι χοροί με τα « βντόματα» , τον πλησίαζαν με νάζι οι ανιψιές του και του ζητούσαν να ανοίξει το σπίτι του, αφού και μεγάλο ήταν και με πάτωμα ευρύχωρο, το παλιό « αβέρτο» δηλαδή, για να χορέψουν με τις φίλες τους. Η απάντηση ήταν πάντα όχι, αφού ήθελε τα παρακάλια του και την υπόσχεση ότι μετά θα τον βοηθήσουν στο καθάρισμα! Πάντα όμως το ετοίμαζε και στηνόταν τρικούβερτος χορός! Ο ίδιος χαιρόταν, με το να είναι κλεισμένος στην κουζίνα και να ετοιμάζει κάθε λογής μεζέδες, γιατί αυτή ήταν η ευχαρίστησή του: να προσφέρει.. Την άλλη μέρα; Όλες εξαφανισμένες!!!Πονούσαν τα πόδια τους από το χορό,με αποτέλεσμα να καθαρίζει μόνος του...Και κάθε χρόνο... ο ίδιος διάλογος... με τα ίδια αποτελέσματα!
Όχι, δε θύμωνε. Δεν ήταν βλέπεις του χαρακτήρα του να θυμώνει, αλλά να σκορπά το κέφι και τη χαρά! Αυτά πού βίωνε, αυτά που άφησε παρακαταθήκη να τον θυμούνται.
'' Έφυγε'' το 1988, αλλά δε λησμονήθηκε! Ειδικά αυτές τις ημέρες,πολλοί είναι αυτοί που θα τον θυμούνται και τον μνημονεύουν με νοσταλγία...Και κάποιοι με ευγνωμοσύνη μεγάλη.
Σημ: Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον π.Κων/νο Καλλιανό για την πολύτιμη βοήθεια.
Βιργινία Σιδέρη
ΣΧΟΛΙΑ