( Σχόλια ἑνὸς ἀπλοῦ θεατῆ τοῦ ὀμωνυμου θεατρικοῦ ἔργου τοῦ Γλωσσιώτη λογίου καὶ ἐκπαιδευτικοῦ, τοῦ κυρίου Βασιλείου Λαρυγκάκη). Δὲν εἶχα τ...
( Σχόλια ἑνὸς ἀπλοῦ θεατῆ τοῦ ὀμωνυμου θεατρικοῦ ἔργου τοῦ Γλωσσιώτη λογίου καὶ ἐκπαιδευτικοῦ, τοῦ κυρίου Βασιλείου Λαρυγκάκη).
Δὲν εἶχα τὴν εὐκαιρία, λόγω ὑποχρεώσεων, νὰ δῶ τὴν ἐν λογω παράσταση τότε ποὺ πρωτοπαίχτηκε, ὡστόσο ἠ νέα τεχνολογία, καὶ, μάλιστα, ἡ διὰ τῆς ἐγγραφῆς τοῦ ἔργου σὲ ψηφιακὸ δίσκο , μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία ὥστε νὰ δῶ τὴν παράσταση, νὰ προβληματιστῶ καί,βεβαίως, νὰ συγκινηθῶ γιὰ τὸν χειμαρώδη, φιλοπάτριδα καὶ φιλάνθρωπο-προηγηθέντα λόγο τοῦ δημιουργοῦ τοῦ θεατρικοῦ αὐτοῦ ἔργου. Γιατὶ τὰ ὅσα εἶπε ὁ ἀγαπητός μας Βασίλης εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀληθινὰ καὶ ἔντιμα. Μὲ λίγα λόγια μᾶς ἔκανε ἕνα
μάθημα πατριδογνωσίας, ἀνθρωπιᾶς καὶ φιλανθρωπίας, μάθημα ἀπό τὰ πιὸ σοβαρὰ ποὺ ἔχω ἀκούσει καὶ τὰ πλέον φωτεινά. Γιατὶ τὰ ὄσα εἶπε τὰ πίστευε, τὰ ζοῦσε, τὰ ἔνοιωθε ὡς δικά του ζητήματα καὶ παράλληλα τὰ ἔβλεπε νὰ εἶναι καὶ προβλήματα τῶν ἄλλων:τῶν συγχωριανῶν του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τόλμησε ν᾿ ἀποκαλύψει τὴ μοναξιὰ ποὺ ὑπάρχει σήμερα. Μοναξιὰ ποὺ δὲν εἶναι «προνόμιο» δυστυχῶς τῶν πόλεων μονάχα, ἀλλὰ καὶ τῶν χωρίων τώρα πιά. Ἔτσι μὲ τὸ θαυμασιο ἔργο του ὁ ἀγαπητὸς Βασίλης προσπάθησε νὰ ἐπειχειρήσει μιὰ ἀνατομία: τοῦ κοινωνικοῦ ἰστοῦ τῆς Ἐπαρχίας, αὐτῆς τῆς εὐαίσθησης περιοχῆς τῆς πατρίδας μας, ἀλλὰ καὶ τῆς τόσο περιφρονημένης. Κι ὅπως ἡ Ἐπαρχία αἱμοδοτεῖ τὰ μεγαλα ἀστικὰ κέντρα μὲ ἀνθρώπινο δυναμικό, ἔτσι κι οἱ γονεῖς, αὐτοὶ οἱ φύλακες τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῶν παραδόσεων καὶ τοῦ χώρου ὄπου ἔζησαν: τοῦ χωριοῦ τους, τοῦ σπιτιοῦ τους, τῆς γειτονιᾶς τους, συνδράμουν τὰ παιδιά τους ποὺ ζοῦν κι ἐργάζονται στὴν πόλη παρέχοντάς τους μὲ ἄλλου εἴδους αἱμοδοσία τὴν ψυχή τους ὁλάκερη. Ὅπως κι ὁ Ἀνέστης τοῦ ἔργου αὐτοῦ, ποὺ ζεῖ μόνος του στὸν τόπο του, ἀλλὰ καὶ στὸ σπίτι του, θυσιάζοντας τὴ συντροφιὰ καὶ τὴν βοήθεια τῆς γυναίκας του, γιὰ χάρη τοῦ παιδιοῦ τους ποὺ ζεῖ μὲτὴν οἰκογένειά του στὴ μεγαλούπολη. Κι ἐπειδή, ὅπως συμβάινει δηλ. παντοῦ ἐργάζονται κι οἱ δύο, γιὸς καὶ νύφη, κάποιος ἔπρεπε νὰ κρατήσει τὸ μικρὸ Ἀνέστη, τὸν ἐγγονό. Κι ἔτσι ἀναγκάζεται ἡ γιαγιὰ νὰ ἐγκαταλέιψει τὸν γέροντα σύζυγό της καὶ νὰ βρεθεῖ στὴ μεγσλούπολη, ἐνῶ ὁ σύζυγός της ἀπόμεινε στὸ χωριὸ συντροφιὰ μὲ τὶς ἀναμνήσεις του καὶ τὸν σκύλο του.
μάθημα πατριδογνωσίας, ἀνθρωπιᾶς καὶ φιλανθρωπίας, μάθημα ἀπό τὰ πιὸ σοβαρὰ ποὺ ἔχω ἀκούσει καὶ τὰ πλέον φωτεινά. Γιατὶ τὰ ὄσα εἶπε τὰ πίστευε, τὰ ζοῦσε, τὰ ἔνοιωθε ὡς δικά του ζητήματα καὶ παράλληλα τὰ ἔβλεπε νὰ εἶναι καὶ προβλήματα τῶν ἄλλων:τῶν συγχωριανῶν του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τόλμησε ν᾿ ἀποκαλύψει τὴ μοναξιὰ ποὺ ὑπάρχει σήμερα. Μοναξιὰ ποὺ δὲν εἶναι «προνόμιο» δυστυχῶς τῶν πόλεων μονάχα, ἀλλὰ καὶ τῶν χωρίων τώρα πιά. Ἔτσι μὲ τὸ θαυμασιο ἔργο του ὁ ἀγαπητὸς Βασίλης προσπάθησε νὰ ἐπειχειρήσει μιὰ ἀνατομία: τοῦ κοινωνικοῦ ἰστοῦ τῆς Ἐπαρχίας, αὐτῆς τῆς εὐαίσθησης περιοχῆς τῆς πατρίδας μας, ἀλλὰ καὶ τῆς τόσο περιφρονημένης. Κι ὅπως ἡ Ἐπαρχία αἱμοδοτεῖ τὰ μεγαλα ἀστικὰ κέντρα μὲ ἀνθρώπινο δυναμικό, ἔτσι κι οἱ γονεῖς, αὐτοὶ οἱ φύλακες τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῶν παραδόσεων καὶ τοῦ χώρου ὄπου ἔζησαν: τοῦ χωριοῦ τους, τοῦ σπιτιοῦ τους, τῆς γειτονιᾶς τους, συνδράμουν τὰ παιδιά τους ποὺ ζοῦν κι ἐργάζονται στὴν πόλη παρέχοντάς τους μὲ ἄλλου εἴδους αἱμοδοσία τὴν ψυχή τους ὁλάκερη. Ὅπως κι ὁ Ἀνέστης τοῦ ἔργου αὐτοῦ, ποὺ ζεῖ μόνος του στὸν τόπο του, ἀλλὰ καὶ στὸ σπίτι του, θυσιάζοντας τὴ συντροφιὰ καὶ τὴν βοήθεια τῆς γυναίκας του, γιὰ χάρη τοῦ παιδιοῦ τους ποὺ ζεῖ μὲτὴν οἰκογένειά του στὴ μεγαλούπολη. Κι ἐπειδή, ὅπως συμβάινει δηλ. παντοῦ ἐργάζονται κι οἱ δύο, γιὸς καὶ νύφη, κάποιος ἔπρεπε νὰ κρατήσει τὸ μικρὸ Ἀνέστη, τὸν ἐγγονό. Κι ἔτσι ἀναγκάζεται ἡ γιαγιὰ νὰ ἐγκαταλέιψει τὸν γέροντα σύζυγό της καὶ νὰ βρεθεῖ στὴ μεγσλούπολη, ἐνῶ ὁ σύζυγός της ἀπόμεινε στὸ χωριὸ συντροφιὰ μὲ τὶς ἀναμνήσεις του καὶ τὸν σκύλο του.
Ἀληθινὴ πέρα γιὰ πέρα ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου ποὺ τὴν ἐπωμίστηκε μὲ ἐπιτυχία ὁ νεαρὸς Γιωργος Μαριδάκης, συνεπικουρούμενος ἀπὸ τοὺς Γιάννη Σκιαθίτη καὶ τὸ μικρὸ Μελέτη Ρουσέτη. Τοὺς ἀξίζουν ὅλους συγχαρητήρια καὶ κἀθε ἔπαινος γιὰ τὴν προσπάθειά τους.
Ὑποβλητικὴ καὶ ἄριστα δεμένη μὲ τὴν ὑπόθεση τοῦ ἔργου ἡ μουσικὴ ποὺ τὴν ἐπιμελήθηκαν δύο νέα καὶ ταλαντοῦχα, ὅπως φάνηκε τελικά, παιδιά: ὁ Γιῶργος Λαρυγγάκης καὶ ἡ Θεοδότα Ἀντωνίου.
«Ἕνας πατέρας θυσιάζεται γιὰ νὰ περνᾶνε καλὰ τὰ παιδιά του» γράφει ὁ συγραφέας καὶ σκηνοθέτης Βασίλης Λαρυγγάκης στὸ ὁπισθόφυλλο τοῦ ψηφιακοῦ δίσκου. Κι ἔχει δίκιο ὅταν κάποτε, σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους ἔγραφε στὴν ἀλήστου μνήμης ἐφημερίδα «Βόρειοι Σποράδες» τοῦ ἀείμνηστου Στυλιανοῦ Παπαδημητρίου γιὰ τὸν «Γεωργικὸ μαρασμὸ τῆς Γλώσσας» προετοιμάζοντας τὸν καθένας μας γιὰ τὴν εἰσβολὴ «τῶν παράξενων ἀντιθέσεων» -ὅπως πολὺ σωστὰ λέει- στὴ ζωή μας. Γιατὶ οἱ παράξενες ἀντιθέσεις, ὅπως τὰ μεγαλα σπίτια καὶ ἡ παράλληλη μεγάλη μοναξιά, τὸ πλῆθος τῶν ἀγαθῶν καὶ ὁλίγος χρόνος ποὺ διαθετουμε νὰ τὰ χαροῦμε, ἡ διάλυση τῆς οἰκογένειας, ἀφοῦ τὰ μέλη της ἀνταμώνουν μόνον ὅταν ἔχουν ἐλέυθερο χρόνο κ.λ.π. εἶναι αὐτὰ ποὺ στοχεύουν στὴν ἀπανθρωπία, ἠ ὁποία καὶ ἁπλώνονται ὅπως ἡ ἐπιδημία.
Εὐχῆς ἔργο θὰ ἦταν ἄν αὐτὰ τὰ θαυμασια θεατρικὰ ποὺ συγγράφει ὀ Βασίλης ἐκδοθοῦν σὲ ἕνα τόμο, γιατὶ εἶναι ψυχογραφήματα ἄριστα καὶ διδαχὲς διαχρονικές. Μάλιστα, πιστεύω, πὼς θὰ χρειαστοῦν στοὺς νέους ἰδιάιτερα ὡς ἐργαλεῖα, γιὰ νὰ μάθουν ὅτι κατάγονται «ἀπὸ καλὴ γενιά».
π. Κων. Ν. Καλλιανός
ΣΧΟΛΙΑ