Τῆς χαρμολύπης τὸ σύνορο... Στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη, Γέροντα Χαλκηδόνος, κ. Ἀθανασιο, ταπ...
Τῆς χαρμολύπης τὸ σύνορο...
Στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη, Γέροντα Χαλκηδόνος, κ. Ἀθανασιο, ταπεινὸς ἑόρτιος χαιρετισμός.
Σχεδιάσανε οἱ πατέρες μας πολὺ σωστὰ καὶ μέσα στὸ πρόγραμμα τῶν χαρμόσυνων ἡμερῶν τῆς δεύτερης ἐβδομάδας τοῦ Τριωδίου, τοποθέτησαν καὶ τὴν Τσικνοπέμπτη. Μιὰ μέρα διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες τοῦ
χρόνου, ἀφοῦ ὁ χαρακτήρας της εἶναι ἑορταστικός. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι θὰ συναχτοῦν μὲ τὴν ἐπισημότητα ποὺ τονίζει ἡ μέρα αὐτὴ στὸ σπίτι κάποιου δικοῦ τους ἀνθρώπου καὶ θὰ συμφάγουν εὐχόμενοι «καλὴ κριατνή, καλὴ ἀποκρίτσα». Φυσικά, ὅπως τὸ θέλει τὸ ἔθιμο, τὴν τράπεζα θὰ τὴν κλείσει ὀ χορὸς καὶ τὰ ἀποκριάτικα τραγούδια, ποὺ δὲν λέγονται ἄλλη φορὰ μέσα στὸ χρόνο.Μονάχα τότε.
χρόνου, ἀφοῦ ὁ χαρακτήρας της εἶναι ἑορταστικός. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι θὰ συναχτοῦν μὲ τὴν ἐπισημότητα ποὺ τονίζει ἡ μέρα αὐτὴ στὸ σπίτι κάποιου δικοῦ τους ἀνθρώπου καὶ θὰ συμφάγουν εὐχόμενοι «καλὴ κριατνή, καλὴ ἀποκρίτσα». Φυσικά, ὅπως τὸ θέλει τὸ ἔθιμο, τὴν τράπεζα θὰ τὴν κλείσει ὀ χορὸς καὶ τὰ ἀποκριάτικα τραγούδια, ποὺ δὲν λέγονται ἄλλη φορὰ μέσα στὸ χρόνο.Μονάχα τότε.
Τὰ ἐδέσματα τῆς Τσικνοπέμπτης εἶναι πάντα προσεγμένα καὶ καλομαγειρεμένα. Δεσπόζει τὸ κατσίκι ἤ τὸ ἀρνὶ «καπαμᾶ», ἀλλὰ καὶ κρέας μὲ τὸ ρύζι, τὰ ψητὰ ἤ τηγανισμένα ἐντόσθια, ἀλλὰ καὶ τὰ ψητὰ κοσύφια.
Ἀπ᾿ὅλες τὶς καμινάδες ἀναδύεται μιὰ εὐωδία, ποὺ ἁπλώνεται πάνω στὸ χωριό, λές κι εἶναι ὅλος αὐτὸς ὁ μικρὸς ὁ τόπος ἕνα μεγαλο μαγεριό. Καὶ παράλληλα μὲ τὴν εὐωδιὰ τοῦ μαγειρεμένου κρέατος ἀνεβαίνει κι ἡ ἀναμιγμένη εὐωδιὰ κανέλλας και γάλακτος, καθὼς ἐτοιμάζεται τὸ πάλευκο κι ἀρωματισμένο μὲ βανίλια ρυζόγαλο, τὸ ἄλλο ἐπίσημο ἔδεσμα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
Ὅμως κάτι λησμονήθηκε. Γιατὶ οἱ μέρες τὸ καλοῦν...Κι ὄλα σχεδὸν τὰ σπίτια τὸ παρασκευάζουν, ἐκτὸς ἀπὸ κεῖνα ποὺ τὰ σκιάζει τὸ πένθος... Πρόκειται γιὰ τὴν γευστικότατη κολοκυθόπιττα ἀπό κίτρινο, χειμωνιάτικο κολοκύθι, ρύζι, κανέλλα, γάλα, γαρύφαλο, «μουσκουκάρ’φ=μοσκοκάρυδο» καὶ φυσικὰ τέχνη καὶ «πτηδειοσύνη=καπατσοσύνη». Σὲ ποιὸ σπίτι καὶ νὰ πᾶς, καὶ νὰ μὴ σοῦ δώσουνε, ἔστω καὶ στὸ «φλιτζουτσάνακου= πιατάκι τοῦ καφέ», ἕνα καὶ δυὸ κομματάκια γιὰ τὸ καλό![1]
Τσικνοπέμπτη, λοιπόν, τοῦ σωτηρίου ἔτους 2014...Μὲ τὶς μνῆμες νωπές, τὶς παλιὲς τὶς εὐωδιές νὰ σταλάζουν ἀκόμα στὴν ψυχὴ ἐόρτιο χαρά καὶ συγκίνηση, γιατὶ ἡ Παράδοση καλὰ τραβάει τὸ δρόμο της, μὲ τὰ σπίτια νὰ φεγγοβολοῦν, ἀλλὰ κι ἀπό τὰ σπλάχνα τους νὰ βγαίνουν τράγούδια καὶ χοροί,κρότοι περίεργοι καθὼς χτυποῦν πάνω στὰ σανίδια τὰ πασούμια τῶν γυναικῶν ποὺ χορεύουν τὸν ἀποκριάτικο μὲ τὸ «Ἄχ, χειλάκι μου γραμμένο...», «Τὴ Σοῦσα» καὶ τόσα ἄλλα...
Κι ὅμως,πίσω ἀπ᾿ὅλ᾿αὐτὰ καιροφυλαχτεῖ ἡ ἑπομένη ἡμέρα, ἡ Παρασκευή, ποὺ ναὶ μὲν ἔχει τὴ νηστεία της, μετὰ τὴν πλούσια τράπεζα τῆς Πέμπτης, ἀλλὰ ἔχει καὶ σφίξιμο ἐκεῖνο στὴν ψυχὴ καθὼς ἑτοιμάζεται τὸ κόλλυβο γιὰ τὸ Ψυχοσάββατο ποὺ ξημερώνει. Κι ἐδῶ εἶναι τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπινου βίου, καθὼς γειτονεύουν τόσο αὐτὲς οἱ μέρες. Τῆς Τσικνοπέμπτης μὲ τὴ γεύση τῆς χαρᾶς καὶ τὸ Ψυχοσάββατο μὲ τὴ σιωπηλὴ λιτανεία τῶν κεκοιμημένων μας, καθὼς τοὺς γράφουμε ἔναν ἕναν στὸ χαρτὶ ποὺ θὰ παραδώσουμε στὸν ἱερέα γιὰ μνημόνευση, χαρτὶ νοτισμένο πάντα ἀπὸ τὰ δάκρυα ποὺ ἀφήνουμε καθὼς τοὺς ἀνακαλοῦμε στὴ μνήμη καὶ τοὺς ξαναφέρνουμε σιμά μας. Καὶ μαζί τους ἀνακαλοῦμε παλιὲς οἰκογενειακές συνάξεις, ὅπως αὐτὴ τῆς Τσικνοπέμπτης. Συνάξεις,ποὺ ἀπόμειναν στὴν ψυχῆ μὲ κόμπους ἀγαλλίασης καὶ φαρμακωμένης αἴσθησης καθὼς ἀντικρύζουμε τὴν ἀδειανὴ γωνιὰ στὴν πατραστιά, στὸ κεφαλοτράπεζο...Γιὰ νὰ βιωθεῖ ἔτσι τὸ τραγικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς καὶ νὰ ἐπιμερτηθεῖ τελικὰ τόσο τὸ σύντομο τοῦ ἐγκόσμιου βίου μας, ποὺ καλὸ εἶναι νὰ ραντίζεται μὲ αἰσιοδοξία καὶ φωτεινή διάθεση. Αὐτὴ ποὺ μᾶς κομίζουν τελικὰ οἱ κεκοιμημένοι μας καὶ μεῖς δὲν τὸ καταννοῦμε: κι εἶναι ἡ αἰσιοδοξία αὐτὴ καὶ τὸ φῶς, ἡ ἐλπίδα ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σιτάρι ποὺ προσκομίζουμε γιὰ νὰ διαβαστεῖ μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα : σιτάρι προσεγμένο καὶ φροντισμένο νὰ μὴν εἶναι μήτε ἄγευστο, μήτε στυφό, ἀλλὰ νἄναι ἕνα γλύκισμα, ποὺ θὰ καταλαγιάσει τὴ συγκίνηση καὶ θὰ τῆς δείξει τὸ δρόμο νὰ προσέξει τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν εἰπώθηκε τυχαῖα: «Ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεςὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει»( Ἰω. 12, 24) . Κόκκος σίτου ὁ καθένας μας περιμένει. Κι ὄχι, φυσικὰ τὴ μονάξιά...
π. Κων. Ν.Καλλιανός,
Σκόπελος, Τσικνοπέμπτη 2014
ΣΧΟΛΙΑ