Ἀρχικὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ πὼς οἱ κορυφαῖες στιγμὲς τοῦ ἀνθρώπινου βίου εἶναι δεμένες ἄρρηκτα μὲ τὴν ἐνορία καὶ πιὸ συγκεκριμένα τὸν ἐνοριακὸ...
Ἀρχικὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ πὼς οἱ κορυφαῖες στιγμὲς τοῦ ἀνθρώπινου βίου εἶναι δεμένες ἄρρηκτα μὲ τὴν ἐνορία καὶ πιὸ συγκεκριμένα τὸν ἐνοριακὸ ναό. Πιὸ ἀπλᾶ. Μέσα στὸ ναὸ εἰσοδεύει ὁ νεογέννητος ἄνθρωπος, ἐδῶ βαφτίζεται, ἐδῶ παντρεύεται, ἀπό ἐδῶ ἀποχαιρετα τὸν κόσμο καὶ μεταβαίνει ἀπό τὰ πρόσκαιρα στὴν αἰωνιότητα. Ἐδῶ πάλι γίνονται οἱ συνάξεις ποὺ τὸν θυμοῦνται-βλ. μνημόσυνα, ψυχοσάββατα, λειτουργίες κ.λ.π. Ἑπομένως ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ εἶναι
ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ζωῆς τοῦ κάθε πιστοῦ χωρικοῦ. Μέσα λοιπόν σ᾿ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, στὰ φυσικὰ ὅρια τῆς ἐνοριακῆς κοινότητας τῆς Γλώσσας λειτουργεῖ καὶ ἡ ἐθιμικὴ πρακτικὴ, γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὴν ἐξ ἴσου τιμωμένη θρησκευτική/λατρευτικὴ συμπεριφορά. Ἔτσι μέσα στὰ πλάισια τοῦ Δωδεκαημέρου, ὅπου ἔχουμε τὴν παρουσία τῶν καλλικατζάρων, τὸ ζύμωμα τοῦ χριστόψωμου καὶ τῆς κ᾿ λούρας, τὴν «καληνεσπέρα καὶ ἀρχιμηνιὰ», δηλ.τὰ κάλαντα, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰσόδευση τοῦ φρέσκου/καινουριου νεροῦ καὶ τῆς σιδερόπετρας τὴν πρωτοχρονιὰ, παράλληλα ἔχουμε καὶ τὴ νηστεία, τὴ θ. μετάληψη καὶ τὸν ἐκκλησιασμό. Γιατὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε πὼς τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ Πρωτοχρονιὰ παλιότερα δὲ γιορτάζονταν τὴν παραμονὴ μὲ ρεβεγιὸν ἤ τηλεοπτικὸ ἑορταστικὸ πρόγραμμα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐκκλησιασμὸ, αὐτὴ τὴ σύναξη τῶν πιστῶν. «Ὅλο τὸ χωριὸ θὰ λειτουργηθεῖ ἀπόψε, λέει ὁ Κουκουρίνης. Καὶ συνεχίζει: σὰν τελειώσει ἡ ἐκκλησία, ἐκεῖ γύρω στὶς αὐγές, «ἕνας ἀδελφικὸς χαιρετισμὸς, μιὰ θερμὴ χειραψία κάνει σύμπλεγμα τὶς καρδιὲς τῶν νησιωτῶν. Ἔτσι, μ᾿ ἕνα καινούριο πνευματικὸ ξύπνημα γυρίζουν στὸ φτωχικό τους», γιὰ γιὰ γευτοῦν στὸ κοινὸ τραπέζι τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐλογία τῆς γιορτῆς.
ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ζωῆς τοῦ κάθε πιστοῦ χωρικοῦ. Μέσα λοιπόν σ᾿ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, στὰ φυσικὰ ὅρια τῆς ἐνοριακῆς κοινότητας τῆς Γλώσσας λειτουργεῖ καὶ ἡ ἐθιμικὴ πρακτικὴ, γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὴν ἐξ ἴσου τιμωμένη θρησκευτική/λατρευτικὴ συμπεριφορά. Ἔτσι μέσα στὰ πλάισια τοῦ Δωδεκαημέρου, ὅπου ἔχουμε τὴν παρουσία τῶν καλλικατζάρων, τὸ ζύμωμα τοῦ χριστόψωμου καὶ τῆς κ᾿ λούρας, τὴν «καληνεσπέρα καὶ ἀρχιμηνιὰ», δηλ.τὰ κάλαντα, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰσόδευση τοῦ φρέσκου/καινουριου νεροῦ καὶ τῆς σιδερόπετρας τὴν πρωτοχρονιὰ, παράλληλα ἔχουμε καὶ τὴ νηστεία, τὴ θ. μετάληψη καὶ τὸν ἐκκλησιασμό. Γιατὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε πὼς τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ Πρωτοχρονιὰ παλιότερα δὲ γιορτάζονταν τὴν παραμονὴ μὲ ρεβεγιὸν ἤ τηλεοπτικὸ ἑορταστικὸ πρόγραμμα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐκκλησιασμὸ, αὐτὴ τὴ σύναξη τῶν πιστῶν. «Ὅλο τὸ χωριὸ θὰ λειτουργηθεῖ ἀπόψε, λέει ὁ Κουκουρίνης. Καὶ συνεχίζει: σὰν τελειώσει ἡ ἐκκλησία, ἐκεῖ γύρω στὶς αὐγές, «ἕνας ἀδελφικὸς χαιρετισμὸς, μιὰ θερμὴ χειραψία κάνει σύμπλεγμα τὶς καρδιὲς τῶν νησιωτῶν. Ἔτσι, μ᾿ ἕνα καινούριο πνευματικὸ ξύπνημα γυρίζουν στὸ φτωχικό τους», γιὰ γιὰ γευτοῦν στὸ κοινὸ τραπέζι τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐλογία τῆς γιορτῆς.
Παλιὸ εἶναι τὸ ἔθιμο νὰ ἐτοιμάζονται τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς οἱ κουλούρες, τὶς ὁποῖες περιποιοῦνταν μὲ μεγάλη προσοχή. Ἰδιάιτερα ὅταν ἔπρεπε ἡ κουλούρα αὐτὴ προορίζονταν γιὰ τὴν πεθερά. Καὶ φυσικὰ τὴν κουλούρα ἔπρεπε νὰ τὴ συνοδεύει τὸ στολισμέν «κουφνάκ’» μὲ τὰ ἀπαράιτητα γλυκὰ καὶ δῶρα. Αὐτὸ τὸ τελετουργικὸ γίνονταν συνήθως τὸ ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς.
Ἡ πρωτοχρονιὰ ἐπίσης εἶναι ἡ ἡμέρα «τ᾿ ἀμπουδιακοῦ», τοῦ ποδαρικοῦ δηλ. , τὸ ὁποῖο οἱ παλιότεροι φύλασσαν μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὶς αὐγὲς θὰ πήγαινε κάποιος στὴ βρύση νὰ φέρει τὸ φρέσκο νερὸ μαζί μὲ τὴ σιδερόπετρα, γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι σιδερένιοι στὸ σπίτι. Καὶ τὸ πιὸ σημαντικό. Ὁ χρόνος σ᾿ αὐτὲς τὶς παραδοσιακὲς κοινωνίες δὲν «ἄλλαζε» τὰ μεσάνυχτα μὲ τὸ σύνθημα ποὺ θὰ δώσουν τὰ ραδιοτηλεοπτικὰ μέσα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐκκλησιασμό, τὴ γεύση τῆς εὐλογίας καὶ τὴν ἀναταλλαγὴ τῶν εὐχῶν «Χρόνια Πολλὰ κι καλὴ χρουνιὰ».
Ἴσως νὰ ἔχουν ξεχαστεῖ πιὰ τὰ κακόμοιρα τὰ καλικαντζαράκια ποὺ πείραζαν τοὺς ἁπλοϊκοὺς χωρικοὺς, τότε ποὺ στὸ δρόμο κυκλοφοροῦσαν μὲ δαυλιὰ ἀναμμένα καὶ λαδοφάναρα. Ὅμως ἦταν μιὰ νότα διαφορετικὴ ἡ παρουσία τους, ἡ ἔστω ἀρνητικὴ, γιατὶ νοστίμιζε τὸ Δωδεκαήμερο. Καὶ δὲ νοστίμιζε μόνο τὸ Δωδεκαήμεροα, ξέρετε, ἀλλὰ καὶ τὰ μοῦρτα, τὸ μαῦρο γλυκόστιφο καρπὸ τῆς μυρτιᾶς, ποὺ παλιότερα ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τὸν τρώγαμε μὲ εὐχαρίστηση. Λοιπὸν ξέρετε ποιὰ ἦταν ἡ φήμη ποὺ κυκλοφοροῦσε καὶ σήμερα, δυστυχῶς, χάθηκε; Πῶς ἄν δὲν τὰ κατουροῦσαν τὰ μοῦρτα οἱ καλικάντζαροι δὲν θὰ γλύκαιναν... Ὅπως νοστίμιζε τὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν πολὺ παλιὰ καὶ τὸ ξεχασμένο ἔθιμο τῆς προαίρεσης, ποὺ γινόταν ὡς ἐξῆς: Ὅταν ψάλλονταν στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων ἡ ἑνάτη ὠδὴ , ὅταν ἀκούγονταν ἡ φράση «ἡ πραίρεσις δίδου» ξεκινοῦσαν ἀπό τὸ ἱερὸ βῆμα κάποια παιδιὰ μὲ ἀνοιχτὸ κάποιο ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο, συνήθως τὸν Ἀπόστολο καὶ περιφέρονταν μέσα στὸ ναὸ. Τὸτε οἱ πιστοὶ τοὺς ἔριχναν νομίσματα μέσα στὸ βιβλίο, τὰ ὁποῖα στὸ τέλος τὰ μοιράζονταν.
Τὸ φρέσκο νερὸ τῆς πρωτοχρονιᾶς τὸ ἀντικαθιστᾶ τὰ Φὼτα ὁ Μ. Ἁγιασμὸς, μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει ν᾿ ἁγιαστοῦν τόσο τὰ σπίτια, τὰ «πράματα», δηλ. τὰ ζῶα, ἀλλὰ καὶ τὰ χωράφια. Χώρια ποὺ πρέπει νὰ τηρηθεῖ καὶ τὸ ἔθιμο τῆς νηστείας τῆς παραμονῆς γιὰ τὴ μετάληψη τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ. Αὐτὰ ὅλα διευρύνουν τὶς σχέσεις τοῦ θεὶου μὲ τὸ ἀνθρώπινο καὶ φυσικὰ διατηροῦν τὴν ἐθιμικὴ πρακτικὴ ἀναλλοίωτη.
( ἀπόσπασμα εὑρύτερης μελέτης μέ θέμα: «Θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ καὶ Ἐθιμικὴ πρακτικὴ στὴ Γλώσσα)
π. Κων. Ν. Καλλιανός
ΣΧΟΛΙΑ