Ἡ περίπτωση τοῦ Καισάριου Δαπόντε Στὴ μνήμη τῶν Λογίων ...
Ἡ περίπτωση τοῦ Καισάριου Δαπόντε
Στὴ μνήμη τῶν Λογίων τῆς νήσου Σκοπέλου
Ἀπό τὶς φωτεινὲς Μορφὲς τοῦ 18ουαἰ. ποὺ τίμησαν τὰ Γράμματα, ἀλλὰ καὶ τὸ γενέθλιο τόπο τους ἦταν κι ὁ πολὺς Καισάριος Δαπόντες, «ὁ μελλωδικότατος» κατὰ τὸν Παναγιώτη Κορδικά.
Ὑπῆρξε τέκνο ἀδιαμφισβήτητο τῆς Σκοπέλου ὁ Κωνσταντῖνος Δαπόντες, γιὸς τοῦ Χατζῆ Στεφανῆ καὶ τῆς Μαγδαληνῆς Δαπόντε, μιᾶς οἰκογένειας δηλαδὴ προυχόντων τοῦ νησιοῦ μὲ ἰκανὲς γνωριμίες, Μάλιστα, ὁ Χατζῆ-Στεφανὴς διετέλεσε καὶ Κόνσολος τῆς Ἀγγλίας στὰ νησιὰ τῶν Βορείων Σποράδων, καὶ, παράλληλα, ὑπῆρξε μιὰ ἰσχυρὴ προσωπικότητα στὸ νησί του καὶ ὄχι μόνο, ἀφοῦ εἶχε ἰκανὲς γνωριμίες. Ἀπὸ Πατριάρχες μέχρι Γραμματεῖς Ἡγεμόνων.
Ὁ Κωνσταντῖνος μόλις μαθαίνει τὰ πρῶτα γράμματα στὸ νησὶ, μὲ δάσκαλο τὸν ὅσιο Ϊερόθεο τὸν Ἰβηρίτη, στὴ συνέχεια ἀναχωρεῖ καὶ μεταβαίνει στὶς παραδουνάβιες χῶρες ὅπου ἐξελίσσεται σὲ ἀξιωματοῦχο τῆς αὐλῆς κάποιου Ἡγεμόνα. Δηλαδὴ τοῦ δίδεται τὸ ἀξίωμα τοῦ Μεγαλου Καμινάρη τῆς Αὐθεντίας τῆς Μολδοβλαχίας. Παράλληλα φέρει καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Μεγάλου Ἐκκλησιάρχου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἰεροσολύμων.
Ἄν καὶ ἀποκτᾶ μεγάλη περιουσία, δὲν παύει ν᾿ ἀσχολεῖται μὲ τὴ συγγραφὴ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔκδοση βιβλίων. Εἶναι δὲ πολυγραφώτατος, ἀλλὰ καὶ πολυμαθής, Κι αὐτὸ τὸ διαπιστώνουμε ἄν προσέξουμε τὰ βιβλία του, στὰ ὀποῖα ἔχει ἀποταμιεύσει τὸ προϊὸν τῶν μελετῶν του (π. χ. ἄν δοῦμε τὸ βιβλίο του «Χρηστοήθεια» (1770), παρατηροῦμε μὲ ἔκπληξη τὴν εὐρυμάθειά του.
Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ ὅμως φθονεῖται ἀπὸ κάποιον, ἐπίσης ἀξιωματοῦχο ἑνὸς Ἠγεμόνα, καὶ προδίδεται γιὰ κάποιες ἀτασθαλίες του, στοὺς Τούρκους οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν φυλακίζουν. Γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ δίνει τὴν περιουσία του κι ἔτσι ἀρχίζει ἕνα νέο ξεκίνημα, ἀτυχὲς καὶ αυτὸ, ἀφοῦ παντρεύεται τὴν Μαριόρα, «κόρην τοῦ Ἰωάνου καὶ τῆς Φευρωνίας ἐκ Κωνσταντινουπόλεως», ἡ ὁποία πεθαίνει, ὅπως καὶ ἡ νεογένητη κόρη τους, ἡ Μαγδαληνή.
Γίνεται Μοναχὸς στὸ Πιπέρι, στὴν ἐκεῖ Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ἀλλὰ μετὰ ἀπό λίγο φεύγει, πηγαίνει στὸ πατρικό του μοναστήρι, τὸν Εὐαγγελισμὸ, μένει λίγο καὶ ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Στὴ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου ποὺ πηγαίνει τὸν πείθουν νὰ περιηγηθεῖ τὶς παραδουνάβιες χῶρες, γνωστὸς ὄντας ἐκεῖ, κι ὅπου ἀλλοῦ μποροῦσε, ὥστε νὰ συλλέξει ἐλέη γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ νέου Καθολικοῦ τῆς ὡς ἄνω ἀγιορειτικῆς Μονῆς. Ἡ περιοδεία στέφεται μὲ ἐπιτυχία, ὅμως ὄταν ἐπιστρέφει στὴ Ξηροποτάμου μένει λίγο κι ὕστερα μεταβαίνει στὴ Μονὴ Κουτλουμουσίου, κοντὰ στὸν φίλο του Πατριάρχη πρ. Ἀλεξανδρείας Ματθαῖο, γιὰ νὰ ἐπανακάμψει στὴ Ξηροποτάμου.
Μεταβαίνει στὴ Σκόπελο, άνακαινίζει τὸ πατρικό του μοναστήρι, τὴν Εὐαγγελίστρια κι ὕστερα, μετὰ ἀπό κάποια ἔντονη διαφωνία ποὺ εἶχε μὲ τὸν ἀδελφό του, τὸν Γιαννάκη Δαπόντε, πικραμένος φεύγει καὶ ξαναγυρίζει στὴν Ξηροποτάμου ὅπου καὶ ἀποβιώνει στὶς 4 Δεκεμβρίου τοῦ 1784 σὲ ἡλικία 70 ἐτῶν.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Δαπόντες ἄφησε ἔνα πολὺ μεγάλο ἔργο. Ἄλλο ἀνέκδοτο κι ἄλλο ἐκδεδομένο.Ὄπως ἐπίσης εἶναι ἀλήθεια κι αὐτὸ ποὺ κάποτε ἔγραψε ὁ πολὺς Μανουὴλ Γεδεὼν, κορυφαῖος λόγιος τοῦ τέλους τοῦ 19ουμὲ ἀρχὲς τοῦ 20ουαἰ. « Δι᾿ εὐχῆς εἴχομεν ἄν εἴπερ ἕκαστος αἰὼν ἐκέκτητο ἕνα Δαπόντε καὶ ἔνα Νικόδημον (ἐννοεῖ τὸν Ἁγιορείτη)».
Ἄν τώρα ἐξετάσουμε τὸ ἔργο τοῦ Δαπόντε, θὰ προσέξουμε ὅτι σημαντικὴ θέση σ᾿ αὐτὸ ἔχει καὶ ἡ Σκόπελος, «ἡ παμφιλτάτη νῆσος, ἡ χρυσῆ πατρίδα», ἀλλὰ καὶ «καλλισταφυλος» καθὼς τὴν ἀναφέρει στὸ γνωστὸ σὲ ὅλους μας «Κῆπο Χαρίτων»
«ἐκίνησα καὶ ἔφθασα καὶ εἰς τὴν Σκόπελόν μου
τὴν παμφιλτάτην νῆσον μου, οἶκον τὸν πατρικό μου
Ἦλθα λοιπὸν στὴν Σκόπελον, εἰς τὴν χρυσῆν πατρίδα
ὁ ποὺ κοντὰ χρόνους ἐννιὰ εἶχα καὶ δὲν τὴν εἶδα…»
Ὅμως τὸ ἐρὠτημα ποὺ ἀσφαλῶς προκύπτει ἀπό τὰ παραπάνω εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὁ Δαπόντες, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ βίος καὶ ἡ δραστηριότητά του, ὑπῆρξε πολυταξιδεμένος καὶ ἐπισκέπτης πολλῶν καὶ ἐπιφανῶν πόλεων τῆς ἐποχῆς του, πολὺ πιὸ ἀνώτερες ἀπό τὸ μικρὸ νησί του. Ἑπομένως, τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν συγκινεῖ καὶ τὸν ἔλκει, ὥστε νὰ γράφει ὄχι μονάχα τὰ παραπάνω ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα;
Τὴν ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ μᾶς τὴ δίνει, ἕναν αἰῶνα περίπου μετὰ, ὁ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποὺ γνώρισε τὴ Σκόπελο, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Δαπόντε, ἀφοῦ ἡ ἀκτινοβολία τοῦ δευτέρου ἔφθασε καὶ στὴ Σκιάθο.
Γράφει λοιπὸν μετὰ ἀπό βαθύτατη γνώση τοῦ ψυχισμοῦ τοῦ Σκοπελίτη, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν θὰ εἶχε καὶ σημαντικὲς διαφορὲς ἀπό ἐκεῖνον τοῦ καιροῦ τοῦ Δαπόντε, ὅτι ἡ Σκόπελος «ἐξασκεῖ γλυκεῖαν μαγείαν ἐφ᾿ ὅλων τῶν τέκνων της, καὶ μεταβάλλει εἰς φανατισμὸν τὴν ἀγαπην τῆς πατρίδος…»(βλ. τὸ διήγημα Κοκκώνα θάλασσα). Κι ἀλλοὺ ὀνομάζει τὴ Σκόπελο «νῆσον τῶν νοσταλγῶν»( στὸ ἴδιο)
Ἄν ὁ Νόστος εἶναι καὶ σημαίνει γυρισμὸς, ἐπιστροφὴ, ἐπανεστίαση (Στ. Ράμφος, Νόστος), τότε ἀσφαλῶς ὁ Παπαδιαμάντης ἀκριβολογεῖ καὶ μάλιστα μὲ παραδείγματα.
Ὅμως, γιὰ ξαναγυρίσουμε στὸν Δαπόντε, αὐτὸς ὁ Νόστος φαίνεται ὅτι εἶχε ἰκανὲς ρίζες ποὺ φτάνουν καὶ μέχρι τὸν 18οαἰ- γιὰ παλίοτερες περιπτώσεις δὲν μᾶς ἔχουν παραδοθεῖ γραπτὲς μαρτυρίες, ὄχι γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ λανθάνουν καὶ μέχρι σήμερα δὲν μᾶς εἶναι προσιτὲς. Ἔτσι ἡ περίπτωση τοῦ Δαπόντε ἔρχεται νὰ μᾶς δώσει νὰ καταλάβουμε πὼς αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εἶναι ἄρρητα ρήματα ἤ κενολογίες, ἀλλὰ στέρεες ψυχολογημένες διαπιστώσεις.
Τὸ ἐρώτημα ἔρχεται ἀπό μόνο του:γνώριζε,ἄραγε, τὸν «Κῆπο Χαρίτων» ὁ Παπαδιαμάντης; Ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατικὴ, ἀφοῦ στὶς μέρες του κυκλοφορήθηκε ἀπό δύο ἐκδότες- ἔστω κι ἄν ἡ μία, ἡ πλέον εὔχρηστη, τοῦ Σοφολκέους Οἰκονόμου, ἦταν μὲ παραλείψεις, διόλου σημαντικὲς. Καὶ γιὰ νὰ κλείνει τὸ θέμα, παραθέτω μιὰ σειρὰ ἀποκαλυπτικῶν στίχων τοῦ Δαποντε, ὅπου ἡ ἐπιθυμία γιὰ ἐπιστροφὴ ταυτίζεται μὲ ἐκείνη τῆς μητρικῆς ἀγάπης, ποὺ δὲν ἐμφανίζει τίποτε περισσότερο ἀπό τὸ μέγα ἀρχέτυπο τῆς Μάνας-Γῆς στὴν ὁποία ὅλοι ἐπίστρέφουμε, νοσταλγοὶ καὶ μὴ..
«Φθάνει, λοιπὸν, ἡ ξενιτιά, ὦ τοῦ Θεοῦ μου μάνα,
στεῖλε με στὴν πατρίδα μου, νὰ μὲ χαρῇ ἡ μάνα.
Φθάνει Βλαχιὰ καὶ Πογδανιὰ πλεόν, Θεοῦ μου μάνα
φέρε με εἰς τὴν Σκόπελον πάλιν, καὶ εἰς τὴν μάνα
………………………………………………………………………………………………..
Στὴν ξενιτιὰ μ᾿ ἐτίμησες, ὦ τοῦ Θεοῦ μου μάνα,
κ᾿ εὐχαριστῶ, πλὴν στεῖλε με τώρα καὶ εἰς τὴν μάνα».
Αὐτὸν τὸν Νόστο τοῦ Δαπόντε καὶ τὸν πόθο του γιὰ ἐπιστροφὴ καταγράφουν, πολὺ σύντομα, οἱ στίχοι αὐτοί, γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ὁποίων πρέπει νὰ σημειωθοῦν καὶ τὰ παρακάτω, στὰ ὁποῖα διαφαίνεται ἡ νοσταλγία τοῦ Δαπόντε γιὰ τὴ Σκόπελό του.
Στὶς 7 Νοεμβρίου τοῦ 1756, ἠμέρα Πέμπτη ἔρχεται ἀπό τὸ Πιπέρι, ὅπου ἐμόναζε, ὁ περίπου νέος μοναχὸς Καισάριος, μετὰ ἀπό μακροχρόνια ἀπουσία, στὴ Σκόπελο. Ἤ, ὅπως γράφει κι ὁ ἴδιος, «Ἐν δὲ τῷ χιλιοστῷ ἑπτακοσιοστῷ πεντηκοστῷ ἕκτῳ, Νοεμβρίου ζη ἡμέρᾳ Πέμπτῃ, ἐπῆγα εἰς τὴν Σκόπελον τὴν πατρίδα μου, εἰκοσιέξ χρόνους παρὰ τριαντατρεῖς ἡμέρας διατρίψας εἰς τὴν ξενιτείαν, ξενιτευτεὶς δεκαεφτὰ χρονῶν παιδί.».
Ἐπίσης, ὄταν τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1778 ἐπιστρέφει ἀπό τὸ Ὄρος στὴ Σκόπελο ὁ Καισάριος, ἐγκαθίσταται στὴ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στὸ «πατρικόν του μοναστήριον». τὸ ὁποῖο ἀνακαινίζει καὶ συγυρίζει, προσπαθώντας νὰ πραγματοποιήσει δύο ἐπιθυμίες του.α. νὰ τὸ μετατρέψει σὲ Κονόβιο καὶ β. νὰ τὸ προσφέρει, ὡς μετόχι, στὴ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου, τὴν ὁποία θεωροῦσε δικὴ του, γιατὶ ἐκεῖνος ἦταν ποὺ ἐργάστηκε μὲ τόσους κόπους ὥστε νὰ στερεωθεῖ αὐτὸ τὸ Καθολικὸ ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲ γρἀφτηκε τυχαῖα ὅτι ὁ Καισάριος Δαπόντες πρέπει νὰ συναριθμιθεῖ στὴ χορεία τῶν Κτητόρων τῆς Ἁγιορειτικῆς αὐτῆς Μονῆς (Γερων Εὐδόκιμος Ξηρποταμινός).
Καταλαβαίνουμε, μάλιστα, ὅτι ἐπιθυμοῦσε νὰ παραμείνει στὸ μοναστήρι τὸ πατρικό του, μέχρι το θάνατό του. Γιατὶ ἄν προσέξουμε κάποιες λεπτόμέρειες ποὺ ἔχει καταγράψει στὸ ἐν εἴδει ἡμερολογίου Κατάστιχό του, τότε θὰ παρατηρήσουμε ὅτι τὰ ὅσα καταγράφει ἐκεῖ, δικαιώνουν ἀπόλυτα τὸ συλλογισμό μας. Ἀναφέρει, λοιπὸν, ὁ Δαπόντες. «Ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳψοη΄ [1778] Σεπτεμβρίου ιθ᾿ [19] ἐσηκώθηκα ἀπό τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπό τὸ ἱερὸν μοναστήριον τοῦ Χλωροποτάμου, ὅπου ἐκάθησα χρόνους δεκατρεῖς, καὶ ἦλθα σὺν Θεῷ εἰς Σκόπελον τὴν πατρίδα μου, καὶ ἀνέβηκα εὐθὺς εἰς τὸ ἅγιον μοναστήριον τῆς Παναγίας μου τῆς Εὐαγγελιστρίας, ….τὸ πατρικόν μου, καὶ ἐκάθησα, τὸ ὁποῖον τὸ ηὖρα κλεισμένον· ὁ Πανάγαθος καὶ παντοδύναμος νὰ τὸ ἀνοίξῃ μὲ μέσον μου, καὶ μέσον του νὰ μοῦ ἀνοίξῃ τὴν θύραν τοῦ παραδείσου του».
Φυσικὰ τὸ μοναστήρι ἄνοιξε, ἀνακαινίστηκε, ὄχι μόνο τὸ ἴδιο ἀλλὰ καὶ τὰ μετόχιά του, μὲ τὴ συνδρομὴ, τοὺς κόπους καὶ φυσικὰ τὶς εἰσφορὲς τοῦ Καισαρίου. Μέχρι τὸν Ἰούνιο ὄμως τοῦ 1784 ἤ, ἴσως καὶ νωρίτερα, ὁπότε ἀρχίζουν οἱ διεκδικήσεις ἀπό μέρους τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ του, τοῦ Γιαννάκη. Οἱ ἐνοχλήσεις αὐτὲς φαίνεται πὼς ἦσαν πολὺ πιεστικὲς γιὰ τὸν ἤδη ἡλικιωμένο μοναχὸ Καισάριο, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναγκάζεται νὰ φύγει πικραμένος καὶ περιφρονημένος, γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ τὴ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου, ὅπου καὶ ἀφήνει τὴν ἔσχατη πνοή του, στὶς 4 Δεκεμβρίου 1784.
Ἄν ρωτήσει κανεὶς τὶ ἦταν αὐτὸ ποὺ πῆρε ἀπό τὴ Σκόπελό του τὴ χρυσή, τὴν πεφιλημένη, ἀλλὰ καὶ «καλλιστἀφυλον», ὅπως τὴν ὀνομάζει, ὅταν ἔφευγε γιὰ τὸ Ὄρος στὴν ἔσχατη αὐτή του ἐπίσκεψη, εἶναι ἀναμφίβολα ἡ νοσταλγία, ἡ ὁποία ἐμέσως πλήν σαφῶς καταγράφεται στὸ ἔσχατο σημείωμά του.
«Τῷ αὐτῷ ἔτει [1784] Ἰουλίου γ [3] διὰ τὴν πολλὴν ἐνόχλησιν καὶ ἁρπαγὴν τοῦ ἀδελφοῦ μου Γιάννη ἄφηκα μἐ λύπην τῆς καρδίας μου τὸ παιδιόθεν πολυπόθητόν μου, πολύτιμόν μου, ἅγιόν μου, καὶ πατρικὸν μου μοναστήριον τῆς Παναγίας μου τῆς Εὐαγγελιστρίας, μεγάλη ἡ χάρις της, καὶ ἐπιστρέψας ἦλθα πάλιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸ ἱερὸν καὶ δευτερὸν μου μοναστήριον τοῦ Χλωροποτάμου.
Παρακαλῶ νὰ ὑπογραμιστεῖ τὸ οὐσιαστικὸ. λύπη καὶ τὸ ἐπίθετο δεύτερο.Ἀπό κεῖ καὶ πέρα δὲ, ὁ ἀναγνώστης ἄς βγάλει τὰ συμπεράσματά του…
(Ἀπόσπασμα εὑρύτερης μελέτης γιὰ τὸν Καισάριο Δαπόντε)
ΣΧΟΛΙΑ